Την τελευταία 25ετία οι εισηγμένες επιχειρήσεις στο Χρηματιστήριο Αθηνών υπερτριπλασιάστηκαν, ενώ αντλώντας πάνω από 50 δισ. ευρώ μια νέα γενιά επιχειρηματιών αναδύθηκε στην επιχειρηματική ζωή του τόπου. Οι μεγάλες κρίσεις αλλά και οι «φούσκες» ανέδειξαν νέα τζάκια και οδήγησαν άλλα στον αφανισμό, αν και παραδοσιακές οικογένειες παρέμειναν στο προσκήνιο. Για την αγορά, όπως η προηγούμενη φάση ριζικού μετασχηματισμού της ελληνικής οικονομίας και του πολιτικού συστήματος τη δεκαετία του ’80 σημαδεύτηκε από μεγάλες κοινωνικές αλλαγές και από την ανάδειξη των «νέων τζακιών» που έμελλε να διαδραματίσουν πρωταγωνιστικό ρόλο στις πολιτικές, οικονομικές και επιχειρηματικές εξελίξεις, κάτι ανάλογο θα μπορούσε να συμβεί και στην παρούσα φάση.
Η κρίση, λένε ορισμένοι, οδηγεί σε αναδιάταξη του πολιτικού χάρτη, ενώ η αναζήτηση ενός νέου μοντέλου οικονομικής ανάπτυξης με γνώμονα την εξωστρέφεια αναμένεται να μεταβάλει τα επόμενα χρόνια και τις επιχειρηματικές ισορροπίες αποδυναμώνοντας ενδεχομένως τα παραδοσιακά τζάκια που ήταν άμεσα συνδεδεμένα με την επιχειρηματική πίτα που μοίραζε το Δημόσιο. Οσο η πίτα που μοιράζει το κράτος περιορίζεται τόσο οι επιχειρηματίες αυτοί πρέπει να αναζητήσουν άλλες διεξόδους για την ανάπτυξή τους.
Οσο η οικονομία παραπαίει τόσο οι διεργασίες αναδιάρθρωσης θα συνεχίζονται, ενώ η επίλυση (κάποτε) του ελληνικού «δράματος» θα αναδείξει τα νέα κέντρα ισχύος που θα διεκδικήσουν τον ρόλο τους στη νέα εποχή.
Με την κρίση ρευστότητας και την ύφεση στο απόγειό τους, το μέλλον για πολλές εταιρείες κρινόταν το τελευταίο διάστημα στις δικαστικές αίθουσες των πρωτοδικείων που ασφυκτιούσαν από αιτήματα πτώχευσης και υπαγωγής στο άρθρο 99.
Ρόλο-κλειδί πάντως στη νέα εποχή θα διαδραματίσουν οι τράπεζες καθώς ο τραπεζικός δανεισμός μόνο των εισηγμένων εταιρειών ξεπερνά τα 43 δισ. ευρώ καθιστώντας τα τραπεζικά ιδρύματα πολλές φορές μεγαλομετόχους των εταιρειών που πνίγονται στα χρέη. Οι τράπεζες, όπως αναφέρεται στην αγορά, δεν έχουν ακόμη αποφασίσει «σε ποιες εταιρείες θα τραβήξουν την πρίζα και σε ποιες όχι». Την ίδια ώρα, με το χρηματοδοτικό κενό ανάμεσα στις καταθέσεις και στις χορηγήσεις των τραπεζών να φθάνει σήμερα τα 80 δισ. ευρώ, δύσκολα μπορούν να βελτιωθούν οι συνθήκες χρηματοδότησης, οι οποίες παραμένουν ιδιαίτερα σφιχτές και ακριβές για τις εγχώριες επιχειρήσεις.
Σήμερα πάντως το πρώτο θέμα που απασχολεί τις επιχειρήσεις είναι η επιβίωση. Οσες επιβιώσουν δεν αποκλείεται να είναι οι «νικητές της επόμενης ημέρας». Εξάλλου μόνο την τριετία 2010-2012 σημείωσαν ιστορικές ζημιές, οι οποίες σωρευτικά ξεπερνούν τα 56 δισ. ευρώ, ποσό που αντιπροσωπεύει το 30% του ΑΕΠ της χώρας.
Σε ένα δύσκολο οικονομικό περιβάλλον, αφού οι τράπεζες όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και σε ολόκληρη την Ευρώπη θα πρέπει να φτιάξουν τους ισολογισμούς τους περιορίζοντας τα δάνεια, οι επιχειρήσεις που θα βελτιώσουν τη σχέση ξένων προς ίδια κεφάλαια περιορίζοντας τον δανεισμό τους έχουν τον πρώτο λόγο για την επόμενη ημέρα.
Παράλληλα όσες ελληνικές επιχειρήσεις διαθέτουν όσο το δυνατόν ελεγχόμενη χρηματοοικονομική εικόνα και ένα καλό προϊόν που μπορεί να πουληθεί στο εξωτερικό θα είναι αυτές που θα σημειώσουν και τους ισχυρότερους ρυθμούς ανάπτυξης τα επόμενα χρόνια. Στο Χρηματιστήριο υπάρχουν π.χ. σήμερα 25 εταιρείες τα έσοδα των οποίων προέρχονται κατά περισσότερο από 70% από το εξωτερικό, ενώ συνολικά οι εξαγωγικές επιχειρήσεις από το 2008 μέσα στα χρόνια της μεγάλης ύφεσης σημειώνουν μέση ετήσια αύξηση πωλήσεων στο εξωτερικό κατά 8%.
Η αναδιάρθρωση του χαρτοφυλακίου δανείων των τραπεζών με στόχο την απεμπλοκή από junk (σκουπίδια) δάνεια μπορεί να επηρεάσει επίσης καταλυτικά και τις επιχειρήσεις καθώς δεν αποκλείεται διεθνή funds (private equity ή distressed assets και including loans) να εκμεταλλευθούν τις ευκαιρίες που παρουσιάζουν τα προβληματικά ενεργητικά των ελληνικών τραπεζών προχωρώντας στα αποκαλούμενα ντιλ χρεοκοπίας.
Στην τελευταία περίπτωση είναι πιθανόν να δούμε και επιλεκτικές πωλήσεις κομματιών του προβληματικού χαρτοφυλακίου των τραπεζών σε πολύ χαμηλότερες τιμές από την τιμή κρίσης (20 σεντς ανά ευρώ) ή ακόμη και write offs (διαγραφές).
Οι αξίες στο Χρηματιστήριο
Παρά το γεγονός ότι οι ελληνικές μετοχές βίωσαν την τελευταία 20ετία δύο από τις χειρότερες καταρρεύσεις της Ιστορίας, εν τούτοις η συνολική αξία των εταιρειών έχει πολλαπλασιαστεί. Το 1983, λ.χ., η συνολική κεφαλαιοποίηση των εισηγμένων κυμαινόταν στα 278,7 εκατ. ευρώ, ενώ το 1989, αν στα παραδοσιακά blue chips η κεφαλαιοποίηση κυμαινόταν στα 120-150 εκατ. ευρώ, η «περιφέρεια» βρισκόταν στα 800.000 ευρώ. Σήμερα η αξία των εισηγμένων κυμαίνεται στα 60 δισ. ευρώ. Στο ιστορικό ρεκόρ του ΧΑ στις 17.9.2004 η αξία των εισηγμένων εκτινάχθηκε στα 212,77 δισ. ευρώ. Η πτώση που ακολούθησε ολοκληρώθηκε στο -77% στις 31.3.2003 και οδήγησε σε απώλειες 158 δισ. ευρώ. Η άνοδος που ακολούθησε ως την περίοδο των εκλογών, προτού η χώρα μπει στην περιπέτεια του μνημονίου, έφερε κέρδη 263% στις αξίες των μετοχών.
Η καταστροφή του μνημονίου
Με τη χώρα ένα βήμα πριν από το μνημόνιο και με τον φόβο της εξόδου από το ευρώ οι ξένοι επενδυτές στο χρηματιστήριο της Αθήνας προχώρησαν σε μαζικές πωλήσεις ελληνικών μετοχών. Από το υψηλό του γενικού δείκτη στις 31.10.2007 ως το χαμηλό στις 5.6.2012 η πτώση κυμάνθηκε στο 91% και θεωρείται η μεγαλύτερη κατάρρευση των ελληνικών μετοχών. Είναι χαρακτηριστικό ότι η αξία της Εθνικής υποχώρησε κατά 21,95 δισ. ευρώ, της Eurobank κατά 11,8 δισ. ευρώ, της Alpha Bank κατά 10 δισ. ευρώ, της Coca-Cola HBC κατά 5,7 δισ. ευρώ, της Πειραιώς κατά 9,1 δισ. ευρώ, του ΟΠΑΠ κατά 7,7 δισ. ευρώ, της Κύπρου κατά 7,1 δισ. ευρώ, της ΔΕΗ κατά 6,2 δισ. ευρώ, της MIG κατά 5,2 δισ. ευρώ, κτλ.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ