Τη σχέση μεταξύ θρησκευτικότητας και νοημοσύνης μελέτησαν σε βάθος χρόνου πολλών δεκαετιών Αμερικανοί ερευνητές. Και κατέληξαν στο συμπέρασμα πως οι θρησκευόμενοι άνθρωποι έχουν χαμηλότερη νοημοσύνη κατά μέσο όρο σε σχέση με τους άπιστους, τους άθεους και τους αγνωστικιστές.
Οι ψυχολόγοι, με επικεφαλής τον καθηγητή Μάιρον Ζάκερμαν του πανεπιστημίου του Ρότσεστερ, προέβησαν στην πρώτη έρευνα που μελέτησε σε τόσο εύρος και βάθος χρόνου τη σχέση εξυπνάδας και πίστης, αξιολογώντας συγκριτικά (μετα-ανάλυση) όλες τις δημοσιευμένες έρευνες πάνω στο ζήτημα. Από τις συνολικά 63 μελέτες, που πραγματοποιήθηκαν μεταξύ των ετών 1928-2012, οι 53 κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι υπάρχει «αρνητική σχέση ανάμεσα στην θρησκευτική πίστη και στη νοημοσύνη» (δηλαδή οι θρησκευόμενοι είναι λιγότερο νοήμονες). Απ’ αυτές τις 53, οι 35 έρευνες διαπίστωσαν έντονα αρνητική σχέση μεταξύ θρησκευτικότητας-νοημοσύνης, ενώ οι υπόλοιπες δέκα έφθασαν στο ακριβώς αντίθετο συμπέρασμα, ότι δηλαδή υπάρχει θετική σχέση ανάμεσα στα δυο (δηλαδή θρησκευτικότητα και νοημοσύνη συμβαδίζουν), αν και από αυτές μόνο οι δύο συμπέραναν ότι υπάρχει «έντονα θετική σχέση» μεταξύ θρησκευτικότητας και νοημοσύνης.
Μεταξύ άλλων, η μετα-ανάλυση επισημαίνει πως ήδη από την παιδική ηλικία όσο πιο έξυπνο είναι ένα παιδί (έχοντας υψηλότερο IQ), τόσο πιο πιθανό είναι να απομακρυνθεί από τη θρησκεία. Από την άλλη, στην τρίτη ηλικία, όσο πιο έξυπνος είναι ένας ηλικιωμένος, τόσο πιο πιθανό είναι να μην πιστεύει στον Θεό.
Ο καθηγητής Ζάκερμαν βασίστηκε και πάνω σε μια μελέτη που άρχισε το 1921 -και συνεχίζεται μέχρι σήμερα- και που παρακολουθεί στη διάρκεια της ζωής τους τις πεποιθήσεις 1.500 χαρισματικών παιδιών που είχαν δείκτη νοημοσύνης (IQ) πάνω από 135. Ακόμα και σε βαθιά γεράματα, οι άνθρωποι αυτοί είχαν -και έχουν ακόμα, όσοι ζουν- πολύ χαμηλότερα επίπεδα θρησκευτικής πίστης σε σχέση με τον μέσο όρο του πληθυσμού.
«Η θρησκευτική πίστη φαίνεται παράλογη, αντιεπιστημονική και αναπόδεικτη σε πολλούς έξυπνους ανθρώπους, με αποτέλεσμα αυτοί να αποστασιοποιούνται από τη θρησκεία επειδή, όπως θεωρούν, «ξέρουν καλύτερα» σε σχέση με τους άλλους γύρω τους», τονίζει η μελέτη, προσθέτοντας πως στη σχέση μεταξύ νοημοσύνης και πίστης δεν φαίνεται να παίζουν ιδιαίτερο ρόλο παράγοντες όπως το φύλο ή το μορφωτικό επίπεδο.
Τέλος, οι ερευνητές όρισαν τη νοημοσύνη ως «την ικανότητα λογικών συλλογισμών, σχεδιασμού, επίλυσης προβλημάτων, αφαιρετικής σκέψης, κατανόησης πολύπλοκων ιδεών και ταχείας μάθησης από τις εμπειρίες», ενώ ως θρησκευτικότητα ορίστηκε οποιαδήποτε εμπλοκή με κάποια όψη (ή κι όλες τις όψεις) της θρησκείας.