Το έντυπο σε κρίση.
Το βιβλίο εξαϋλώνεται
Μετάφραση Παναγιώτης Σουλτάνης.
Εκδόσεις ΜΙΕΤ, 2013,
σελ. 105, τιμή 12 ευρώ
Ο νεαρός ερευνητής είναι καθισμένος με τις πιτζάμες του μπροστά στον υπολογιστή και πληκτρολογεί στην Google ένα δεδομένο από το θέμα του. Στην οθόνη του εμφανίζεται μια βροχή πληροφοριών και δεν έχει παρά να τις αναγνώσει. Σκέφτεται ότι ο πατέρας του, όταν ήταν φοιτητής, για τις ίδιες πληροφορίες θα αναγκαζόταν να ντυθεί, να πάρει το μετρό και να κατέβει στη δημόσια βιβλιοθήκη της πόλης του, όπου θα αναγκαζόταν να ξοδέψει πολλές ώρες αναζητώντας τα δεδομένα που ο γιος του με ένα πλήκτρο έφερε μεμιάς μπροστά του.
Είναι αυτή η νέα εποχή ανάγνωσης και έρευνας, ή μήπως στις λεπτομέρειες κρύβεται ένας διαβολάκος τον οποίο δεν βλέπουμε; Ο αμερικανός ιστορικός Αντονι Γκράφτον στη μελέτη του Το έντυπο σε κρίση, το βιβλίο εξαϋλώνεται (εκδόσεις ΜΙΕΤ) παραθέτει δεκάδες επιχειρήματα της μιας και της άλλης πλευράς σχετικά με το μέλλον του έντυπου βιβλίου και την αλλαγή των αναγνωστικών συνηθειών μας.
Ο Αντονι Γκράφτον καταγράφει αναλυτικά τα συν και τα πλην της νέας εποχής. Η εποχή της Google είναι η εποχή της πρόσβασης σε έναν όγκο πληροφοριών δύσκολα προσβάσιμο σε άλλες εποχές. Η ευκολία αυτή εκδημοκρατίζει την πρόσβαση στο βιβλίο, επιταχύνει τη συλλογή πληροφοριών, διευκολύνει ερευνητές και απλούς αναγνώστες. Η Google εκτιμά ότι σε παγκόσμιο επίπεδο έχουν εκδοθεί περίπου 100 εκατομμύρια βιβλία. Από αυτά σήμερα κυκλοφορεί το 5% με 10%. Ενα ποσοστό 20% –όσα εκδόθηκαν από τις απαρχές της τυπογραφίας, τον 15ο αιώνα ως το 1923 –δεν προστατεύεται από πνευματικά δικαιώματα. Τα υπόλοιπα, το 75% των βιβλίων που εκδόθηκαν ποτέ, καλύπτονται από μακροχρόνια πνευματικά δικαιώματα. Αλλα βιβλία έχουν εξαντληθεί και σχεδόν ξεχαστεί. Είναι όμως όλα αυτά προσβάσιμα;
Οπως τονίζει ο συγγραφέας, η Google ψηφιοποιεί ό,τι βρει, μολονότι δεν έχει τη σχετική άδεια, και έτσι αναγκάζεται να δώσει ένα τμήμα μόνο του ψηφιοποιημένου βιβλίου. Σε αυτό θυμίζει τη Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας: όποιο πλοίο κατέφθανε στο λιμάνι της πόλης υφίστατο κατάσχεση των κυλίνδρων και άλλων χειρογράφων που υπήρχαν σε αυτό. Αυτά μεταφέρονταν στη Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας και εντάσσονταν στη συλλογή της.
Μέχρι στιγμής διαφαίνεται ότι η Google δεν έχει κανένα ενδιαφέρον να ψηφιοποιήσει βιβλία από τους δύο πρώτους αιώνες της τυπογραφίας, με το σκεπτικό ότι η σάρωση είναι δύσκολη γιατί αυτά είναι βιβλία εύθρυπτα. Ο Γκράφτον παρατηρεί ότι απλώς κοστίζει παραπάνω η σάρωσή τους και έχει προοπτική μηδενικού κέρδους. Στο ερώτημα αν ο Ιστός θα συγκεντρώσει τον παγκόσμιο πολιτιστικό πλούτο σε κείμενα, ήχους και εικόνες ο Γκράφτον απαντάει ότι αυτό μπορεί να ισχύσει μόνο για το παρόν πολιτιστικό υλικό –όχι και για το παρελθόν, κάτι που μας κάνει ακόμη να ανατρέχουμε στις δημόσιες υλικές βιβλιοθήκες, στα μουσεία και στα υλικά μας αρχεία.
Σε ό,τι αφορά την έρευνα ο Γκράφτον σημειώνει ότι δύσκολα ο ερευνητής θα παραμείνει μακριά από το έντυπο βιβλίο, καθώς αυτό προσφέρει πληροφορίες που δεν ανιχνεύονται στο αντίστοιχο ψηφιακό. Φέρνει ως παράδειγμα έναν ιστορικό που συνήθιζε να μυρίζει συστηματικά επιστολές 250 ετών σε ένα αρχείο. Εντοπίζοντας την οσμή του ξιδιού –υλικό με το οποίο έραιναν τις επιστολές από πόλεις που τις είχε χτυπήσει η χολέρα τον 18ο αιώνα, με την ελπίδα ότι έτσι θα απολυμαίνονταν -, μπορούσε να ανιχνεύσει την ιστορία της εκδήλωσης επιδημιών.
Οι βιβλιοδεσίες επίσης μπορούσαν να αποκαλύψουν τα κοινωνικά χαρακτηριστικά των κατόχων των βιβλίων. Το σπουδαιότερο: πολλοί πρωτότυποι συγγραφείς γέμιζαν τα βιβλία τους με σημειώσεις, απαραίτητες για να κατανοήσουμε τη σκέψη τους. Υπογραμμίσεις, λίγες λέξεις, σκιτσάκια, βελάκια και άλλα σημάδια φανερώνουν στον αναγνώστη τού σήμερα τι σήμαιναν για τους αναγνώστες τού χθες τα ίδια βιβλία.
Ενας αισιόδοξος διανοητής όπως ο Γκρέγκορι Κρέιν, δημιουργός του Perseus, πιστεύει ότι στο μέλλον οι ερευνητές θα αποτυπώνουν τις πληροφορίες όχι στις παραδοσιακές μορφές του βιβλίου ή του δοκιμίου αλλά σε μικρές ψηφίδες-σημειώσεις που μπορούν να συνδυαστούν και να ανασυνδυαστούν με πάρα πολλούς τρόπους. Αυτό, λέει ο Κρίστιαν Τζένσεν της Βρετανικής Βιβλιοθήκης, ενδέχεται να εξαλείψει παραδοσιακούς τρόπους επιχειρηματολογίας και γραφής, όπως το (πνευματικό) πρόχειρο φαγητό απειλεί το παραδοσιακό γεύμα.
Οι αλλαγές στην ανάγνωση
Ο Αντονι Γκράφτον σημειώνει ότι μπροστά σε αυτές τις αλλαγές υπάρχει ανάγκη οι δημόσιες βιβλιοθήκες να οργανωθούν εξ υπαρχής για να μη μείνουν ως δεινόσαυροι, είδος προς εξαφάνιση. «Χτίστε», προτρέπει, «πραγματικά ελκυστικά κτίρια, ένα εμπορικό κέντρο με φως, ενδιαφέροντες χώρους, κατάστημα πώλησης με κόμικς και θα δείτε πώς θα έρθουν οι πελάτες. Οχι για τα βιβλία αλλά για τη συγκινησιακή έξαρση και τις ανθρώπινες επαφές που μόνον ένας μεγάλος δημόσιος χώρος μπορεί να προσφέρει» και φέρνει ως παράδειγμα τη νέα βιβλιοθήκη του Σολτ Λέικ Σίτι.
Οσον αφορά την ανάγνωση, ο Γκράφτον παρατηρεί ότι η ανάγνωση κειμένων στον ιστότοπο ταιριάζει περισσότερο στον κατακερματισμένο χαρακτήρα της σύγχρονης ζωής. Γίνεται δυναμική και διαδραστική καθώς ο αναγνώστης μπορεί, διαβάζοντας ένα βιβλίο, να συνδιαλέγεται με άλλους αναγνώστες, ακόμη και με τον συγγραφέα του, ενώ παράλληλα βλέπει πόσα «χτυπήματα» έχει το συγκεκριμένο βιβλίο και συμμετέχει και αυτός σε μια νέα αναγνωστική κοινότητα, όπου όλα τα μέλη επηρεάζουν την επιλογή και την αντιμετώπιση των θεμάτων.
Οι επικριτές παρατηρούν όμως ότι το λεκτικό περιεχόμενο των νέων κειμένων είναι συχνά μεταγραφή από ανώνυμες πηγές, χωρίς επιμέλεια, γεμάτο λάθη, ακατάτακτο και γεμάτο διαφημίσεις που ωθούν τον αναγνώστη σε μια οριζόντια, επιφανειακή ανάγνωση. Σημειώνουν επίσης ότι έτσι χάνεται η ικανότητα που διαμορφώνει το έντυπο κείμενο ώστε να αντιλαμβάνεται ο αναγνώστης σύνθετα επιχειρήματα και να ελέγχεται λογικά το κείμενο, κάτι που είναι «κρίσιμης σημασίας για να παραμείνει ζωντανή η φιλελεύθερη δημοκρατία».
Η παράθεση των θετικών και αρνητικών δεδομένων της εποχής της Google είναι ατελείωτη, σε σημείο που ακόμη και λίγο πριν από το τέλος του βιβλίου αναρωτιέσαι: «Καλά, δεν μπορεί να καταλήξει να μας πει τη γνώμη του;». Τελικά ο Γκράφτον καταλήγει ότι υπάρχει ακόμη η ανάγκη για δημόσιες βιβλιοθήκες. Αυτές δεν χρειάζεται να πετάξουν όλα τα παλιομοδίτικα βιβλία και να μεταμορφωθούν σε σύγχρονα Μall με φωτεινές επιγραφές και πολλούς υπολογιστές.
Η μελέτη των παλαιών βιβλίων είναι εξίσου απαραίτητη όσο και η χρήση του υπερσυνδέσμου και της μηχανής αναζήτησης. Κυρίως απαραίτητο όμως είναι να ξέρουμε πώς να διαβάζουμε. Γιατί μπορεί το δίκτυο να σε «καταβρέχει» με πληροφορίες, να γνωρίζεις απ’ έξω δεκάδες τσιτάτα του Πλάτωνος και του Γκαίτε, αλλά να μην μπορείς να εξηγήσεις τίποτε από αυτά.
Ευκαιρίες, αλλά και ψηφιακές διακρίσεις
Είναι αλήθεια, σημειώνει ο Αντονι Γκράφτον, ότι το Διαδίκτυο έχει γεμίσει με απίθανες πληροφορίες και δεδομένα. Για παράδειγμα, τα διαδικτυακά αρχεία της Υπηρεσίας Ευρεσιτεχνών και Εμπορικών Επωνυμιών είναι παράδεισος για όποιον ενδιαφέρεται να μελετήσει το μεγαλείο και την τρέλα των αμερικανών εφευρετών. Χάρη στο μη κερδοσκοπικό αρχείο Aluka, ερευνητές και συγγραφείς στην Αφρική μπορούν να μελετήσουν στον ιστό όλο και περισσότερα αφρικανικά αρχεία, στα οποία η πρόσβαση είναι πολύ δύσκολη.
Είναι αλήθεια, σημειώνει ο Αντονι Γκράφτον, ότι το Διαδίκτυο έχει γεμίσει με απίθανες πληροφορίες και δεδομένα. Για παράδειγμα, τα διαδικτυακά αρχεία της Υπηρεσίας Ευρεσιτεχνών και Εμπορικών Επωνυμιών είναι παράδεισος για όποιον ενδιαφέρεται να μελετήσει το μεγαλείο και την τρέλα των αμερικανών εφευρετών. Χάρη στο μη κερδοσκοπικό αρχείο Aluka, ερευνητές και συγγραφείς στην Αφρική μπορούν να μελετήσουν στον ιστό όλο και περισσότερα αφρικανικά αρχεία, στα οποία η πρόσβαση είναι πολύ δύσκολη.
Ιστορικοί του παπισμού μπορούν να διαβάσουν πρωτότυπα έγγραφα χωρίς να πάνε στη Ρώμη, χάρη σε μια ψηφιοποιημένη συλλογή που έχει οργανώσει το Archivum Secretum Vaticanum. Παρ’ όλα αυτά, η αγγλική γλώσσα είναι η βασική γλώσσα των ψηφιοποιημένων αρχείων και ο ιστός διατηρεί ακόμα τη διάκριση αναπτυγμένου Βορρά – φτωχού Νότου. Εκατομμύρια αρχεία σε όχι και τόσο γνωστές γλώσσες δεν είναι δυνατόν να ανιχνευθούν στο Διαδίκτυο.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ