Μελετώντας τη γερμανική οικονομία τα τελευταία 25 χρόνια, την εποχή της παγκοσμιοποίησης, διαπιστώνει κανείς, ότι το γερμανικό μοντέλο έχει να επιδείξει σημαντικές επιτυχίες , κυρίως στον εξαγωγικό τομέα, αφού αναδείχθηκε 11 φορές παγκόσμιος πρωταθλητής.
Στη σημερινή ευημερία συνεπώς των κατοίκων της μεγαλύτερης οικονομίας της Ευρώπης, συμβάλλουν σε μεγάλο βαθμό οι εξαγωγές και λιγότερο η εσωτερική ζήτηση. Αυτό είναι αποτέλεσμα πολλών παραγόντων με βασικότερο την προσήλωση όλων των γερμανικών κυβερνήσεων σε μια πολιτική διαρκούς βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας. (Οικονομικά της προσφοράς). Πράγματι, καμία άλλη χώρα της Ευρώπης δεν κατάφερε να αναρρώσει από την κρίση του 2007-2009 τόσο γρήγορα και να αποκομίσει ακόμη και οφέλη, όσο η Γερμανία. Η ανεργία μάλιστα μειώθηκε από το 12% που ήταν το 2005 στο 6,9% που βρίσκεται σήμερα. Όμως, αυτή είναι μόνο η μία όψη.
Στην πραγματικότητα τα στοιχεία δείχνουν, ότι από το 1999 που ιδρύθηκε η Νομισματική Ένωση, οι αναπτυξιακές επιδόσεις της Γερμανίας ήταν πολύ κατώτερες και εκείνων των προβληματικών χωρών του Νότου, Ισπανία, Ιταλία ή Ελλάδα, με τα γνωστά όμως προβλήματα που ακολούθησαν. Η ανταγωνιστικότητα εξάλλου της γερμανικής οικονομίας στηρίχθηκε σχεδόν αποκλειστικά στην καθήλωση των μισθών και στη μερική αποδόμηση του κοινωνικού κράτους. Με βάση το μέγεθος των πραγματικών μισθών καθώς και των πραγματικών καταναλωτικών δαπανών, η Γερμανία κατατάσσεται στις τελευταίες θέσεις μεταξύ των βιομηχανικών χωρών.
Σήμερα, πολλοί Γερμανοί εργαζόμενοι βρίσκονται με χαμηλότερες αποδοχές από εκείνες που απολάμβαναν πριν από 15 χρόνια. Η μεσαία τάξη συρρικνώνεται, ενώ η απόσταση με την ανώτερη εισοδηματική τάξη μεγαλώνει. Οι αποδέκτες κοινωνικών επιδομάτων (HARTZ-IV) ανήλθαν στα 6,1 εκατομμύρια πολίτες για δε την επιβίωσή τους εισπράττουν κάθε μήνα 380 Ευρώ οι ανύπαντροι και 680 τα ζευγάρια.
Η εξέλιξη αυτή είναι αποτέλεσμα της “AGENDA 2010” , μιας πολιτικής που εφάρμοσε η Σοσιαλδημοκρατική Κυβέρνηση του κ. Σέντερ, τον οποίο μάλιστα ευχαρίστησε η συντηρητική κ. Μέρκελ κατά την ανάληψη των καθηκόντων της. Η συνταγή προέβλεπε, μικρότερο κράτος, σταθερούς μισθούς, ευέλικτες μορφές εργασίας καθώς και μείωση των κοινωνικών δαπανών.
Έτσι το SPD, ενώ μέχρι τότε ακολουθούσε μια καθαρή κευνσιανή πολιτική, που έδινε βάρος στη συμμετοχή του κράτους και την εφάρμοσαν τόσο ο πρώην υπουργός οικονομικών Καρλ Σίλερ, όσο και ο καγκελάριος Σμιτ με μεγάλη επιτυχία, απομακρύνθηκε σταδιακά απ΄αυτή και ακολούθησε πιο συντηρητικές πολιτικές νεοκλασικής κατεύθυνσης.
Οι φιλότιμες προσπάθειες τον τελευταίο καιρό του υποψήφιου για την καγκελαρία κ. Στάινμπρουκ να αποστασιοποιηθεί από τις πολιτικές λιτότητας, προσθέτοντας στοιχεία αναπτυξιακής και κοινωνικής πολιτικής, δεν αποτελούν μια ολοκληρωμένη εναλλακτική πρόταση που να προσφέρει μια ελπιδοφόρα νέα αφήγηση τόσο στο γερμανικό, όσο και στους άλλους λαούς της Ευρώπης. Παρ’όλα αυτά, η προοπτική της συγκυβέρνησης με την καγκελάριο Μέρκελ, αφήνει κάποιες ελπίδες για μικρή έστω διαφοροποίηση στην ακολουθούμενη πολιτική στην αρχή και την αναγνώριση της ανάγκης για μια ριζική αναθεώρηση στη διαδρομή.
Ο κ. Χαράλαμπος Γκότσης είναι καθηγητής του Πανεπιστημίου Πειραιώς