Αν και έχουν περάσει πάνω από 27 χρόνια από το πυρηνικό δυστύχημα του Τσερνόμπιλ, η έκθεση στη ραδιενεργή ακτινοβολία συνεχίζει, σύμφωνα με μια νέα διεθνή επιστημονική έρευνα, να αποτελεί μια βαριά κληρονομιά για τη χλωρίδα της περιοχής.
Αμερικανοί, Oυκρανοί και Γάλλοι ερευνητές, με επικεφαλής τον καθηγητή Τιμ Μουσό του πανεπιστημίου της Νότιας Καρολίνας, διαπίστωσαν ότι οι χειρότερες συνέπειες καταγράφηκαν κατά τα πρώτα χρόνια μετά το συμβάν, όμως μέχρι σήμερα τα δέντρα που έχουν επιβιώσει, ειδικά τα νεότερα, συνεχίζουν να είναι ευάλωτα σε περιβαλλοντικές συνέπειες, όπως η ξηρασία.
Η έρευνα, που δημοσιεύτηκε στο επιστημονικό περιοδικό «Trees» κι είναι η μεγαλύτερη του είδους της (περιέλαβε πάνω από 100 δέντρα, κυρίως πεύκα, σε 12 διαφορετικά σημεία), έρχεται να επιβεβαιώσει τις διαπιστώσεις προηγούμενων μελετών, που είχαν γίνει σε πολύ μικρότερα δείγματα δέντρων της περιοχής. Συμφωνούν επίσης με άλλες επιστημονικές εκθέσεις για τις επιπτώσεις της ραδιενέργειας στα δέντρα, όπως για τον θάνατο του λεγόμενου «κόκκινου δάσους», δηλαδή πεύκα που καταστράφηκαν πολύ γρήγορα και έγιναν κόκκινα αμέσως μετα το δυστύχημα.
«Πολλά δέντρα εμφανίζουν ιδιαίτερα αφύσικες μορφές ανάπτυξης λόγω των συνεπειών των μεταλλάξεων και του κυτταρικού θανάτου, εξαιτίας της έκθεσής τους στην ακτινοβολία», δήλωσε ο Μουσό, προσθέτοντας πως «μέχρι σήμερα η πιο μεγάλη μελέτη αφορούσε μόνο εννέα δέντρα και είχε εστιαστεί κυρίως στις επιπτώσεις της ραδιενέργειας στη δομή του ξύλου και όχι στην ανάπτυξή τους».
Η ομάδα του Μουσό, η οποία από το 1999 διεξάγει επιτόπιες έρευνες στην ζώνη αποκλεισμού των 30 χιλιομέτρων γύρω από το κατεστραμμένο πυρηνικό εργοστάσιο, σκοπεύει να κάνει ανάλογη έρευνα γύρω από το άλλο μεγάλο πυρηνικό ατύχημα της Φουκουσίμα στην Ιαπωνία, όπου πάντως, σύμφωνα με τις πρώτες παρατηρήσεις, η επίπτωση στα δέντρα φαίνεται να είναι μικρότερη σε σχέση με το ατύχημα του ουκρανικού πυρηνικού σταθμού. «Αντιθέτως, έχουμε παρατηρήσει σημαντική καταστροφή κλαδιών και βλαστών σε κάποιες περιοχές, που υποδηλώνει την ύπαρξη επιπτώσεων στην ανάπτυξη των δέντρων», καταλήγει ο Μουσό.