Ακόμα και μία πιθανή νίκη στο Κογκρέσο για τον βομβαρδισμό της Συρίας δεν είναι σε θέση να βγάλει τον Μπαράκ Ομπάμα από τη δεινή θέση στην οποία βρίσκεται. Το ρεζίλεμα είναι το λιγότερο που μπορεί να του συμβεί, εκτιμά σε ανάλυσή του ο βρετανός δημοσιογράφος Μαρκ Μαρντέλ, αρχισυντάκτης του BBC για θέματα Βόρειας Αμερικής.
«Ό,τι και να γίνει τις επόμενες μέρες θα τον αφήσει εκτεθειμένο, αναδεικνύοντας όλα τα αρνητικά της θητείας του και ακυρώνοντας τα θετικά στοιχεία της προσωπικότητας του» γράφει ο Μαρντέλ.
Και τονίζει : «Κανείς δεν αμφισβητεί ότι είναι δεινός ρήτορας. Ωστόσο, τα λόγια του φαίνεται να έχουν χάσει την αίγλη τους τον τελευταίο καιρό. Η τάση του να επαναλαμβάνεται στερεί από τις ομιλίες του τη γοητεία τους. Όλα όσα λέει ακούγονται πλέον τόσο κοινότυπα που προκαλούν περιφρόνηση».
Το γεγονός αυτό επιβαρύνει ακόμα περισσότερο την κατάσταση του, καθώς ακολουθούν πολύ σημαντικές αλλά και εξαιρετικά δύσκολες συζητήσεις. Πρόκειται κυρίως για συζητήσεις που γίνονται κατ’ ιδίαν, στο τηλέφωνο ή και από κοντά με πολιτικούς που κρατάνε το μέλλον του στα χέρια τους. Επιπλέον, ο Ομπάμα είναι διαβόητος για την αδυναμία του να πείσει το Κογκρέσο σχετικά με το οτιδήποτε.
Παραμέλησε για χρόνια τις προσωπικές του διασυνδέσεις, και αυτό σε μια πόλη όπως η Ουάσιγκτον, όπου η πολιτική είναι στενά συνδεδεμένη με τις διαπροσωπικές σχέσεις. Κάθε γερουσιαστής και κάθε βουλευτής έχει πλήρη συνείδηση της σημασίας της θέσης του. Η προσωπική προσοχή από τον πρόεδρο είναι αν μη τι άλλο κολακευτική, κάπως σαν ένα είδος συναλλάγματος για όσους έχουν εξουσία στα χέρια τους.
Τονώνοντας τον εγωισμό κάποιου σήμερα θα μπορούσε να διευκολύνει μια συμφωνία αύριο. Αλλά ο Ομπάμα δεν ανήκει στους πολιτικούς που πιάνει ψιλή κουβέντα και δείχνει ενδιαφέρον για την προσωπική ζωή των άλλων. Έτσι, δεν έχει χτίσει τις προσωπικές σχέσεις που θα του επέτρεπαν να πείθει ή να απειλεί.
Υπάρχει, όμως, ένα στοιχείο που επιδεινώνει την κατάσταση. Όταν κάποιος υποστηρίζει με ζήλο τις ιδέες του είναι πιο εύκολο να πείσει τους ακροατές του. Ακούγοντας την ομιλία του προέδρου Ομπάμα στην Αγία Πετρούπολη, φαντάζει αμφίβολο ακόμα και το αν έχει καταφέρει να πειστεί και ο ίδιος από τα λεγόμενα του.
Η διατύπωση αυτή μάλλον τον αδικεί. Ο Ομπάμα αποφάσισε να δράσει με ένα συγκεκριμένο τρόπο, τον οποίο όμως επέλεξε διστακτικά και μετά από πολύ προβληματισμό. Επιπλέον, πρόκειται για έναν τρόπο δράσης ξένο προς τη δική του νοοτροπία.
Στη συνέντευξη Τύπου στη Σουηδία τόνισε ότι θα προτιμούσε να ασχολείται με το ζήτημα της παιδείας των φτωχότερων τάξεων, παρά με θέματα πολέμου και ειρήνης. Ούτως ή άλλως, ο λόγος που εξελέγη ήταν για να δώσει προτεραιότητα στα εσωτερικά ζητήματα των ΗΠΑ και να βάλει ένα τέλος στους πολέμους.
Για πολλούς Αμερικανούς και μη, οι προτεραιότητες του αυτές δείχνουν ωριμότητα και πυγμή, αλλά τον κάνουν να φαντάζει μετριοπαθής και άτολμος.
Στο μυαλό του προέδρου φαίνεται να επικρατεί μια σύγκρουση ανάμεσα σε αντίρροπες «δυνάμεις».
Εν πρώτοις, ο ίδιος θέλει να αποφύγει τον πόλεμο, τόσο για λόγους εσωτερικής πολιτικής, όσο και εξαιτίας μιας προσωπικής πεποίθησης, σύμφωνα με την οποία η Αμερική δεν θα έπρεπε να επιβάλει τις επιδιώξεις της σε όλο τον κόσμο.
Επιπλέον, ο Ομπάμα επιθυμεί, επηρεασμένος από το κίνημα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, να υπερασπιστεί τα δικαιώματα των αδύναμων, των καταπιεσμένων και αυτών που δεν έχουν μερίδιο στο πολιτικό γίγνεσθαι.
Τέλος, υπάρχει και ο ρόλος του πολιτικού ηγέτη που ρόλος του είναι να προστατέψει την Αμερική και τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα της όσον αφορά την εξωτερική πολιτική.
Η αλληλεπίδραση όλων αυτών είχε ως αποτέλεσμα να κρατήσει αρχικά διστακτική στάση όσον αφορά την επέμβαση στη Συρία και στη συνέχεια να θέσει όρια σχετικά με τη χρήση χημικών όπλων. Όταν τα όρια αυτά ξεπεράστηκαν δίστασε να αναλάβει δράση, αλλά στη συνέχεια έκανε και πάλι λόγο για αυτά -αν και διστακτικά, τονίζοντας ότι δεν πρόκειται για αλλαγή πολιτικής πλεύσης. Όταν οι άλλες χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Βρετανίας, διαφώνησαν μαζί του, στράφηκε στο Κογκρέσο.
Ίσως όσοι του ασκούν κριτική να κάνουν λάθος, ίσως οι επιλογές του να είναι σωστές, καταλήγει στην ανάλυσή του ο Βρετανός δημοσιογράφος. Προς το παρόν όμως, λέει, η κατάσταση μοιάζει με ένα μεγάλο μπέρδεμα και ο πρόεδρος των ΗΠΑ οδεύει προς την πολιτική και επικοινωνιακή καταστροφή.