Με την απόφασή του να θέσει το ενδεχόμενο στρατιωτικού χτυπήματος στη Συρία σε ψηφοφορία στο Κογκρέσο, ο αμερικανός πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα δεν θέτει σε κίνδυνο μόνο τη δική του αξιοπιστία. Εχοντας παρακολουθήσει τις επεμβάσεις σε Αφγανιστάν και Ιράκ να εκτυλίσσονται σε φιάσκο για την αμερικανική εξωτερική πολιτική, η διεθνής κοινότητα περιμένει τώρα να δει την επόμενη κίνηση των Ηνωμένων Πολιτειών: θα επαναδιαβεβαιώσουν την πολιτική και στρατιωτική τους πρωτοκαθεδρία ή θα παρακολουθήσουν τις εξελίξεις στη Συρία από το «παρασκήνιο»; Βάζοντας στην άκρη τις πιθανές επιπλοκές από μια επέμβαση ξένων δυνάμεων στο εμπόλεμο κράτος της Μέσης Ανατολής, η πρώτη επιλογή συνιστά σχεδόν μονόδρομο για τον Ομπάμα. Τι θα συμβεί όμως αν το Κογκρέσο καταψηφίσει την πρότασή του για στρατιωτική επέμβαση στη Συρία; Τη δεδομένη στιγμή ο Ομπάμα βρίσκεται αντιμέτωπος με τρεις πιθανότητες: είτε και τα δύο Σώματα του Κογκρέσου να ψηφίσουν υπέρ ενός περιορισμένου στρατιωτικού χτυπήματος στη Συρία είτε η Γερουσία που κυριαρχείται από τους Δημοκρατικούς να ψηφίσει υπέρ αλλά η «ρεπουμπλικανική» Βουλή των Αντιπροσώπων κατά είτε ο Ομπάμα να μην μπορέσει να πείσει κανένα από τα δύο Σώματα. Η πρώτη πιθανότητα είναι και η ευκταία για τον αμερικανό πρόεδρο. Με τους συμμάχους στο εξωτερικό να είναι ελάχιστοι –με μόνον άξιο αναφοράς τη Γαλλία –η απόφαση του Ομπάμα να «ρίξει το μπαλάκι» του πολέμου στο Κογκρέσο τον βοηθά να αποτινάξει από τους ώμους του το βάρος μιας πολύ αντιδημοφιλούς κίνησης.
Πρόσφατη δημοσκόπηση του Pew Research Center αποκαλύπτει ότι το 48% των Αμερικανών τίθεται κατά της επίθεσης στη Συρία, ενώ μόλις το 29% την υποστηρίζει. Ακόμη πιο ανησυχητικό για τον Ομπάμα είναι ότι οι ψηφοφόροι του Δημοκρατικού Κόμματος αντιτίθενται σε μεγαλύτερο ποσοστό (48%) σε σχέση με εκείνους του Ρεπουμπλικανικού (40%) στην πιθανή επέμβαση στη Συρία. Μια θετική απόφαση του Κογκρέσου λοιπόν μοιράζει το πολιτικό κόστος της επέμβασης –αλλά και της έκβασής της που πιθανώς να μην χαρακτηριστεί από απόλυτη επιτυχία –μεταξύ του προέδρου και των νομοθετών, τόσο των Δημοκρατικών όσο και των Ρεπουμπλικανών. Η κίνηση του Ομπάμα θέτει ένα θετικό προηγούμενο, καθώς μελλοντικοί πρόεδροι μπορεί να ζητήσουν επίσης την έγκριση του Κογκρέσου σε αντίστοιχες περιπτώσεις.
Αν η αμερικανική κυβέρνηση καταφέρει να αποσπάσει την έγκριση μόνο του ενός εκ των δύο Σωμάτων του Κογκρέσου, τα πράγματα θα είναι πιο περίπλοκα για τον πρόεδρο. Ηδη η Επιτροπή Εξωτερικών Υποθέσεων της Γερουσίας ενέκρινε σχέδιο περιορισμένης στρατιωτικής επέμβασης των Ηνωμένων Πολιτειών στη Συρία, με 10 ψήφους υπέρ και 7 ψήφους κατά. Το σχέδιο πρόκειται να τεθεί σε διαβούλευση στη Γερουσία –την πλειοψηφία της οποίας έχουν οι Δημοκρατικοί –μετά την επιστροφή του Σώματος από τις θερινές διακοπές αύριο, Δευτέρα 9 Σεπτεμβρίου. Ωστόσο τα πράγματα στη Βουλή των Αντιπροσώπων, στην οποία την πλειοψηφία έχουν οι Ρεπουμπλικανοί, ενδέχεται να μην είναι τόσο ρόδινα για τον Ομπάμα.
Μπορεί ο πρόεδρος να απέσπασε την υποστήριξη του ρεπουμπλικανού προέδρου της Βουλής, Τζον Μπένερ, αλλά και του επικεφαλής της κοινοβουλευτικής ομάδας των Ρεπουμπλικανών του Σώματος, Ερικ Κάντορ, όσον αφορά την επέμβαση στη Συρία, ένα πράγμα όμως είναι δεδομένο: η Βουλή των Αντιπροσώπων δεν «αγαπάει» τον Ομπάμα. Οσο και να προσπαθεί ο ίδιος να κάνει επίκληση στο φιλοπόλεμο συναίσθημα των «γερακιών» του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος, κάποιοι θα θελήσουν να του κάνουν τη ζωή δύσκολη. Στην περίπτωση που ο Ομπάμα αποσπάσει την υποστήριξη του ενός εκ των δύο Σωμάτων, είναι πιθανό να προχωρήσει στην επέμβαση αλλά με περιορισμένη νομιμοποίηση από το Κογκρέσο, με όλες τις δυσκολίες που αυτό θα σημαίνει για το υπόλοιπο της προεδρίας του.
Το τρίτο και χειρότερο σενάριο για τον Ομπάμα θα είναι να μην καταφέρει να πείσει κανένα από τα δύο Σώματα του Κογκρέσου. Τότε οι εναλλακτικές για τον αμερικανό πρόεδρο είναι δύο: είτε να παρακάμψει το Κογκρέσο και να προχωρήσει στην επέμβαση στη Συρία είτε να αποφασίσει κατά της στρατιωτικής δράσης επικαλούμενος τη βούληση των νομοθετικών σωμάτων. Αν παρακάμψει το Κογκρέσο, όπως ήδη έχει διαβεβαιώσει ότι έχει το δικαίωμα να κάνει ο αμερικανός υπουργός Εξωτερικών Τζον Κέρι, ο Ομπάμα θα προχωρήσει μόνος του σε μια αντιδημοφιλή επέμβαση στο εξωτερικό και θα χρεωθεί οποιαδήποτε αποτυχία.
Επίσης θα απολέσει την όποια διαπραγματευτική ισχύ τού έχει απομείνει με το Κογκρέσο σε κρίσιμα ζητήματα όπως το όριο δανεισμού, τα δημοσιονομικά και το μεταναστευτικό. Αν από την άλλη αποφασίσει να μην προχωρήσει στην επέμβαση, η αξιοπιστία των ΗΠΑ σε διεθνές επίπεδο θα δεχθεί σοβαρό πλήγμα, όπως και η ικανότητα της αμερικανικής κυβέρνησης να βάζει στη θέση τους τούς «κακούς» του πλανήτη. Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα, με απλά λόγια.
Τα επιχειρήματά τους για την επέμβαση αναπτύσσουν οι ειδικοί για τη διεθνή ασφάλεια Γκρεγκ Κόμπλεντζ και για θέματα Μέσης Ανατολής Ααρον Ντέιβιντ Μίλερ «Ναι, πρέπει να τιμωρηθεί ο Ασαντ για τη χρήση χημικών όπλων»
Ο
Γκρεγκ Κόμπλεντζ, ειδικός σε θέματα όπλων μαζικής καταστροφής, διεθνούς ασφάλειας και τρομοκρατίας στο Πανεπιστήμιο Τζορτζ Μέισον των Ηνωμένων Πολιτειών, υποστηρίζει μιλώντας στο «Βήμα» ότι η επέμβαση κατά της Συρίας είναι απόλυτα δικαιολογημένη και απαραίτητη.
«Η χρήση χημικών όπλων από τον πρόεδρο Μπασάρ αλ Ασαντ, που είχε ως αποτέλεσμα περισσότερους από 1.400 νεκρούς, δεν ήταν απλά παραβίαση της «κόκκινης γραμμής» του Μπαράκ Ομπάμα αλλά παραβίαση του διεθνούς δικαίου και κανόνων που απαγορεύουν τη χρήση αυτών των αποτρόπαιων όπλων. Οι επιθέσεις με χημικά όπλα είναι ένα βάρβαρο έγκλημα πολέμου που απαγορεύεται από το Πρωτόκολλο της Γενεύης του 1925, το οποίο έχει υπογράψει και η Συρία.
Για τη διεθνή κοινότητα το να μην απαντήσει με αποφασιστικότητα σε αυτό σημαίνει ότι θα έδινε την άδεια στον Ασαντ να δρα σε καθεστώς ατιμωρησίας και να εξαπολύσει περισσότερες επιθέσεις με χημικά όπλα στο μέλλον. Επιπλέον η μη δράση στην περίπτωση της Συρίας θα έκανε ανεπανόρθωτη ζημιά στην ικανότητα των ΗΠΑ και των συμμάχων τους να αποτρέψουν τη χρήση χημικών όπλων στο μέλλον.
Τα στοιχεία που παρουσιάζουν οι ΗΠΑ, η Βρετανία και η Γαλλία, σε συνδυασμό με πληροφορίες που αντλούνται από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης αλλά και την οργάνωση Γιατροί Χωρίς Σύνορα, αποδεικνύουν πέρα από κάθε αμφιβολία ότι η συριακή κυβέρνηση έκανε χρήση του σαρίν σε προάστια της Δαμασκού που ελέγχονταν από τους αντάρτες στις 21 Αυγούστου.
Μόνο η συριακή κυβέρνηση έχει πρόσβαση στο είδος των όπλων που χρησιμοποιήθηκαν στην επίθεση. Δεν υπάρχει κανένα αξιόπιστο στοιχείο που να δείχνει ότι οι αντάρτες μπορούσαν να είχαν διεξαγάγει ή προσποιηθεί μια τόσο μεγάλη και καταστροφική επίθεση με χημικά.
Το συμπέρασμα δεν βασίζεται μόνο σε έναν τύπο στοιχείων, όπως συνέβη με τις πληροφορίες για τα όπλα μαζικής καταστροφής του Ιράκ το 2003, αλλά σε πολλές ανεξάρτητες πηγές πληροφοριών που η μία ενισχύει την άλλη. Ολα αυτά μειώνουν τις πιθανότητες να μιλάμε για λάθος πληροφορίες, όπως συνέβη το 2003.
Ο πρόεδρος Ομπάμα και ο υπουργός Εξωτερικών Τζον Κέρι έχουν ήδη δηλώσει ότι η στρατιωτική δράση θα είναι περιορισμένη. Οι επιθέσεις θα στοχεύουν στην ικανότητα της Συρίας να εξαπολύει χημικές επιθέσεις, δηλαδή τις εγκαταστάσεις ελέγχου. Αυτό θα είναι μόνο το πρώτο βήμα. Οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους θα πρέπει να επιδιώξουν μια πολιτικοστρατιωτική στρατηγική προκειμένου ο Ασαντ να λογοδοτήσει για τις πράξεις του. Νομικά και οικονομικά μέτρα θα πρέπει να επιβληθούν σε όλους όσοι συμμετείχαν στην κατασκευή και χρήση των χημικών όπλων, συμπεριλαμβανομένων των διεθνών προμηθευτών, από τους οποίους εξαρτάται το πρόγραμμα της Συρίας».
Λύση τύπου «το μη χείρον βέλτιστον» χαρακτηρίζει μιλώντας στο «Βήμα» την πιθανότητα μιας περιορισμένης επίθεσης στη Συρία ο Ααρον Ντέιβιντ Μίλερ, ειδικός σε θέματα Μέσης Ανατολής, αναλυτής στο Woodrow Wilson Center της Ουάσιγκτον και σύμβουλος έξι αμερικανών υπουργών Εξωτερικών.
«Ο πρόεδρος Ομπάμα έχει τρεις επιλογές: να μην κάνει κάτι, να κάνει πάρα πολλά ή να επιλέξει τη μεσαία λύση. Η πρώτη επιλογή είναι αδιανόητη καθώς μιλάμε για τη μεγαλύτερη χρήση χημικών όπλων έπειτα από εκείνη του Ιράκ το 1988. Η δεύτερη επιλογή, δηλαδή να κάνει πάρα πολλά, είναι πολύ επικίνδυνη, ειδικά μετά την εμπειρία του Ιράκ και του Αφγανιστάν. Γι’ αυτό ο πρόεδρος ακολουθεί τη μεσαία λύση, η οποία είναι ένα περιορισμένο χτύπημα, το οποίο ωστόσο θα είναι πιο σκληρό και δριμύ από ό,τι φαντάζεται ο κόσμος.
Δεν είναι σχεδιασμένο για να αλλάξει το καθεστώς ή την τροχιά της μάχης αλλά είναι σχεδιασμένο για να αντιμετωπίσει ένα πολύ συγκεκριμένο ζήτημα: να αποτρέψει τη χρήση χημικών όπλων στο μέλλον και να καταφέρει ισχυρό πλήγμα στην ικανότητα του καθεστώτος να χρησιμοποιεί χημικά όπλα. Πρόκειται για τη λιγότερο ανεπιθύμητη επιλογή. Αν η φύση του χτυπήματος είναι πράγματι περιορισμένη, αμφιβάλλω ότι θα επηρεάσει τις ισορροπίες του πολέμου και σίγουρα δεν θα επηρεάσει την ισορροπία δυνάμεων στην περιοχή. Ούτε πιστεύω ότι η άμεση αντίδραση σε αυτό το χτύπημα θα πυροδοτήσει ή θα οδηγήσει σε περιφερειακό πόλεμο.
Ο Ομπάμα θα προσπαθήσει να αποφύγει τη χερσαία επέμβαση γιατί οι εμπειρίες από το Ιράκ και το Αφγανιστάν είναι πολύ δυσάρεστες. Αλλά δεν μπορούμε να συγκρίνουμε την περίπτωση της Συρίας με εκείνη της Λιβύης για παράδειγμα. Το αποτέλεσμα της νατοϊκής επέμβασης στη Λιβύη ήταν καλοδεχούμενο ως έναν βαθμό, αλλά μιλάμε για μια χώρα στο μέγεθος της Πολιτείας της Αλάσκας με έξι εκατομμύρια ανθρώπους, χωρίς χημικά όπλα, χωρίς αξιόπιστους συμμάχους και χωρίς σημαντική αντιπυραυλική άμυνα.
Στη Συρία έχουμε μια ριζικά διαφορετική περίπτωση. Εχουμε μια χώρα 23 εκατομμυρίων κατοίκων που βρίσκονται σε έναν αιματηρό εμφύλιο, μια χώρα με σημαντικούς συμμάχους: τη Ρωσία, το Ιράν, τη Χεζμπολάχ. Εχουν ένα τεράστιο οπλοστάσιο χημικών όπλων και ένα αποτελεσματικό αντιαεροπορικό σύστημα. Στη Λιβύη χρειάστηκαν οκτώ μήνες για να απομακρύνουν τον Καντάφι. Και δείτε το αποτέλεσμα: ο Καντάφι έφυγε αλλά η Λιβύη ταλανίζεται από εσωτερικές διαμάχες και έλλειψη κεντρικής εξουσίας.
Στη Συρία έχουμε μια ακόμη πιο περίπλοκη κατάσταση. Το πρόβλημα με τη Συρία στη μετά Ασαντ εποχή είναι ότι κανείς δεν θα αναλάβει τον έλεγχο της χώρας.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ