Τι χρειάζεται η Ιστορία αν τα παραμύθια είναι περισσότερο δελεαστικά και πιστευτά; Προφανώς για να αποκοιμίζουν τους ανθρώπους. Ματαίως αρχαιολόγοι και ιστορικοί προσπαθούν αυτές τις ημέρες να αντιπαρατάξουν ιστορικές πηγές και γνώση αιώνων για τα γεγονότα που ακολούθησαν μετά τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου στη Βαβυλώνα το 323 π.Χ. ως την ταφή του, η οποία επ΄ ουδενί αναφέρεται ότι μπορεί να είχε γίνει στην Αμφίπολη. Από την Βόρεια Ελλάδα ως την Κρήτη και εν συνεχεία πέραν των ελληνικών συνόρων – ας είναι καλά το διαδίκτυο – βοά ο κόσμος, ότι σ΄ αυτόν τον εντυπωσιακό πράγματι, τύμβο της Αμφίπολης, που ανασκάπτεται τα τελευταία δύο χρόνια βρίσκεται θαμμένος ο Μέγας Αλέξανδρος. Από πού κι ως πού; Μα, ένας τόσο μεγάλος τύμβος μόνον έναν πολύ μεγάλο βασιλιά θα μπορούσε να κρύβει, είναι η αφελής απάντηση, η οποία μάλιστα γίνεται πιστευτή!
Ούτε η χλιαρή ανακοίνωση του υπουργείου Πολιτισμού έχει βάλει τα πράγματα στη θέση τους. «Το εύρημα της Αμφίπολης είναι οπωσδήποτε ιδιαίτερα σημαντικό, όμως πριν προχωρήσει η ανασκαφική έρευνα, οποιαδήποτε ερμηνεία και πολύ περισσότερο οποιαδήποτε ταύτιση με ιστορικά πρόσωπα στερείται επιστημονικής τεκμηρίωσης και είναι παρακινδυνευμένη», αναφέρει. Από τη μεριά της όμως η προϊσταμένη της ΚΗ΄ Εφορείας Αρχαιοτήτων και ανασκαφέας του τύμβου κυρία Αικατερίνη Περιστέρη μπορεί να μην έχει αναφερθεί ποτέ δημοσίως στον Μέγα Αλέξανδρο (σημειωτέον πέρυσι διαρρεόταν η πληροφορία ότι πρόκειται για τον τάφο της Ρωξάνης και του Αλέξανδρου Δ ΄) αλλά ούτε και εμφανίσθηκε να το διαψεύσει. Και από την άλλη οι αρχές της πόλης κάνουν ό,τι μπορούν για να συνδαυλίσουν την υπόθεση, προφανέστατα για λόγους, που ουδεμία σχέση έχουν με την αρχαιολογία και την ιστορία αλλά με την προσωπική προβολή.
Επί των γεγονότων τώρα: Ο τύμβος που αποκαλύπτεται στη θέση Καστά της Αμφίπολης διαθέτει κτιστό περίβολο εξαιρετικής κατασκευής, που φθάνει σε ύψος τριών μέτρων και αποτελείται από βάσεις, ορθοστάτες, ανωδομή και επιστέψεις από λευκό μάρμαρο της Θάσου. Η περιφέρεια του τύμβου είναι περί τα 500 μέτρα από τα οποία έχουν ανασκαφεί τα 405 ενώ η χρονολόγησή του ορίζεται στα τέλη του 4ου π.Χ. αιώνα. Στα μεταγενέστερα της κατασκευής του χρόνια όμως το μνημείο καταστράφηκε με αποτέλεσμα να έχουν χαθεί πολλά αρχιτεκτονικά μέλη του, κάποια από τα οποία εντοπίσθηκαν από την έρευνα της Εφορείας σπαρμένα στην περιοχή όπου βρίσκεται ο περίφημος Λέων της Αμφίπολης. Μία εκδοχή μάλιστα τον θέλει να ήταν τοποθετημένος στην κορυφή του χωμάτινου τύμβου. Ας σημειωθεί όμως ότι ο τύμβος της Αμφίπολης δεν είναι νέο «εύρημα», αντίθετα οι πρώτες ανασκαφές στη θέση Καστά είχαν αρχίσει στην δεκαετία του ’60 από τον αείμνηστο αρχαιολόγο Δ. Λαζαρίδη.
Το κυρίως ερώτημα, τι μπορεί να εμπεριέχει η τούμπα δεν μπορεί να απαντηθεί άμεσα, λόγω της πολύχρονης ανασκαφής που θα απαιτηθεί και αντίστοιχα ενός μεγάλου προϋπολογισμού σε εποχές ισχνών αγελάδων. Σε κάθε περίπτωση όμως, σοβαροί αρχαιολόγοι και γνώστες της μακεδονικής γης υποστηρίζουν, ότι ναι μεν το μνημείο είναι σημαντικό, όχι όμως, ουδεμία έχει σχέση με τον Μέγα Αλέξανδρο.
Σύμφωνα με τις αρχαίες πηγές δύο χρόνια μετά τον θάνατο του Αλέξανδρου – διάστημα κατά το οποίο εκείνος είχε ταριχευθεί ενώ ταυτόχρονα κατασκευαζόταν η πολύτιμη, χρυσή αρμάμαξα για την μεταφορά του – άρχισε η πορεία από τη Βαβυλώνα προς το μαντείο του Αμμωνα, όπως θεωρείται ότι ήταν η επιθυμία του. Την άμαξα ακολουθούσε και προστάτευε στρατιωτική φρουρά αλλά και μεγάλη τεχνιτών είτε για να ανοίγουν δρόμους είτε για να επισκευάζουν την κατασκευή.
Κατά τον Διόδωρο όμως στα σύνορα Συρίας και Αιγύπτου συνάντησε την πομπή ο Πτολεμαίος και «έκλεψε» τη σορό, την οποία και μετέφερε στην Αλεξάνδρεια θέλοντας να ισχυροποιήσει έτσι τη θέση του στην περιοχή αυτή ιδρύοντας ένα ανεξάρτητο βασίλειο. Γιατί αν ο Περδίκκας είχε το δακτυλίδι του Αλέξανδρου εκείνος είχε τον ίδιο! Σύμφωνα με τον Κούρτιο εξάλλου η σορός του Αλέξανδρου δεν μεταφέρθηκε κατ΄ ευθείαν στην Αλεξάνδρεια αλλά πρώτα στην Μέμφιδα ώσπου να κατασκευαστεί το λαμπρό τέμενος που θα την φιλοξενούσε. Πρόκειται για το μεγαλοπρεπές μαυσωλείο, που έμεινε γνωστό στην Αλεξάνδρεια ως «Σώμα» ή «Σήμα».
Πολλοί ήταν οι γνωστοί άνδρες που επισκέφθηκαν το μαυσωλείο στη συνέχεια, μεταξύ των οποίων ο Iούλιος Καίσαρας το 45 π.Χ. σύμφωνα με μαρτυρίες του Σουετόνιου και του Λουκιανού (λέγεται ότι έσπασε ένα κομμάτι τής μύτης τού νεκρού ήταν πήγε να τον αγγίξει), ενώ ο Αύγουστος κατέθεσε στεφάνι μετά την νίκη του κατά του Μάρκου Αντώνιου και της Κλεοπάτρας στο Ακτιο το 31 π.Χ. και την κατάκτηση της Αλεξάνδρειας το 30 π.Χ. Αναφέρεται μάλιστα ότι, όταν οι οδηγοί του θέλησαν να τον πάνε και στους τάφους της Πτολεμαϊκής Δυναστείας, εκείνος απάντησε πως «Ηρθα να δω έναν βασιλιά και όχι νεκρούς». Λίγο νωρίτερα πάντως η Κλεοπάτρα είχε αφαιρέσει μεγάλη ποσότητα χρυσού από τον τάφο, προκειμένου να τον χρησιμοποιήσει για τις ανάγκες του πολέμου της εναντίον της Ρώμης. Και νωρίτερα αυτής ακόμη, ένας άλλος Πτολεμαίος, ο επονομαζόμενος Παρείσακτος ή Κόκκης (107-68 πΧ) είχε αντικαταστήσει το χρυσό φέρετρο με γυάλινο.
Πολλές ακόμη αναφορές υπάρχουν για τον τάφο του Μεγάλου Αλεξάνδρου στην Αλεξάνδρεια, οι οποίες σταματούν ωστόσο απότομα στα τέλη του 4ου μ.Χ. αιώνα, όταν στην μεγάλη επίθεση των χριστιανών της πόλης υπό τον πατριάρχη Θεόφιλο εναντίον των εθνικών ισοπεδώθηκαν το Σεράπειον, το Μουσείον και η Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας ενώ το μαυσωλείο «εξαφανίσθηκε» μέσα στα χαλάσματα… Λίγο αργότερα έτσι ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος θα μπορούσε να πει με ειρωνεία το περίφημο «Πού γαρ, ειπέ μοι, το Σήμα Αλεξάνδρου;».
Εκτοτε ο τάφος του Μεγάλου Αλεξάνδρου αναζητείται στα πιο πιθανά αλλά και απίθανα μέρη. Από την έρημο Σίουα της Αιγύπτου (όπου η χώρα έγινε διεθνώς ρεζίλι εξ αιτίας ελληνίδας αρχαιολόγου που ισχυριζόταν ότι είχε βρει τον Αλέξανδρο) ως τη Βενετία στον ναό του Αγίου Μάρκου κι από εκεί ως το Ουζμπεκιστάν ή και ως την Αυστραλία. Κατόπιν αυτών φυσικά, γιατί όχι στην Αμφίπολη, ίσως αναρωτηθούν κάποιοι, μόνον που η πιθανότητα μιας επικείμενης γελοιοποίησης – στο κάτω – κάτω μπορεί ο τύμβος να είναι απλώς …κενός – καλόν θα είναι να βρίσκεται στο μυαλό καθενός.