«Οι στρατιώτες λοιπόν, αφού σταύρωσαν τον Ιησού, πήραν τα φορέματά του και τα μοίρασαν σε τέσσερα…». Είναι Σεπτέμβριος του 1901 και ο Αλέξανδρος Πάλλης μεταφράζει στη δημοτική την Καινή Διαθήκη. Η εφημερίδα «Ακρόπολις» του Βλάση Γαβριηλίδη δημοσιεύει τη μετάφραση σε συνέχειες. «Κι’ είταν το πουκάμισο άρραφο, φασμένο από τα πάνου ως την άκρη. Είπανε λοιπόν μεταξύ τους «Ας μην το σκίσουμε, μόνε ας βάλουμε λαχνό πιος ναν το πάρει» για ν’ αληθέψει η Γραφή «Μοίρασαν τα φορέματά μου και για τη φορεσιά μου βάλανε λαχνό»». Το «…διεμερίσαντο τα ιμάτιά μου εαυτοίς και επί τον ιματισμόν μου έβαλον κλήρον» του ευαγγελιστή Ιωάννη μετασχηματίζεται στη χυμώδη γλώσσα του Πάλλη σε μια φράση που προκαλεί πηγαία συγκίνηση, ποιος θα το αρνηθεί;
Αντιρρήσεις εξέφρασαν τότε οι φοιτητές του Πανεπιστημίου Αθηνών παρακινημένοι από τους γλωσσαμύντορες καθηγητές τους. Η τολμηρή μετάφραση του δημοτικιστή Πάλλη στάθηκε αφορμή διαδηλώσεων και ταραχών που κατέληξαν σε αιματηρές συγκρούσεις με τον Στρατό και έμειναν στην Ιστορία ως «Ευαγγελικά».
Ηταν ο ίδιος Πάλλης που είχε μεταφράσει στη δημοτική την Ιλιάδα. Ομηρος και Βίβλος –η αρχαιοελληνική και η ιουδαιο-χριστιανική παράδοση –είναι οι δύο πυλώνες πάνω στους οποίους στηρίχθηκε ο ευρωπαϊκός πολιτισμός. Αν δούμε τα ομηρικά έπη και τη Βίβλο υπό το πρίσμα της ισχυρής, διαρκούς και πολυλειτουργικής παρουσίας τους στην κουλτούρα της Δύσης, θα διαπιστώσουμε πως είναι κείμενα πολύ συγγενικά. Οσο για την υψηλή αισθητική αξία τους, αυτή είναι αδιαμφισβήτητη, πράγμα που κάνει ακατανόητη την αξιοσημείωτα διαφορετική αντιμετώπισή τους, διότι κάθε εποχή έχει δώσει τουλάχιστον μία μετάφραση των επών καμωμένη σε καλή λογοτεχνική γλώσσα, ενώ της Βίβλου όχι.
Αυτές είναι οι συνθήκες μέσα στις οποίες γεννήθηκε μια ιδέα που ίσως εξελιχθεί στο πιο φιλόδοξο εκδοτικό πρόγραμμα της δεκαετίας που διανύουμε. Πρόκειται για τη μετάφραση όλων των βιβλίων της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης από μια πλειάδα σύγχρονων καταξιωμένων λογοτεχνών σε καλαίσθητες και οικονομικά προσιτές εκδόσεις για όλους. Η πρωτοβουλία ανήκει στους συγγραφείς και μεταφραστές Ροδούλα Παππά και Βασίλη Αμανατίδη και στον εκδότη της Νεφέλης Περικλή Δουβίτσα και ήδη στρατολογήθηκαν πρόθυμα για την υλοποίησή της είκοσι ποιητές και πεζογράφοι μας.
«Είναι να απορεί κανείς που δεν είχαμε ως τώρα μια τέτοια μετάφραση» λένε oι πρωτεργάτες του εγχειρήματος. Μπορούμε να σκεφτούμε ορισμένες εξηγήσεις, και η ταύτιση των ιδεωδών της πατρίδας και της θρησκείας στο σώμα των Γραφών, που παγιώθηκε στην εποχή των «Ευαγγελικών», είναι μία από αυτές. Στο παρελθόν η ελληνιστική, στην οποία πρωτογράφτηκε η Καινή Διαθήκη και μεταφράστηκε από τους Εβδομήκοντα η εβραϊκή Βίβλος, θεωρήθηκε η γλώσσα «την οποίαν ωμίλησε ο Θεός» και οι απόπειρες μετάφρασής της καταδικάζονταν εκ των προτέρων ως πράξεις βέβηλες και αντεθνικές.
Η αφελής εντύπωση ότι η γλώσσα των ιερών κειμένων και της ορθόδοξης λατρείας είναι κατανοητή από τον σύγχρονο Ελληνα αναχαιτίζει σήμερα πολλά σχέδια για την επικαιροποίηση της γλώσσας τους. Οπως όμως το έχει διατυπώσει έξοχα ο Σταύρος Ζουμπουλάκης, πρόεδρος του Ιδρύματος Βιβλικών Σπουδών «Αρτος Ζωής», το οποίο μελετά συστηματικά τη γλώσσα της Βίβλου, «όποιος πιστεύει ότι οι εκκλησιαζόμενοι καταλαβαίνουν όσα ακούνε στην εκκλησία, τους Κανόνες του Ορθρου ή τα τροπάρια του Εσπερινού, έχει παραληρηματικές ιδέες».
Μεταφράσεις των Γραφών αναπόφευκτα γίνονται κατά καιρούς, όπως είναι αναγκαίο. Η αύρα ιερότητας όμως που περιβάλλει τα κείμενα της Αγίας Γραφής μοιάζει να υποδεικνύει και τους μεταφραστές τους, άτομα από τους κύκλους των ειδικών, των θεολόγων, που θα χειριστούν τα κείμενα με την αρμόζουσα προσοχή. Οι λογοτέχνες μας ασχολήθηκαν με τη μετάφραση κειμένων της Βίβλου περιστασιακά: ο Ανδρέας Κάλβος (1825) μετέφρασε τους Ψαλμούς του Δαβίδ, ο Γιώργος Σεφέρης (1965) και ο Μιχάλης Γκανάς (2005) το Ασμα Ασμάτων, ο Οδυσσέας Ελύτης (1985) την Αποκάλυψη, ο Αλέξανδρος Ισαρης (1993) τον Εκκλησιαστή, ο Ντίνος Χριστιανόπουλος (1997) το Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο. Τώρα όμως έχουμε μια συντονισμένη προσπάθεια που αποσκοπεί στη μετάφραση του συνόλου της Αγίας Γραφής σε γλώσσα λογοτεχνική.
Η Αγία Γραφή ως «Ιλιάδα»
Στο εν προόδω μεταφραστικό εγχείρημα «η Αγία Γραφή αντιμετωπίζεται ως κείμενο με λογοτεχνικό χαρακτήρα και στόχος είναι αυτό να αντικατοπτρίζεται στο αποτέλεσμα της μετάφρασης. Ακριβώς αυτή η προσέγγιση διαφοροποιεί το εν λόγω εγχείρημα από τις υπάρχουσες μεταφράσεις» εξηγεί ο Περικλής Δουβίτσας και προσθέτει: «Στην πορεία, για την αποφυγή πιθανών ατοπημάτων, θα ζητηθεί και η βοήθεια έγκριτων θεολόγων».
Είναι άραγε βλασφημία να διαβάζουμε την Αγία Γραφή ως λογοτεχνία; «Γιατί θεωρούν όλοι φυσικό να διαβάζουμε την «Ιλιάδα» ως λογοτεχνία, ενώ ακόμη και όσοι δεν είναι φονταμενταλιστές θεωρούν βλάσφημο να διαβάζουμε τη «Βίβλο ως λογοτεχνία»;» αναρωτιέται ο αμερικανός κριτικός Χάρολντ Μπλουμ στη συναρπαστική μελέτη του The Shadow of a Great Rock: Α Literary Appreciation of the King James Bible (Yale University Press, 2011) για την αισθητική αξία της εγκεκριμένης από την Εκκλησία της Αγγλίας αγγλικής μετάφρασης της Βίβλου. Μήπως και η «Ιλιάδα» για τους αρχαίους δεν αποτελούσε έργο που βρισκόταν στα όρια του θρησκευτικού; Ο Μπλουμ κάνει λόγο για θεματικά μοτίβα, για χαρακτήρες, πλοκή και δομή, για μια γλώσσα λογοτεχνικά εφάμιλλη του Σαίξπηρ (ο οποίος επίσης μεταφράζεται αυτόν τον καιρό εν όλω σε σύγχρονη γλώσσα, βλ. εδώ, σελ. 6).
«Σπούδασα βυζαντινή λογοτεχνία και στο πανεπιστήμιο άρχισα να ανακαλύπτω τα τεράστια παραμύθια και την ποίηση –της Παλαιάς Διαθήκης κυρίως –και έμαθα να ζηλεύω τα ελληνικά των Εβδομήκοντα, που προσπαθούν να μιλήσουν, μεταφράζοντας, με τη φωνή των αγγέλων. Θέλω να ξαναδιαβαστούν αυτές οι ιστορίες από σημερινούς αναγνώστες, μακριά από θρησκευτικούς πειθαναγκασμούς. Είναι συναρπαστικά και αυτά που λένε και το πώς τα λένε» λέει η ποιήτρια Τζένη Μαστοράκη που θα μεταφράσει τον Προφήτη Ιωήλ.
«Τα κείμενα της Βίβλου είναι ισχυρά λογοτεχνικά κείμενα τα οποία έχουν δεθεί με την ευαισθησία μας και έχουν δουλευτεί στη φαντασία μας» λέει ο ποιητής Διονύσης Καψάλης, ο οποίος δελεάστηκε να μεταφράσει τους Ψαλμούς του Δαβίδ. «Τρέμουν τα γόνατά μου στην ιδέα ότι πρέπει να βρω άλλες λέξεις για να εκφράσω την ίδια συγκίνηση».
Κείμενα ιερά και «ζωντανά»
«Πρόκειται για κείμενα ιερά, θρησκευτικά και στόχος είναι να επιχειρήσουμε μια σεβαστική απόδοση, η οποία όμως θα αναδεικνύει τη ζωντάνια τους» προσθέτει ο ποιητής Βασίλης Αμανατίδης. Ποιητές είναι οι περισσότεροι συμμετέχοντες στο πρόγραμμα. «Οδηγηθήκαμε στους ποιητές σιωπηρά» εξηγεί ο Αμανατίδης. «Ισως επειδή πρόκειται για κείμενα που έχουν λειανθεί από τον χρόνο, τη γραφή, την αντιγραφή, τη μετάφραση και την ώσμωση, κείμενα των οποίων η γλώσσα είναι συμπυκνωμένη και ακριβής, λεία σαν πετράδι, όπως η γλώσσα της ποίησης».
«Τα περισσότερα θρησκευτικά κείμενα είναι αριστουργηματικά, γιατί είναι το ίζημα της αφοσίωσης και της αυταπάρνησης πολλών ανθρώπων και είναι εγκόλπια που αποτυπώνουν τη διαπάλη μας με τη γλώσσα» σχολιάζει ο πεζογράφος Γιώργος Σκαμπαρδώνης, για τον οποίο η μετάφραση αυτή αποτελεί αφορμή για την επιστροφή σε ένα σύμπαν παιδικό και γοητευτικό.
Τη μετάφραση του Δευτερονομίου, του τελευταίου βιβλίου της Πεντατεύχου της Παλαιάς Διαθήκης, με την έκδοση του οποίου θα εγκαινιαστεί η σειρά, ολοκλήρωσε μόλις ο ποιητής και νεοελληνιστής Γιάννης Δάλλας, πολύπειρος μεταφραστής των αρχαίων ελλήνων Λυρικών: «Είναι ένα κείμενο που εκφράζει την περιπέτεια ενός λαού στο οποίο το αφηγηματικό στοιχείο, ο μύθος, το ύφος και ο εξαγγελτικός χαρακτήρας είναι αδιάσπαστα. Είναι πεζό αλλά ποιητικότροπο, με έναν εσωτερικό ρυθμό στην οργάνωσή του τον οποίο παρακολούθησα σε μια μετάφραση που δεν είναι ενός θρησκευόμενου ανθρώπου αλλά κάποιου που οδηγείται στο υψηλό μέσω της ποίησης».
Τα λόγια του μάς οδηγούν πίσω στον Χάρολντ Μπλουμ. Δεν είναι παράδοξο να διαβάζουμε τη Βίβλο ως λογοτεχνία, καταλήγει ο σοφός του Γέιλ. Οι θρησκευόμενοι αγαλλιούν στην ανάγνωση της Βίβλου, αλλά και οι μη θρησκευόμενοι ευφραίνονται. Διότι πρόκειται για κείμενα με υψηλή αισθητική αξία και «η μεγάλη λογοτεχνία είναι από μόνη της ευλογία: περικλείει μέσα της όλο το φάσμα της ζωής και χαρίζει σε πιστούς τε και απίστους ζωοδότρα δύναμη».
Ποιοι, πότε και πώς
«Για την αναζήτηση οικονομικών πόρων και τον συντονισμό των εργασιών της έκδοσης, της προβολής και της διάδοσης των μεταφράσεων θα συσταθεί μια μη κερδοσκοπική «Εταιρεία για τη λογοτεχνική μετάφραση της Αγίας Γραφής»» εξηγεί ο Περικλής Δουβίτσας. «Στην πορεία, οι εκδόσεις των νεότερων τόμων θα χρηματοδοτούνται από τις πωλήσεις των παλαιότερων. Οταν ολοκληρωθεί το έργο, η εταιρεία θα λειτουργεί για να παρέχει σε ελεύθερη πρόσβαση τα κείμενα μέσω ηλεκτρονικών εκδόσεων και για να διασφαλίζει την κυκλοφορία των βιβλίων στην ελληνική αγορά και στις βιβλιοθήκες».
«Για την αναζήτηση οικονομικών πόρων και τον συντονισμό των εργασιών της έκδοσης, της προβολής και της διάδοσης των μεταφράσεων θα συσταθεί μια μη κερδοσκοπική «Εταιρεία για τη λογοτεχνική μετάφραση της Αγίας Γραφής»» εξηγεί ο Περικλής Δουβίτσας. «Στην πορεία, οι εκδόσεις των νεότερων τόμων θα χρηματοδοτούνται από τις πωλήσεις των παλαιότερων. Οταν ολοκληρωθεί το έργο, η εταιρεία θα λειτουργεί για να παρέχει σε ελεύθερη πρόσβαση τα κείμενα μέσω ηλεκτρονικών εκδόσεων και για να διασφαλίζει την κυκλοφορία των βιβλίων στην ελληνική αγορά και στις βιβλιοθήκες».
Εχει ήδη εξασφαλιστεί η συνεργασία των συγγραφέων Βασίλη Αμανατίδη, Ορφέα Απέργη, Ελένης Βαροπούλου, Μιχάλη Γκανά, Γιάννη Δάλλα, Δημήτρη Δημητριάδη, Σταύρου Ζαφειρίου, Δημήτρη Καλοκύρη, Δούκα Καπάνταη, Διονύση Καψάλη, Κώστα Κουτσουρέλη, Τζένης Μαστοράκη, Γιώργου-Ικαρου Μπαμπασάκη, Παντελή Μπουκάλα, Μαρίας Παπαδήμα, Ροδούλας Παππά, Στρατή Πασχάλη, Θοδωρή Ρακόπουλου, Γιώργου Σκαμπαρδώνη, Δημήτρη Τανούδη, Μαρίας Τοπάλη και Γιώργου Χουλιάρα.
Την παραγωγή και τη διάθεση των βιβλίων στο εμπόριο θα στηρίξουν οι εκδόσεις Νεφέλη. Ο πρώτος τόμος θα κυκλοφορήσει το 2014 και η σειρά αναμένεται να ολοκληρωθεί σε επτά με δέκα χρόνια. Τα κείμενα της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης θα εκδοθούν σε ξεχωριστούς τόμους και θα συνοδεύονται από ολιγοσέλιδο σημείωμα του μεταφραστή. Πηγές των μεταφραστών θα είναι η μετάφραση των Εβδομήκοντα για την Παλαιά Διαθήκη και η Πατριαρχική Εκδοση του 1904 για την Καινή Διαθήκη.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ