Το ανακάλυψαν αισίως και στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Η μονογλωσσία είναι ο αναλφαβητισμός του 21ου αιώνα. Και ενώ οι έλληνες αρμόδιοι ερίζουν για τις συνέπειες της μείωσης στις ώρες διδασκαλίας των ξένων γλωσσών στη δημόσια εκπαίδευση που φέρνει η πρόσφατη, κατά πολλούς «αλλοπρόσαλλη», εκπαιδευτική μεταρρύθμιση (μιλούν σχεδόν για εξάλειψη της δεύτερης ξένης γλώσσας στο λύκειο, με τους καθηγητές, ιδιαίτερα της γαλλικής και της γερμανικής, να πνέουν ήδη μένεα) οι μέχρι πρότινος «απομονωμένες» ΗΠΑ ανακαλύπτουν τον χρυσό. Διακηρύσσουν ότι αν δεν γνωρίζεις καμία άλλη γλώσσα πέραν της μητρικής σου, δεν μπορείς να διεκδικείς θέση. Οχι απλώς στην αγορά εργασίας, αλλά στον πλανήτη και στη δαιδαλώδη πολυπολιτισμικότητά του.
Οπως επισημαίνει σε πρόσφατο τεύχος του (της 29ης Ιουλίου) το «Time» σε άρθρο με τίτλο «H δύναμη του δίγλωσσου εγκεφάλου», ακόμη και οι επαναπαυμένοι Αμερικανοί (καθ’ ότι ο γλωσσικός ηγεμονισμός της αγγλικής παραμένει αδιαμφισβήτητος, αν και, κατά τους γλωσσολόγους, επικίνδυνος) άρχισαν πλέον να ενδίδουν στα πλεονεκτήματα της γλωσσομάθειας. Κάποιοι επιμένουν ότι πίσω από όλα ελλοχεύει ο βαρύς κινεζικός δάκτυλος που κινεί πλέον όλα τα επιχειρηματικά νήματα.
Οι κινέζες νταντάδες είναι εδώ και κάμποσα χρόνια η αγαπημένη εμμονή της νεοϋορκέζικης ελίτ (μια εκδυτικοποιημένη γκουβερνάντα από τη Σανγκάη βάζει πλέον στην τσέπη 100.000 δολάρια ετησίως). Εξάλλου, το 2011 τα αμερικανικά media διαφήμιζαν τις γνώσεις της κινεζικής της πρώτης μικρής κυρίας των ΗΠΑ Σάσα Ομπάμα. Σημειωτέον ότι η εννιάχρονη ακόμη τότε θυγατέρα του πλανητάρχη είχε την ευκαιρία να κάνει πρακτική με τον ίδιο τον κινέζο πρόεδρο Γουέν Τζιαμπάο που είχε επισκεφτεί την περίοδο εκείνη την Ουάσιγκτον. Στο πλαίσιο της έρευνας για το βιβλίο του «Το μανιφέστο της χαρούμενης παιδικής ηλικίας» ο καναδός δημοσιογράφος Καρλ Ονορέ θα σκοντάψει, μεταξύ άλλων, σε μια μητέρα που ζει στη Νέα Υόρκη και έχει προσλάβει για το μωρό της ταυτοχρόνως τρεις νταντάδες: μία που μιλάει ισπανικά;;;;;;;;, μία που μιλάει κινεζικά και μία που μιλάει ισπανικά;;;;;;;. Φιλοδοξία της μητέρας είναι μέχρι να κλείσει τα πέντε η θυγατέρα της να γίνει τρίγλωσση. «To πιο πιθανό από όλα είναι το παιδί να κάνει ψυχοθεραπεία» θα σχολιάσει με ένα πικρό μειδίαμα ο ίδιος ο Ονορέ.
Οταν οι Αμερικανοί έμαθαν ξένες γλώσσες Σύμφωνα πάντα με το «Time», ένας σημαντικός αριθμός δημοτικών σχολείων σε παντελώς άνυδρες (από πάσης απόψεως) Πολιτείες όπως η Γιούτα, συμμετέχουν στο πιο φιλόδοξο από καταβολής κόσμου πρόγραμμα ενσωμάτωσης των ξένων γλωσσών στο αμερικανικό εκπαιδευτικό σύστημα (όταν ξεκίνησε το 2009 η εν λόγω Πολιτεία πήρε μέρος με 1.400 μαθητές από 25 σχολεία, ενώ αυτό το φθινόπωρο 20.000 μαθητές από 100 σχολεία λένε χαρωπά τραγουδάκια και παραμύθια στα γαλλικά, στα ισπανικά, στα μανδαρινικά κινεζικά και πολύ σύντομα στα πορτογαλικά). Ο ζήλος των γονέων είναι βεβαίως μεγάλος, ενίοτε υπέρμετρος, καθώς οι θέσεις είναι περιορισμένες και η επιλογή των τυχερών (που κάνουν την αίτησή τους online, πριν από το νηπιαγωγείο ή την πρώτη τάξη του δημοτικού) γίνεται με κλήρωση. Οπως επισημαίνεται από τον συντάκτη του αμερικανικού περιοδικού, ό,τι και να κάνει η Γιούτα φαίνεται να το κάνει καλά καθώς αξιωματούχοι από 22 ακόμη Πολιτείες πετάγονται κάθε τόσο να ρίξουν μια ματιά στο πρόγραμμα, σχεδόν πεπεισμένοι ότι αργά ή γρήγορα πρέπει και οι ίδιοι να το υιοθετήσουν.
Δίχρονα – δίγλωσσα Υπάρχουν βέβαια και οι ειδικοί (γνωσιακοί νευροεπιστήμονες, αναπτυξιακοί ψυχολόγοι κ.ά.) που αποδίδουν αυτή την αμερικανική στροφή σε μια όψιμη συνειδητοποίηση. Οι Αμερικανοί φαίνονται επιτέλους διατεθειμένοι να εξαργυρώσουν το εύπλαστον του βρεφικού και παιδικού εγκεφάλου όσον αφορά τη γλωσσομάθεια. Αξιοσημείωτη είναι η σταθερή μετατόπιση του επιστημονικού ενδιαφέροντος στο ίδιο το έμβρυο. Πρόσφατα πειράματα σε γυναίκες που βρίσκονται στο τρίμηνο της κύησης –στάδιο κατά το οποίο θεωρείται ότι ενεργοποιούνται τα τμήματα του εγκεφάλου του εμβρύου που σχετίζονται με την επεξεργασία του ήχου- καταδεικνύουν ότι τα μωρά θυμούνται λέξεις που άκουσαν ως έμβρυα. Οι θεωρίες αυτές, βέβαια, δεν ξεκίνησαν να ευδοκιμούν μόλις τώρα. Ηδη από τα τέλη της δεκαετίας του ’80 (όταν εμφανίστηκαν οι πρώτες μελέτες που φέρουν τα νεογέννητα να αναγνωρίζουν τραγούδια και ήχους του περιβάλλοντος που άκουγαν ως έμβρυα μέσα στην κοιλιά της μαμάς τους ή να επιδεικνύουν μεγαλύτερη εξοικείωση με τους ήχους της γλώσσας των γονέων τους) πυροδοτήθηκε, ιδιαίτερα στους μη αγγλόφωνους πληθυσμούς, το πρώτο κύμα μαζικής υστερίας με την πολυγλωσσία: new age έγκυες ακούν στη διαπασών CD με τίτλους «Βaby Mozart» και «Baby Coldplay», δίχρονα εξαναγκάζονται να παίξουν με δίγλωσσα παιχνίδια, κινεζάκια υποβάλλονται σε επώδυνες επεμβάσεις στη γλώσσα για τη διασφάλιση της αψεγάδιαστης αγγλικής προσφοράς κ.ο.κ. Οσο για τους Ελληνες (πρώτοι σταθερά στην Ευρωπαϊκή Ενωση σε επίπεδο γλωσσομάθειας) ακόμη και σήμερα στους πλέον χαλεπούς οικονομικά και κοινωνικά καιρούς δεν έχουν πάψει να εκφράζουν (ενίοτε εμμονικά) τη σχέση τους με τις ξένες γλώσσες.
Οι γονείς που «πνίγουν» τα παιδιά τους Οπως επισημαίνει στο ΒΗmagazino ο κ. Ιωάννης Κογκετσίδης, γραμματέας του Διδασκαλείου Ξένων Γλωσσών του Πανεπιστημίου Αθηνών (όπου από το 1931 παραδίδονται μαθήματα ξένων γλωσσών σε ενηλίκους, με πρώτη σήμερα σε ζήτηση την ισπανική, αλλά και την κινεζική και τη σουηδική να καταλαμβάνουν όλο και περισσότερο χώρο), οι έλληνες γονείς «πνίγουν» πολλές φορές τα παιδιά τους με υπερτροφικές, δυσανάλογες της ηλικίας τους, προσδοκίες: «Υποτίθεται, για παράδειγμα, ότι η αγγλομάθεια ενός κατόχου Proficiency του Μίσιγκαν είναι ίση με αυτή ενός αμερικανού πρωτοετούς φοιτητή. Πώς μπορεί αλήθεια ένας γονέας να έχει την απαίτηση από ένα 15χρονο παιδί να έχει τέτοιο επίπεδο γλωσσομάθειας;».
Ανάμεσα στα επιχειρήματα που επικαλούνται οι ειδικοί στις γλωσσικά αφυπνισμένες ΗΠΑ, η εκμάθηση μιας ξένης γλώσσας (πλην της μητρικής) συνιστά υψίστης σημασίας «προπόνηση» για τον εγκέφαλο, καθώς ασκούνται ο ιππόκαμπος (ο οποίος εμπλέκεται στην εκμάθηση νέων πραγμάτων, στη μνήμη και στον προσανατολισμό στον χώρο) και τρεις περιοχές του εγκεφαλικού φλοιού όπου λαμβάνουν χώρα οι διεργασίες της «υψηλής» νόησης. Είναι κάτι σαν αυτό που συμβαίνει με τους οδηγούς ταξί του Λονδίνου μετά την καταναγκαστική εκμάθηση και του πιο ανήλιαγου σοκακιού του βρετανικής πρωτεύουσας: εμφανίζουν αύξηση του όγκου του οπίσθιου ιππόκαμπου (της περιοχής που σχετίζεται με τη χωρική μάθηση). ‘Η σαν αυτό που συμβαίνει με τους βιολονίστες και άλλους μουσικούς, στους οποίους είναι σαφώς πιο αναπτυγμένες οι περιοχές του κινητικού φλοιού που σχετίζονται με την ταυτόχρονη κίνηση των δαχτύλων και των δύο χεριών. Μόνο που και εδώ, όπως και στους πολύγλωσσους, είναι δύσκολο να δεις τι είναι η αιτία και τι είναι το αποτέλεσμα. Οπως διερωτάται στο «Time» η ερευνητική ψυχολόγος Ελεν Μπιάλιστοκ από το Πανεπιστήμιο Γιορκ του Τορόντο: «Είναι η εκμάθηση που προκαλεί τις αλλαγές στον εγκέφαλο, είτε επιλέγεις να γίνεις οδηγός ταξί είτε μουσικός, ακριβώς επειδή διαθέτεις έναν εγκέφαλο που κλίνει προς αυτές τις δεξιότητες;».
«Οταν μαθαίνεις μία ή περισσότερες γλώσσες, έχεις μια άσκηση του εγκεφάλου σε περισσότερα εννοιολογικά σχήματα» εξηγεί στο ΒHmagazino ο καθηγητής της Γλωσσολογίας Γεώργιος Μπαμπινιώτης. «Γιατί όταν μαθαίνεις μια ξένη γλώσσα δεν μαθαίνεις απλώς άλλες λέξεις για τα ίδια πράγματα, αλλά έναν άλλο τρόπο προσπέλασης του κόσμου. Αυτό έχει άμεση σχέση με την καλλιέργεια της νόησης γιατί τελικά είναι η εισαγωγή σε μια άλλη οργάνωση, σύλληψη και έκφραση του κόσμου, σαν να μπαίνεις σε μια άλλη διαμόρφωση της πραγματικότητας». Πέρυσι το περιοδικό «Scientific American» επισήμανε ότι η γνώση μιας άλλης γλώσσας έχει επίδραση ακόμη και στη λήψη αποφάσεων. Γιατί στη μητρική σου είσαι συναισθηματικά πιο «βεβαρημένος». Είναι κάτι που είχε προσεγγιστεί παλαιότερα μέσα από δίγλωσσους συγγραφείς (ενδεικτικό παράδειγμα ο Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ), αλλά που τα τελευταία χρόνια έχει προσελκύσει το ενδιαφέρον των ψυχολόγων. Μια βρισιά, για παράδειγμα, σε μια γλώσσα που δεν είναι η μητρική σου μπορεί να εμπεριέχει λιγότερη συναισθηματική φόρτιση, να λειτουργεί σχεδόν απελευθερωτικά, αφού καλείσαι να υπηρετήσεις ένα άλλο εννοιολογικό σύστημα. «Η ξένη γλώσσα σού δημιουργεί μια αίσθηση μεγαλύτερης ασφάλειας και δύναμης γιατί υπό μια έννοια είναι μια μορφή εξουσίας» σημειώνει ο κ. Μπαμπινιώτης.
Ιδιαίτερη σημασία δίδεται από τους αμερικανούς ειδικούς και στα πλεονεκτήματα της πολυγλωσσίας για την τρίτη ηλικία καθώς βοηθώντας τον εγκέφαλο να κρατιέται σε μια κάποια φόρμα απομακρύνεις τον κίνδυνο πρόωρης εμφάνισης των συμπτωμάτων των διαφόρων εκφυλιστικών νόσων του εγκεφάλου (ειδικότερα για τη νόσο του Αλτσχάιμερ, οι δίγλωσσοι ή πολύγλωσσοι εκτιμάται ότι κερδίζουν 5,1 χρόνια διαύγειας). Οχι ότι άμα κάνεις ταχύρυθμα μαθήματα σανσκριτικής στα 70 σου, έχεις απομακρύνει από πάνω σου τον κίνδυνο της άνοιας. Ομως ένας ώριμος εγκέφαλος που «δουλεύει» περισσότερο παραμένει εκ των πραγμάτων περισσότερο χρόνο ενεργός.
Σημειωτέον ότι η γλωσσομάθεια δεν εξασκεί μόνο τον εγκέφαλο, αλλά και την ανεκτικότητα απέναντι στους «αλλόγλωσσους». «Η εκμάθηση σε καθιστά πιο «ανοιχτό»», υπογραμμίζει ο Γεώργιος Μπαμπινιώτης, «γιατί όσο περισσότερο γνωρίζεις έναν λαό μέσα από τη γλώσσα του, τόσο περισσότερο τον αποδέχεσαι. Και όταν προέρχεσαι από μια καλλιεργημένη γλώσσα, μια γλώσσα που έχει μια διαδρομή, όπως είναι η ελληνική, μπορείς να είσαι γλωσσικά υπερήφανος, δεν μπορείς όμως να είσαι γλωσσικά αλαζόνας». Στις ΗΠΑ, το «χωνευτήρι» του πλανήτη το ανακάλυψαν έστω και καθυστερημένα.
*Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 8 Σεπτεμβρίου 2013
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ