Νατάσα Θεοδωρίδου: «Αυτό που με αφορά είναι ο έρωτας»

Η Νατάσα Θεοδωρίδου χαρακτηρίζεται από την αμεσότητα που διακρίνει τους ανθρώπους με λαϊκό έρεισμα. Μόνο οι δημοφιλείς τηλεπαρουσιαστές και οι μεγάλες φίρμες του τραγουδιού διαθέτουν αυτή την ικανότητα: εκείνη κοιτάζει το κινητό της, ανταλλάσσει κουβέντες με μια σερβιτόρα, εντοπίζει ποιο γλυκό θέλει να παραγγείλει, ζητάει τη γνώμη σου και, κάπως έτσι, σου δημιουργείται η αίσθηση ότι είστε φίλοι από καιρό. Χάρη στην ιδιαίτερη, χαρακτηριστική χροιά της και στις αυθεντικές ερμηνείες της έχει κερδίσει θαυμαστές ακόμη και σε ένα κοινό που δεν θα πρόσεχε, υπό άλλες συνθήκες, τα τραγούδια της. Με αφορμή την προετοιμασία για την κυκλοφορία του νέου άλμπουμ της (σε στίχους και μουσική του Αντώνη Βαρδή), το οποίο θα κυκλοφορήσει μέσα στο φθινόπωρο, η Νατάσα Θεοδωρίδου φανερώνει και την άλλη όψη της: αυτήν της τραγουδίστριας που εξελίσσεται και που θα μπορούσε, όπως έλεγε και η Μαρινέλλα στις προπέρσινες εμφανίσεις τους, να αποτελέσει την επόμενη grande dame της πίστας.


Μου έκανε εντύπωση στη φωτογράφιση μια φράση που είπατε, χαριτολογώντας κυρίως, «ό,τι είδατε είδατε. Μεγάλωσα πια». Τι ακριβώς σημαίνει αυτό για εσάς;
«Αμάν, πρέπει να ξεκινήσουμε από την ηλικία; Λοιπόν είμαι 43 ετών, γεννηθείσα το 1970, δεν το έχω κρύψει ποτέ. Συμμαχώ με τον χρόνο, δεν τον είδα ποτέ ως αντίπαλο. Αν σε κάτι με αφορά η ηλικία, επειδή γενικά ένας αριθμός είναι, αυτό είναι η χρονική στιγμή όπου μπορείς να κάνεις έναν απολογισμό ο οποίος σου δίνει τη δυνατότητα να αξιώνεις από τους άλλους μια συγκεκριμένη αντιμετώπιση. Ο,τι έχω πετύχει το έχω καταφέρει με σκληρή δουλειά και υπευθυνότητα. Επίσης, το κέρδισα σιγά σιγά, βήμα βήμα, δεν βιάστηκα, δεν τα θέλησα όλα εδώ και τώρα. Οταν βλέπεις ότι τα χρόνια έχουν περάσει και εσύ έχεις κατακτήσει τα περισσότερα από αυτά που ήθελες για τον εαυτό σου, σκέφτεσαι αλλιώς. Στα 43 μου δεν είμαι μεγάλη, αλλά δεν είμαι και μικρή, έχω πίσω μου 14 χρόνια δισκογραφίας και θα ήθελα να πάω ένα βήμα παραπέρα, να δώσω στο κοινό να καταλάβει ότι αυτό που εισπράττω του το ανταποδίδω στον μέγιστο βαθμό. Αυτό που ίσως εννοούσα, πάντως, με τη φράση εκείνη είναι ότι δεν αντέχω πλέον τα πολλά πολλά. Δεν μου άρεσαν βέβαια ποτέ, πάντοτε προτιμούσα λίγα λόγια και ξεκάθαρα».
Η τωρινή σας συνεργασία με τον Αντώνη Βαρδή είναι αυτό το βήμα παραπέρα;
«Η συνεργασία μου με τον Αντώνη Βαρδή είναι ένα όνειρο που γίνεται πραγματικότητα. Ανέκαθεν τον εκτιμούσα πολύ και ορισμένες στιγμές, όταν ξεκινά να μου παίξει ένα κομμάτι στην κιθάρα του, ειλικρινά μαγεύομαι. Δεν πίστεψα ποτέ ότι υπάρχουν στρατόπεδα στον χώρο της μουσικής. Κάποιοι άνθρωποι παρουσιάζουν τη δουλειά τους με συγκεκριμένο τρόπο και άλλοι την παρουσιάζουν κάπως αλλιώς, σε άλλα μαγαζιά, με άλλα μέσα. Κάθε καλλιτέχνης έχει όνειρα που θέλει να τα δει να πραγματοποιούνται και, αν είναι τυχερός, αυτό θα συμβεί τη σωστή στιγμή. Είμαι χαλαρή, ήρεμη, ήσυχη και γεμάτη. Αισθάνομαι, δηλαδή, ότι αυτή είναι για μένα μια σωστή στιγμή».
Ο δίσκος που κάνατε με την Ευανθία Ρεμπούτσικα δεν είχε γνωρίσει επιτυχία λόγω κακού τάιμινγκ;
«Εκεί είχε προηγηθεί η «Πολίτικη κουζίνα», που ήταν ένα κομβικό σημείο για τη δική μου πορεία. Η Ευανθία είναι πολύ ωραίος τύπος, με είχε πάρει μάλιστα η ίδια τηλέφωνο τότε για να μου προτείνει να τραγουδήσω «Τα λιμάνια». Καλοκαίρι ήταν και τότε και, ενώ ετοίμαζα τη βαλίτσα μου, γιατί ετοιμαζόμουν για συναυλία, χτύπησε το κινητό μου… Δεν νομίζω ότι θα έλεγε κανείς «όχι», αν ήταν στη θέση μου –η Ευανθία έχει γράψει τραγούδια, όπως το «Τσιγάρο», που τα τραγουδούσε όλη η Ελλάδα. Ούτε, φυσικά, ήθελα και εγώ να κάνω συνέχεια το ίδιο πράγμα. «Τα λιμάνια» γνώρισαν τεράστια επιτυχία. Το άλμπουμ που ακολούθησε, όντως, δεν είχε την αναμενόμενη απήχηση. Αν πρέπει να βρω μια εξήγηση για αυτό, θα έλεγα ότι δεν έγινε έξυπνα ίσως, δεν βρεθήκαμε στη μέση, δεν φτιάξαμε κάτι που να είναι αναγνωρίσιμο σαν ήχος και από το δικό μου κοινό, και ο δίσκος δεν πήγε καλά. Για μένα είναι μια πολύ όμορφη δουλειά, η οποία έχω την αίσθηση πως πολεμήθηκε τότε πολύ, και χωρίς λόγο. Δεν το είχα σχεδιάσει, πάντως, δεν δοκίμασα να κάνω στροφή, διότι δεν μπορώ να ακολουθήσω κανόνες –κάνω αυτό που νιώθω. Κινούμαι ενστικτωδώς και δεν μου αρέσει να αναλώνομαι σε λεπτομέρειες, νομίζω ότι χάνω τον στόχο μου όταν σκέφτομαι πολύ».
Στα καινούργια τραγούδια σας ασχολείστε πάλι σχεδόν αποκλειστικά με ανεκπλήρωτους έρωτες. Γιατί;
«Μα, χωρίς πόνο δεν γίνεται δουλειά! Ξέρετε, εξαιτίας της κρίσης, το είδος του τραγουδιού που αναφέρεται σε κοινωνικά ζητήματα έχει πάρει ξανά λιγάκι τα πάνω του –και καλώς, ωστόσο, λυπάμαι που το λέω, εμένα δεν με ενδιαφέρει καθόλου να πω τέτοια τραγούδια. Αυτό που με αφορά είναι ο έρωτας, έχω ονομάσει και έναν δίσκο μου «Η ζωή μου έρωτας». Ερωτας, βεβαίως, δεν είναι μόνο ο άνδρας που είναι δίπλα σου, η ευλογία να έχεις έναν σωστό άνθρωπο στο πλευρό σου, έρωτας είναι και το πώς κοιτάς τα παιδιά σου, το πάθος για τους φίλους σου, η επαφή με τη φύση, πολλά πράγματα… Οπως μάλλον καταλαβαίνετε, μέσα από αυτό το πρίσμα τα βλέπω όλα. Ομως, για να επανέλθω, ρεπερτοριακά, τι να κάνουμε, με αφορά ο πόνος που προκύπτει από τα ερωτικά ζητήματα, και ο Αντώνης Βαρδής είναι ειδικός στον να τον εκφράζει».
Οφείλω, βέβαια, να ομολογήσω πως η δική μου αίσθηση είναι ότι οι «ποιοτικοί» έχουν σ’ εσάς μια αδυναμία…
«Μπορεί, δεν μου το δείχνουν πάντα. Αν και ξέρετε τι πιστεύω; Ε, δεν γίνεται να είσαι καλλιτέχνης και να φοράς παρωπίδες. Οποιος έχει τη μουσική μέσα του, ό,τι του αρέσει το λέει, χωρίς να νοιάζεται για ταμπέλες».
Λέμε συχνά ότι η νύχτα είναι μεγάλο σχολείο. Ποιο είναι το σημαντικότερο μάθημα που σας έχει δώσει;
«Δεν ξέρω αν μπορώ να απαντήσω σε αυτή την ερώτηση και θα σας πω γιατί, δεν με αφομοίωσε ποτέ αυτό το σύστημα. Για μένα η νύχτα είναι το κομμάτι του 24ώρου κατά το οποίο δουλεύω. Κρατούσα πάντοτε τις αποστάσεις μου και δεν θέλησα ποτέ να συναναστρέφομαι ανθρώπους απλώς και μόνο επειδή θα μπορούσαν να με εξυπηρετήσουν ή να μου κάνουν χάρες. Θεωρώ ότι κανείς δεν μπορεί να χειριστεί το όνομά σου καλύτερα από εσένα τον ίδιο, μόνη μου κλείνω τις συμφωνίες μου. Ως γυναίκα, έπρεπε πάντα να είμαι πολύ προσεκτική και από τη στιγμή που ανεβαίνω στην πίστα υπάρχουν μόνο η Νατάσα, η μουσική και το κοινό, τίποτε άλλο. Η δουλειά μας εύκολα μπορεί να σε κάνει καχύποπτο και προσπάθησα από νωρίς να την αποφύγω αυτή την παγίδα. Θέλησα να είμαι σωστή, μετρημένη και αληθινή –το λέω με μεγάλη εντιμότητα αυτό».
Είναι αλήθεια ότι είστε φανατική θαυμάστρια του Γιώργου Νταλάρα;
«Τον Γιώργο Νταλάρα τον αγαπώ. Πρόκειται για μεγάλο κεφάλαιο στην ελληνική μουσική. Είναι δουλευταράς, ταλαντούχος, άξιος, εμπνευσμένος. Προτού μπω στη δισκογραφία, το ρεπερτόριό του είχε μεγάλο μερίδιο στο πρόγραμμά μου στα μαγαζιά. Πήρε όλο το καλό ελληνικό τραγούδι, λαϊκά, ρεμπέτικα, παραδοσιακά, και το σύστησε ξανά σε ανθρώπους νεότερης ηλικίας. Το έχω νιώσει και εγώ αυτό όταν έκανα επανεκτέλεση στο «Δεν ξέρω πόσο σ’ αγαπώ» που πρωτοείπε η σπουδαία Βίκυ Μοσχολιού. Κατάλαβα ότι κάποια από τα πολύ νέα παιδιά που έρχονταν να με δουν το μάθαιναν από μένα –υπέροχο συναίσθημα αυτό. Εγώ, λοιπόν, έμαθα το «Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι» από τον Γιώργο Νταλάρα, πρόκειται μάλιστα για το αγαπημένο μου τραγούδι. Δεν ξέρω ποιο άλλο τραγούδι να ξεχωρίσω. Εχω ιδιαίτερη αδυναμία στο «Εγώ θα σου μιλώ με τα τραγούδια μου»».
Χάσατε ποτέ το μέτρο; Την «ψωνίσατε» ποτέ, κατά το κοινώς λεγόμενο;
«Νομίζω πως όχι. Θες επειδή έγινα πολύ νεαρή μητέρα; Θες επειδή μεγάλωνα από τα 23 μου ένα παιδί; Θες επειδή κατέβηκα μόνη μου στην Αθήνα για να χτίσω το όνειρό μου; Το ζήτημα είναι ότι δεν είχα καιρό για παιχνιδάκια και αστεία. Πίστευα πάντα ότι η ουσία είναι να πεις μερικά καλά τραγούδια, να σε αγαπήσει ο κόσμος και να έχει αυτό μια διάρκεια. Οσον αφορά τα υλικά αγαθά, εννοείται ότι ανέβηκε το βιοτικό μου επίπεδο, να μη λέμε ψέματα, έβγαλα χρήματα, δεν με άλλαξαν όμως αυτά ούτε έκανα ποτέ υπερβολές. Εξελίχθηκα ως άνθρωπος και θεωρώ πως έχω γίνει καλύτερη. Ενα πράγμα δεν συγχωρώ στους άλλους: να τους χαρίζεται απλόχερα ένα ταλέντο, να έχουν την ευκαιρία να βελτιώσουν τη ζωή τους και εκείνοι να την πετούν στα σκουπίδια».

Η μεγαλύτερη δυσκολία που έχετε αντιμετωπίσει ως μητέρα ποια είναι;
«Θα ήθελα να διευκρινίσω πρώτα ότι ο βράχος της οικογένειάς μου είναι η θεία μου, και αυτό οφείλω να της το αναγνωρίσω. Καμιά φορά, εμείς οι μανάδες που κάνουμε αυτή τη δουλειά έχουμε βοηθητικό ρόλο. Στη δική μου περίπτωση, το δύσκολο ήταν να ισορροπήσει η δημόσια εικόνα μου, αυτή της λαμπερής τραγουδίστριας δηλαδή, με τη ζωή μου στο σπίτι. Δυο κόρες έχω, δεν θα ήθελα για κανέναν λόγο να αισθανθούν μειονεκτικά απέναντι μου. Χρειάστηκε πολλή κουβέντα για να καταλάβουν και οι δύο ότι τα φώτα, οι προβολείς, τα φρουφρού και τα αρώματα είναι κομμάτι της δουλειάς μου. Στο σπίτι είμαι η Αναστασία, η μητέρα τους, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Η μεγάλη μου κόρη, μπαίνοντας στο πανεπιστήμιο με έκανε εξαιρετικά υπερήφανη και έσβησε με μια κίνηση όλες τις δικές μου νίκες. Και νομίζω ότι έχουν γίνει καλά παιδιά, αυτό είναι το πιο σημαντικό. Η παιδεία, ο σεβασμός, η αγωγή και η ευγένεια, σε αυτά δίνω σημασία».
Τελειώνοντας, σας τρομάζουν τα ακραία φαινόμενα που έχουν εκδηλωθεί στην πολιτική ζωή;
«Με προβληματίζουν. Οταν κάποιος νομίζει ότι έχει αδικηθεί ή αισθάνεται απελπισμένος, μπορεί να οδηγηθεί σε ακραίες συμπεριφορές. Υπάρχει μια γενική αναταραχή στην Ελλάδα που δεν φαίνεται να καταλαγιάζει και οποιαδήποτε απόφαση λαμβάνεται εν βρασμώ δεν μπορεί να είναι πολύ λογική. Προσωπικά, αν και απόλυτος άνθρωπος, αν και δεν βάζω εύκολα νερό στο κρασί μου, δεν θα μπορούσα να υιοθετήσω μια τέτοια στάση. Γιατί, ως καλλιτέχνις, πάνω απ’ όλα βάζω την ελευθερία».

*Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 18 Αυγούστου 2013

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.