Πριν από χρόνια πολλοί αρέσκονταν να λένε ότι η λέξη φιλότιμο και αυτό που ακριβώς εκφράζει δεν υπάρχει σε άλλες γλώσσες πλην της ελληνικής, ότι ακόμα και η ακριβής μετάφρασή της συχνά απαιτούσε περιφραστική απόδοση. Ηταν ασφαλώς υπερβολές. Αλλά, από εκεί μέχρι την πλήρη εξαφάνιση όχι της λέξης αλλά της έννοιας όπως τη ζει σήμερα μια ολόκληρη χώρα, η απόσταση είναι τεράστια και, φυσικά, η υπερβολή πολύ μεγαλύτερη: γιατί πια, στην πολιτική τουλάχιστον έκφραση της χώρας, δεν φαίνεται να έχει απομείνει ίχνος από φιλότιμο…
Πώς αλλιώς μπορεί να ερμηνευθεί το γεγονός ότι ο κόσμος όλος ακούει χθες τη γερμανίδα καγκελάριο Ανγκελα Μέρκελ να λέει, για τις ανάγκες της επανεκλογής της φυσικά, ότι η Ελλάδα δεν θα έπρεπε ποτέ να έχει μπει στο ευρώ και ότι από αυτήν ξεκίνησαν όλα τα προβλήματα της ευρωζώνης; Πώς είναι δυνατόν οι ελληνικές ηγεσίες να ανέχονται κάτι τέτοιο, τόσο βαθειά προσβλητικό – όσο και απόλυτα ψευδές ως προς το σκέλος τουλάχιστον της γενίκευσης – για τη χώρα που υποτίθεται ότι υπηρετούν;
Με ποιο τρόπο αύριο ο πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς θα αντικρίσει την «ομόλογό» του γερμανίδα καγκελάριο έπειτα από αυτού του είδους την προσβολή για τη χώρα του, που, τέλος πάντων, ότι κι αν έχει κάνει, κι έχει κάνει πολλά η Ελλάδα εναντίον του εαυτού της, δεν έχει καταστρέψει και δύο φορές τον κόσμο… Το ίδιο ερώτημα ισχύει και για τον έτερο αρχηγό της κυβέρνησης, τον πρόεδρο του ΠαΣοΚ Ευάγγελο Βενιζέλο, που είναι και υπουργός των Εξωτερικών: πώς θα σταθεί απέναντι στον Βεστερβέλε; Πώς θα συναντηθεί ο θαυμαστής του υπουργού Σόιμπλε Γιάννης Στουρνάρας με εκείνον να «συζητήσει», πολλώ μάλλον να «διαπραγματευθεί» το οτιδήποτε; Ειδικά όταν ο νυν υπουργός Οικονομικών θα έπρεπε να νιώθει κάποια ιδιαίτερη ευαισθησία για εκείνη την περίοδο την οποία η ανώτατη γερμανική ηγεσία σήμερα αποκαλεί αιτία των δεινών της Ευρώπης;
Αλλά και τι κάνουν όλοι οι Ελληνες πρωθυπουργοί από το 2002 και έπειτα, με πρώτο τον Κώστα Σημίτη που σήμερα ουσιαστικά στοχοποιείται από το Βερολίνο για την ένταξη της Ελλάδας στο κοινό νόμισμα που επί των ημερών του έλαβε χώρα; Δεν νιώθει την ανάγκη να απαντήσει σε τίποτα ούτε ο ίδιος, ούτε οι διάδοχοί του, ο Καραμανλής, ο Παπανδρέου και οι άλλοι, αλλά ούτε οι καθ ύλη αρμόδιοι υπουργοί Οικονομικών που υπηρέτησαν από τότε μέχρι σήμερα; Ουδείς τους είχε την ανάγκη να αντιδράσει σε αυτό το ιταμό παραλήρημα της γερμανικής ηγεσίας;
Προφανώς και όχι. Αλλιώς, θα το είχαν πράξει. Ποιος ξέρει το γιατί; Φοβούνται; Αδρανούν; Νιώθουν ίσως και κάποιο είδος ενοχής για όλα αυτά που συμβαίνουν; Μήπως στο βάθος αισθάνονται ότι η γερμανίδα καγκελάριος μπορεί και να έχει δίκιο και απλώς δεν θέλουν να ξύνουν πληγές, απλώς προτιμούν τη σιωπή; Κανείς δεν ξέρει.
Όπως και να χει όμως, θα μπορούσαν όλοι αυτοί οι άνθρωποι, αφού φυσικά κάνουν πρώτα την αυτοκριτική τους, να αντιδράσουν τουλάχιστον κατά το σκέλος το οποίο αφορά τον ακραίο και επίσημο εξευτελισμό της χώρας από τη Γερμανία, ασφαλώς δε ως προς τη γενίκευση ευθυνών ανύπαρκτων και κατασκευασμένων, την ώρα που η καταστροφή δεν έρχεται από την κρίση του ελληνικού χρέους, αλλά από τον τρόπο που η Γερμανία τη χρησιμοποιεί συστηματικά για να χτίσει τη γερμανική Ευρώπη εις βάρος τόσων λαών και χωρών της Ενωσης – κάτι που έχουν πια καταλάβει οι πάντες, γι αυτό και ο υπουργός Σόιμπλε απολογείται πλέον συστηματικά ότι δήθεν δεν το πράττει το Βερολίνο, την ώρα ακριβώς που το πράττει.
Αλλά, προφανώς, σε μία χώρα χωρίς ντροπή, όλα αυτά δεν έχουν δυστυχώς καμία αξία. Κι ίσως γι αυτό, τελικά, είμαστε άξιοι της μοίρας μας…