Συχνά διαπιστώνουμε τη σύγχυση που υπάρχει, όχι μόνο στο πλατύ κοινό αλλά και στους ίδιους τους μουσικολόγους, τους μουσικούς και τους δημοσιογράφους, σχετικά με τη χρήση –και την κατάχρηση –των όρων παραδοσιακό, δημοτικό, λαϊκό, αυθεντικό, φολκλορικό και έθνικ.
Πρωταρχική πηγή και σημείο αναφοράς παραμένει πάντοτε η λαϊκή μουσική παράδοση, η οποία, για να εκτιμηθεί, πρέπει να ορίζεται σε τόπο, χρόνο και κοινωνική ομάδα και όχι ν’ αντιμετωπίζεται γενικά και αόριστα σαν ένα τυποποιημένο μουσειακό αντικείμενο-προϊόν μουσικής αρχαιολογικής ανασκαφής! Είναι σαν ένας ζωντανός οργανισμός που εξελίσσεται, παρακολουθώντας τη δυναμική της ομάδας με την οποία συνδέεται. Το λαϊκό είναι η πηγή και το ποτάμι κι όχι τα μπουκάλια με το εμφιαλωμένο νερό! Είναι και πρέπει να παραμένει κοινόχρηστο αγαθό κι όχι καταναλωτικό προϊόν! Αποτελεί για κάθε ομάδα σύμβολο ταυτότητας, κώδικα έκφρασης κι επικοινωνίας, κιβωτό της συλλογικής μνήμης και μέτρο της δημιουργικής της ικανότητας.
Με αυτή την έννοια, η λαϊκή παραδοσιακή μουσική, το τραγούδι και ο χορός δεν μπορούν να θεωρηθούν ξεκομμένα από τον χώρο, την εποχή, τους ανθρώπους και τις συνθήκες επιτέλεσής τους. Συχνά μάλιστα συνδέονται άμεσα με έθιμα και τελετουργίες, σοφά τοποθετημένα στον ετήσιο κύκλο και στον κύκλο ζωής των μελών της κοινότητας.
Η λαϊκή παράδοση δεν επιδέχεται μόνον αισθητικά κριτήρια «εκτέλεσης» ή «ερμηνείας» (όπως συμβαίνει με τη λόγια-«κλασική» μουσική της Δύσης), αλλά –ως ζωή –προϋποθέτει μια σχέση βιωματική, συμβολική που συνδέεται άμεσα με την κοινωνική «επιτέλεση». Μόνο τότε ο «άλλος», ο «ξένος» (ο σημερινός θεατής ή ακροατής) επικοινωνεί με το ύφος και το ήθος της, κοινωνεί τον «πολιτισμό» της και συν-κινείται, εκφράζοντας τις δικές του σύγχρονες ανάγκες για επικοινωνία.
Ομως, είναι συχνό φαινόμενο, ιδιαιτέρως τις μεταπολεμικές δεκαετίες της έντονης αστικοποίησης, όλο αυτό το «αυθεντικό» πρωτογενές υλικό να μεταλλάσσεται σε φολκλόρ. Δηλαδή, αποκόβεται από τον τόπο, τον χρόνο ή ακόμη και από τους φορείς του και αναπαράγεται σε διαφορετικές συνθήκες και χώρους, συνήθως με τη μορφή «αναβίωσης» ή (ανα)παράστασης.
Το φαινόμενο αυτό χαρακτηρίζει τη συντριπτική πλειονότητα των διαύλων επικοινωνίας που έχει σήμερα το πλατύ αστικό κοινό με τις μορφές λαϊκής παραδοσιακής μουσικής, τραγουδιού και χορού. Γίνεται συνήθως μέσα από οργανωμένες τοπικές γιορτές κι εκδηλώσεις, μουσικοχορευτικές παραστάσεις καθώς και ηχητικές καταγραφές σε ελεγχόμενες συνθήκες ενός στούντιο ή κατά παραγγελία!
Με αυτή την έννοια, το φολκλόρ αναπαριστά μιαν εκδοχή-αποτύπωση (σαν μια φωτογραφία) του παραδοσιακού, απομονώνοντάς το όμως από το κοινωνικό του πλαίσιο. Σίγουρα, στην περίπτωση αυτή το λαϊκό, το κοινόχρηστο αγαθό, μετατρέπεται σ’ ένα «προϊόν» προς διαχείριση! Γι’ αυτό και το φολκλόρ υπακούει και σε άλλους κανόνες που σχετίζονται με την «οργάνωσή» του, την αναπόφευκτη τυποποίηση. Το αποτέλεσμα κάθε φορά εξαρτάται από τη γνώση, την εμπειρία, το ήθος και τη διαίσθηση που διαθέτουν όσοι αναλαμβάνουν τη δύσκολη αποστολή να προσεγγίσουν και να βιώσουν το παραδοσιακό, ώστε ακολούθως να το ανα-βιώσουν, να το ανα-παραστήσουν, να το «διαχειριστούν» στη φολκλορική εκδοχή του. Και βεβαίως, στόχος δεν μπορεί να είναι η όποια «αυθεντικότητα» (όπως πολλοί συχνά, από άγνοια ή υποκριτικά, διατείνονται), αλλά κυρίως το να δώσουν σ’ ένα ευρύτερο κοινό αισθητική και ιδεολογική συν-κίνηση, ερεθίσματα και κίνητρα ώστε ν’ αναζητήσουν το λαϊκό, το πρωτογενές, δηλαδή το… παγόβουνο που κρύβεται κάτω από την κορυφή της δημόσιας παρουσίασής του.
Βεβαίως, το μεγαλύτερο πρόβλημα προκύπτει όταν τα φολκλορικά «προϊόντα» καταντούν παραμορφωμένα κακέκτυπα, σαν τα αρχαιολογικά κιτσάτα σουβενίρ (όπως συμβαίνει λ.χ. με τα «νεοδημοτικά», «σκυλοδημοτικά» και «σκυλονησιώτικα» που κατακλύζουν πολλά τοπικά πανηγύρια).
Τέλος, το «έθνικ» συνιστά μια τελείως διαφορετική υπόθεση. Αν το φολκλόρ είναι τέκνο της αστικοποίησης, το έθνικ αποτελεί προϊόν της παγκοσμιοποίησης. Κύριο χαρακτηριστικό του είναι η μετάπλαση του παραδοσιακού μουσικού υλικού μέσα από τους κανόνες και τις τεχνικές ενός πολυεθνικού δισκογραφικού μάρκετινγκ, σε συνδυασμό και με άλλα μουσικά ιδιώματα και φόρμες (τζαζ, ροκ, άλλες παραδοσιακές μουσικές κτλ.).Με αυτή την έννοια, το έθνικ συνδέθηκε συχνά με το όρο «fusion», που θα τον μεταφράζαμε ως κράμα-σύντηξη, επειδή πολύ παραστατικά αναφέρεται στη χημική ένωση δύο διαφορετικών σωμάτων απ’ όπου προκύπτει ένα τρίτο, ξεχωριστό, με νέες ιδιότητες. Κι αυτό ακριβώς διακρίνει το κράμα από το μείγμα, όπου τα δύο σώματα απλώς ανακατεύονται χωρίς ν’ αποβάλουν τις αρχικές τους ιδιότητες, οδηγώντας όχι σε fusion αλλά σε… confusion (σύγχυση)!.. Αν αναγάγουμε αυτές τις έννοιες στη σύγχρονη μουσική πραγματικότητα, θεωρούμε ότι ο παραλληλισμός είναι ιδιαίτερα εύγλωττος και διδακτικός!
Ο ίδιος οργανοπαίκτης, λ.χ. ο δεξιοτέχνης του λαϊκού κλαρίνου Πετρο-λούκας Χαλκιάς, λειτουργεί:
– ως φορέας του λαϊκού ρεπερτορίου όταν παίζει στο πανηγύρι του χωριού του, στο Δελβινάκι Ηπείρου,
– ως φολκλορικός μουσικός όταν εμφανίζεται σε συναυλία ηπειρώτικης μουσικής στο Μέγαρο Μουσικής ή στο Ηρώδειο,
– ως έθνικ καλλιτέχνης όταν αυτοσχεδιάζει μαζί με ινδούς συναδέλφους του ή με τον τζαζίστα Τάκη Μπαρμπέρη.
Σε κάθε περίπτωση, τα κριτήρια και οι λειτουργίες είναι διαφορετικά.
Το πρόβλημα, λοιπόν, προκύπτει όταν, χωρίς περίσκεψη (και, συχνά, χωρίς αιδώ), για λόγους κυρίως εμπορικούς, εισβάλλουν σ’ αυτόν τον ευαίσθητο χώρο άτομα που δεν έχουν συναίσθηση αυτών των διαφοροποιήσεων, με αποτέλεσμα να επικαλούνται δήθεν τη λαϊκή παράδοση με αφορισμούς για τις ρίζες και την «αυθεντικότητα». Στην ουσία όμως τη χρησιμοποιούν ως άλλοθι σ’ ένα καταναλωτικό παιχνίδι, για όσον καιρό διαρκέσει αυτή η μόδα. Κάτι ανάλογο ζήσαμε και στη δεκαετία του ’80 με την επαναφορά στο προσκήνιο της παράδοσης των ρεμπέτικων.
Είναι πολύ σημαντικό η κάθε λαϊκή παράδοση να αποτελεί αφετηρία και πηγή έμπνευσης και αναδημιουργίας για σύγχρονους καλλιτέχνες (αυτό, εξάλλου, συνιστά κι ένα από τα βασικά κριτήρια αξιολόγησης για τη δυναμική της). Ομως κάτι τέτοιο προϋποθέτει ουσιαστικό διάλογο με το πρωτογενές υλικό και δοκιμασία διά πυρός και σιδήρου, ώστε να επιτύχει η χημική ένωση που θα δώσει τη νέα δημιουργία, το κράμα (fusion) κι όχι τη Βαβέλ της καθ’ ημάς Βαβυλωνίας.
Ο κ. Λάμπρος Λιάβας είναι καθηγητής Εθνομουσικολογίας στο Τμήμα Μουσικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών, πρόεδρος του Μουσείου Λαϊκών Οργάνων.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ