Γελοίες κοκορο­μαχίες περί «νεκρής γλώσσας»

Με αφορμή την πρόσφατη συζήτηση για τη διδασκαλία των αρχαίων ελληνικών στο νέο λύκειο, ως μη ειδικός, θα ήθελα να αναφερθώ σε τρεις προσωπικές εμπειρίες.

Με αφορμή την πρόσφατη συζήτηση για τη διδασκαλία των αρχαίων ελληνικών στο νέο λύκειο, ως μη ειδικός, θα ήθελα να αναφερθώ σε τρεις προσωπικές εμπειρίες.

Πρώτον
, τέλειωσα το γυμνάσιο (εξαετές) στα τέλη της δεκαετίας του ’50. Τα αρχαία ήταν κεντρικό μάθημα, εστίαζε όμως περισσότερο στην αποστήθιση συντακτικών και γραμματικών κανόνων και πολύ λιγότερο στην αρχαία ελληνική γραμματεία και πολιτισμό. Θυμάμαι στο τέλος κάθε χρονιάς να έχουμε καλύψει τρεις-τέσσερις σελίδες ενός αρχαίου κειμένου με αποκλειστική έμφαση στη γραμματική, στο συντακτικό και στην ετυμολογία της κάθε λέξης. Καμία αναφορά στη γενική αρχιτεκτονική του έργου και στο πλαίσιο στο οποίο δημιουργήθηκε. Αποτέλεσμα: όταν τέλειωσα το γυμνάσιο, η γραμματική και το συντακτικό ξεχάστηκαν. Το μόνο που απέμεινε ήταν μια βαθιά αμάθεια και αδιαφορία για τα «αρχαία».

Δεύτερον
, όταν άρχισα τις σπουδές μου στο εξωτερικό (οικονομικά και μετά κοινωνιολογία), με ντροπή ανακάλυψα πως, σε σχέση με τους άγγλους, γερμανούς και γάλλους συμφοιτητές μου, ήμουν τελείως αδαής σε ό,τι αφορούσε την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, λογοτεχνία, κοινωνία και κουλτούρα. Και αυτό παρ’ ότι οι ώρες διδασκαλίας στην ελληνική δευτεροβάθμια εκπαίδευση ήταν πολλαπλάσιες αυτών που προσφέρουν τα αντίστοιχα γυμνάσια στο εξωτερικό.

Τρίτον,
βέβαια από τότε ως σήμερα πολλά πράγματα άλλαξαν. Το ταμπού εναντίον της διδασκαλίας στη βάση μεταφρασμένων αρχαίων κειμένων ξεπεράστηκε. Επιπλέον έγιναν σημαντικές προσπάθειες αλλαγής (π.χ., Δ. Μαρωνίτης). Αλλά αυτές οι προσπάθειες δεν ρίζωσαν. Λόγω του περιρρέοντος γενικού εκπαιδευτικού πλαισίου οι διδακτικές πρακτικές δεν άλλαξαν και πολύ. Με μερικές εξαιρέσεις, ο γλωσσικός φορμαλισμός και η παπαγαλία ζουν και βασιλεύουν. Δεν είναι λοιπόν περίεργο πως όχι μόνο η κόρη μου αλλά και η εγγονή μου (που εφέτος τέλειωσε το λύκειο με πολύ καλούς βαθμούς) είναι τόσο αδιάφορες και απομακρυσμένες όσο ήμουν και εγώ σε θέματα που σχετίζονται με τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό. Πιο γενικά, την ίδια εντύπωση διαμόρφωσα με πολλούς μαθητές και μαθήτριες γυμνασίου και λυκείου. Η απέχθεια για τον τρόπο διδασκαλίας και η επακόλουθη αδιαφορία για τα αρχαία ελληνικά επιτεύγματα φαίνεται να έχουν διαγενεακό χαρακτήρα.
Με βάση τις παραπάνω εμπειρίες, θα έλεγα ότι ο συνδυασμός μιας συντηρητικής εκπαιδευτικής νοοτροπίας και ενός πιο γενικού κούφιου φορμαλισμού έχει οδηγήσει τη διδασκαλία των αρχαίων σε πλήρες αδιέξοδο. Από τη μια μεριά είμαστε υπερήφανοι γιατί η αρχαία Ελλάδα είναι η πηγή του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Από την άλλη, όμως, ο μέσος Ελληνας, ο μη ειδικός, πολύ λίγα πράγματα ξέρει γιατί πρέπει να είμαστε υπερήφανοι. Ούτε βέβαια ξέρει ποια είναι η σχέση μεταξύ του αρχαιοελληνικού και του δυτικοευρωπαϊκού πνεύματος. Για να καταφέρουμε το δεύτερο χρειάζεται να μάθουμε περισσότερα για το πώς ζούσαν, πώς σκέφτονταν, πώς δημιουργούσαν οι πρόγονοί μας.
«Ο βασιλιάς είναι γυμνός»


Βέβαια πολλοί ισχυρίζονται ότι η βασική προϋπόθεση για μια ουσιαστική αρχαιογνωσία είναι η σε βάθος γνώση της αρχαίας ελληνικής γλώσσας. Η συστηματική όμως σοβαρή εκμάθηση της αρχαίας ελληνικής γλώσσας είναι απαραίτητη προϋπόθεση για τους μαθητές που προτίθενται να ακολουθήσουν φιλολογικές και κλασικές σπουδές. Δεν ισχύει όμως αυτό για τον κάθε μαθητή και μαθήτρια. Οι τελευταίοι πρέπει να μάθουν, ανεξαρτήτως ειδίκευσης, λιγότερα για τους γλωσσικούς κανόνες και περισσότερα για την αρχαία λογοτεχνία, φιλοσοφία, τέχνη και κοινωνική οργάνωση της αρχαίας πόλης-κράτους. Σε αυτό το επίπεδο υπάρχει στον χώρο των μη ειδικών γενικευμένη αμάθεια και αδιαφορία. Αυτή η κατάσταση είναι πολύ γνωστή στους σκεπτόμενους γονείς και εκπαιδευτικούς. Αλλά, με δεδομένη την άκρως συντηρητική νοοτροπία, πολύ λίγοι τολμούν να πουν δημοσίως πως «ο βασιλιάς είναι γυμνός». Αντ’ αυτού, αναλώνουμε τις δυνάμεις μας σε γελοίες διαμάχες/κοκορομαχίες για το αν τα αρχαία ελληνικά είναι «νεκρή γλώσσα» ή όχι. Λες και δεν είναι προφανές πως η απάντηση εξαρτάται από το πώς ορίζουμε το επίθετο «νεκρή».
Σίγουρα η διαμάχη γύρω από το αν η διδασκαλία των αρχαίων ελληνικών θα έπρεπε να είναι υποχρεωτική για όλους τους μαθητές είναι ουσιαστική. Αλλά βρίσκω ακόμη πιο ουσιαστικό τον προβληματισμό γύρω από τον τρόπο διδασκαλίας στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Πρέπει να αναρωτηθούμε γιατί η πλειονότητα των μαθητών αδιαφορεί για το μάθημα των αρχαίων ελληνικών. Μήπως πρέπει να βρούμε νέους τρόπους διδασκαλίας –τρόπους διδασκαλίας που θα κάνουν τους διδασκομένους να αγαπήσουν, να ενδιαφερθούν και να αξιολογήσουν με κριτικό, ουσιαστικό τρόπο τα θαυμαστά επιτεύγματα του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού; Ισως ένας από αυτούς τους τρόπους είναι να συγχωνεύσει κανείς ή να φέρει πιο κοντά το γλωσσικό/γραμματολογικό με το ιστορικό κομμάτι της διδασκαλίας. Ετσι τα αναλυόμενα κείμενα δεν θα παρουσιάζονται «ξεκάρφωτα», εκτός συγκεκριμένου πολιτικού και πολιτιστικού πλαισίου.
Είναι περίεργο που αυτό το πρόβλημα δεν φαίνεται να απασχολεί σοβαρά ούτε το πολιτικοθρησκευτικό κατεστημένο ούτε τα ΜΜΕ που, αντί να διαμορφώνουν, διαμορφώνονται από τους αμπελοφιλοσοφούντες, παντογνώστες πολιτικούς και τους αρχαιομανείς υπερπατριώτες που μονοπωλούν καθημερινά τα παράθυρα της τηλεόρασης.
Ο κ. Νίκος Μουζέλης είναι ομότιμος καθηγητής Κοινωνιολογίας στην LSE.



ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.