Η παρουσία του φιλοσόφου και κοινωνιολόγου Γιούργκεν Χάμπερμας στην Αθήνα ήταν το μεγάλο γεγονός του 23ου Παγκόσμιου Συνεδρίου Φιλοσοφίας. Και ήταν φυσικό, καθώς ο Χάμπερμας είναι από τους τελευταίους μεγάλους και δημοφιλείς εν ζωή φιλοσόφους. Ο παρεμβατικός χαρακτήρας του, κάτι που τον χαρακτηρίζει από τη δεκαετία του ’60, ταίριαζε απόλυτα με ένα από τα κυριότερα θέματα του συνεδρίου που ήταν η φιλοσοφία ως τρόπος ζωής.

Τον είπαν «γκουρού», «βεντέτα», ακόμη και «ροκ σταρ» και τα media έτρεξαν από πίσω του ζητώντας του χρησμούς για ό,τι απασχολεί εμάς τους Ελληνες: τους μετανάστες, την κυβερνητική πολιτική, τις πράξεις νομοθετικού περιεχομένου, ακόμη και δήλωση για την ΕΡΤ τού ζήτησαν. Ο ίδιος φρόντισε να τους βάλει στη θέση τους: «Οι φιλόσοφοι δεν ξέρουν τα πάντα» είπε.

Προτίμησε στην κυρίως ομιλία του να προβάλει την πολιτική του πρόταση: μιαν άλλη Ευρώπη στηριγμένη στην αλληλεγγύη. Εξήγησε ότι η αλληλεγγύη δεν είναι γι’ αυτόν μια δίκαιη πράξη, ούτε μια ηθική επιταγή, αλλά μια πολιτική πράξη που βασίζεται στην προσδοκία της αμοιβαιότητας. Η αλληλεγγύη που οφείλουμε ο ένας στον άλλον προϋποθέτει κοινά πολιτικά ενδιαφέροντα, πολιτικά πλαίσια του βίου, νομικά οργανωμένα. Απαιτεί ένα συντεταγμένο περιβάλλον μιας πολιτικής κοινότητας, ένα εθνικό κράτος. Μίλησε για μια Ευρώπη πολιτικά ενοποιημένη, που θα μπορεί να ελέγξει τις ημιάγριες οικονομικές δυνάμεις και θα ανακτήσει την ισορροπία ανάμεσα στη δημοκρατία και στις αγορές.

Ο Χάμπερμας δεν ευχαρίστησε όσους προσδοκούσαν (χωρίς να γνωρίζουν το έργο του) μια αντιευρωπαϊκή δήλωση, τύπου Ζίζεκ. Ανέλυσε πειστικά το δικό του ευρωπαϊκό όραμα για μιαν άλλη Ευρώπη. Οπως και ο Καντ, από τον οποίο εμπνέεται στο έργο του, πιστεύει ότι δικαιοσύνη μπορεί να υπάρξει μόνο σε κοινωνίες που συστήνουν μια ομοσπονδία εθνικών κρατών, στη βάση ενός Διεθνούς Δικαίου που ευνοεί την ανάπτυξη όσων καταβολών της ανθρώπινης φύσης εγγυώνται την ωρίμαση της σκέψης τους, έτσι ώστε τα σκεπτόμενα κράτη να οδηγούνται στην αυτογνωσία και στην αυτοδυναμία και στον αυτοπροσδιορισμό τους, εντός του συνόλου. Ως συνέπεια αυτής της θεώρησης ζητεί μια «ανακατασκευή» της Ευρώπης, μέσα στο πλαίσιο του καπιταλισμού. Ο Χάμπερμας πιστεύει στους τρεις πυλώνες: κράτος ως οργανισμός, λαός ως φορέας πολιτικής βούλησης και νόμιμα συγκροτημένη κοινότητα πολιτών.

Αυτά που μπορούν να οδηγήσουν σε μια υπερεθνική δημοκρατική Ευρώπη, με εμβάθυνση της δημοκρατίας και αλλαγές στη Συνθήκη της. Σε αυτή την ενοποιημένη Ευρώπη τα εθνικά κράτη δεν θα χαθούν. Ο Χάμπερμας προσδοκά μια υπερεθνική δημοκρατία, η οποία, χωρίς να παίρνει τη μορφή ενός ομόσπονδου κράτους, θα καθιστά δυνατή μια κοινή διακυβέρνηση. Οπως έχει πει: «Το ομόσπονδο κράτος είναι ένα εσφαλμένο μοντέλο για την Ευρώπη». Τονίζει ότι ο χρόνος πιέζει και η Ευρώπη πρέπει να πάρει τις αποφάσεις της μπροστά σε έναν κόσμο που αλλάζει και μεθαύριο οι νέες αναδυόμενες μεγάλες δυνάμεις, όπως η Κίνα, δεν θα της δίνουν σημασία.

Του έχουν αντιτείνει ότι αυτό που λέει είναι αδύνατον να γίνει σε καθεστώς καπιταλισμού. Ο ίδιος έχει απαντήσει λέγοντας ότι «για να δαμάσουμε τον άγριο καπιταλισμό, οφείλουμε να θεμελιώσουμε σε υπερεθνικό επίπεδο εκείνη την ικανότητα πολιτικής και κυβερνητικής δράσης που στο εθνικό επίπεδο έχει αμετάκλητα χαθεί».
Μπορεί σε ορισμένους να φαίνεται ουτοπιστής, αλλά ο γερμανός φιλόσοφος, εκφράζοντας και τη γενιά του, αυτή που επέζησε του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, επιμένει να θεωρεί την ειρήνη και την ευημερία πρωταρχικό καθήκον για τις επόμενες γενιές. Επιμένει να πιστεύει στη δύναμη των πολιτών και της παρέμβασής τους στη δημόσια σφαίρα. Με αυτή την πίστη καταθέτει το δικό του όραμα ενός «ουτοπικού ρεαλισμού για μιαν άλλη Ευρώπη». Εξάλλου αυτός είναι και ο ρόλος ενός φιλοσόφου, να βλέπει τελικά την ουτοπία ως δυναμική πραγματικότητα.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ