Το νεοκλασικό αρχοντικό της οδού Τσόχα µετράει δεκαετίες νυχτερινής ιστορίας στα φιλόξενα δωµάτια και στον υπέροχο κήπο του. Ξεκίνησε τη δεκαετία του 1970 ως εστιατόριο που µάζευε την ελίτ της διανόησης της εποχής (Χατζιδάκι, Τσίρκα, Τσαρούχη και πολλούς άλλους). Τη δεκαετία του 1980, αλλάζοντας ιδιοκτησία, έγινε ένα από τα πρώτα νέου τύπου bar-restaurants που γνώρισε η Αθήνα, εξακολουθώντας να συγκεντρώνει την ελίτ, όχι πια της διανόησης απαραιτήτως. Τη δεκαετία του 1990 άλλαξε και πάλι διεύθυνση και επανήλθε δυναµικά στη µόδα. Είχαµε να το επισκεφθούµε αρκετά χρόνια, το είχαµε αφήσει, δηλαδή, ακόµη στην ατµόσφαιρα εκείνης της εποχής.Eνα ζεστό καλοκαιρινό βράδυ, όµως, αναζητήσαµε εκεί µια ανάσα κοµψής δροσιάς.
Πλησιάζοντας στην επιβλητική καγκελόπορτα, τα Hummer που αφήνονταν «χαλαρά» στον παρκαδόρο και η απουσία του συνωστισµού θα έπρεπε ίσως να µας προϊδεάσουν. Παρ’ όλα αυτά, αντιπαρήλθαµε και τις δύο ενδείξεις. Κατεβαίνοντας, όµως, τα σκαλιά του διαδρόµου που οδηγεί στον κήπο, η διαπίστωση ήταν ηλίου φαεινότερη: η ατµόσφαιρα δεν ήταν πια η ίδια. Από bar-restaurant, το Balthazar έχει µετατραπεί ξανά σε restaurant-bar, µε τα συν και τα πλην (για όποιον θέλει απλώς να πιει ένα ποτό) που συνεπάγεται κάτι τέτοιο. Στην κεντρική µπάρα, όπως και στους πάγκους στον µπροστινό χώρο του κήπου, ήταν στρωµένα σερβίτσια για φαγητό – όλες οι θέσεις κλεισµένες, όπως µας ενηµέρωσε ο ευγενέστατος σερβιτόρος. Οποιος είναι µόνο για ποτό περιορίζεται στους πάγκους στο βάθος. Στον πρώτο από αυτούς καθήσαµε και εµείς κοιτάζοντας τον – σχεδόν γεµάτο στο τµήµα µε τα τραπέζια, αλλά σχεδόν άδειο στο τµήµα όρθιων πελατών – χώρο γύρω µας. Η µουσική ήταν ευχάριστη, crooners και jazzy επιλογές, χωρίς όµως brilliant στιγµές και εξάρσεις. Παραγγείλαµε δύο από τα signature κοκτέιλ του µπαρ και, περιµένοντάς τα, χαζεύαµε το κοινό. Και εδώ υπήρχε διαφορά στο καθιστό και στο όρθιο τµήµα: στο πρώτο ο µέσος όρος ηλικίας ανέβαινε αισθητά µε πολλούς εκπροσώπους των «±60», στο δεύτερο κυµαινόταν γύρω στα «30+».
Τα κοκτέιλ δεν άργησαν. Παρά τη µάλλον τσουχτερή τιµή τους (τα περισσότερα γύρω στα €10-€12), δεν ήταν τα καλύτερα που έχουµε πιει. Το Mediterranean της Τζιν (µε µαστίχα, λεµόνι, βασιλικό και σιρόπι) ήταν αδιάφορο – ήθελε λίγο περισσότερο λεµόνι – ενώ το Negroni της Τόνικ ήταν µέτριο. Στάθηκε αδύνατον να δούµε τιµοκατάλογο µε ποτά. Μάθαµε, όµως, ότι οι τιµές τους «παίζουν» στα €9-€11. Τα ποτά µας δεν συνοδεύτηκαν ούτε καν από ένα κρακεράκι, διαπιστώσαµε όµως ότι, αν πεινάσετε και δεν έχετε αντίρρηση να ανεβάσετε τον λογαριασµό σας, µπορείτε να παραγγείλετε και στους πάγκους του ποτού κάποιο από τα πολλά εδέσµατα του εστιατορίου.
Συµπέρασµα
Επηρεασµένες από τις αναµνήσεις µας, περιµέναµε κάτι άλλο πηγαίνοντας στο Balthazar. Το πιθανότερο είναι ότι, αν το επαναλάβουµε, θα προτιµήσουµε να πάµε εκεί για φαγητό και έχοντας κάνει κράτηση στην κεντρική µπάρα. Ο κήπος, πάντως, παραµένει υπέροχος.
![](http://www.tovima.gr/files/1/2013/09/21/BGTZIN.jpg)