Παρακολουθώντας διάφορα δημοσιεύματα και σχόλια σχετικά με την Ελλάδα στον γερμανικό Τύπο κατά τα τελευταία 2 χρόνια μένει κανείς με την εντύπωση ότι οι Γερμανοί ανακαλύπτουν ξαφνικά πως στους κόλπους της Ε.Ε. υπάρχει ένας αλλοπρόσαλλος λαός, κάτι σαν το τρελλό χωριό του Αστερίξ, που δεν «κολλάει» καθόλου με τα πρότυπα της Δυτικής Ευρώπης. Είναι αλήθεια ότι κατά τις τελευταίες τρείς δεκαετίες κάναμε τη χώρα μας άνω – κάτω. Πώς άραγε συνέβη αυτό;
Ανήκω σε αυτούς που πιστεύουν ότι η νοοτροπία και οι βασικές αξίες μιας κοινωνίας διατηρούνται διαχρονικά και χρειάζεται να περάσουν πολλές γενεές και να μεσολαβήσουν μεγάλες ανατροπές προκειμένου να μεταβληθούν. Οι Bόρειες κοινωνίες έχουν πολλά κοινά χαρακτηριστικά μεταξύ τους, όπως και οι Nότιες. Βασικοί προσδιοριστικοί παράγοντες: το κλίμα, η γεωγραφική θέση και η παράδοση. Κάθε λαός έχει τα δυνατά και τα αδύνατα σημεία του και ανάλογα με τις περιστάσεις προβάλλει περισσότερο τα μεν ή τα δε. Ο Έλληνας είναι επιβιωτικός, δραστήριος, τολμηρός, φιλότιμος, φιλόξενος, δεμένος με την οικογένειά του και τον τόπο καταγωγής του, γενναιόδωρος και έτοιμος να συγχωρήσει. Είναι όμως και ατομιστής, ασταθής, αποφασίζει με το θυμικό, συχνά δεν δρά με προοπτική, ρέπει στην καλοπέραση, κινείται και κρίνει πιό πολύ με βάση τα λόγια και όχι τα έργα και όχι ο καλύτερος συζητητής λόγω προβολής του «εγώ» του. Οι εκάστοτε ηγεσίες παίζουν εδώ καθοριστικό ρόλο. Έτσι, στην Ελλάδα, από τη 10ετία του ’80 και μετά, οι ηγεσίες της χώρας υπέθαλψαν με το παράδειγμά τους αλλά και με λαϊκίστικες κινήσεις τις όποιες αδυναμίες έχει ο Έλληνας (και όχι μόνο αυτός) στο χαρακτήρα του: την καλοπέραση, τον εύκολο πλουτισμό, την επίδειξη, την εγκατάλειψη της προοπτικής και την προβολή του «εγώ». Είχαμε δηλαδή πρωτίστως πολιτισμική κρίση. Και ιδού τα αποτελέσματα!…
Είναι όμως πράγματι ο Έλληνας τεμπέλης, διεφθαρμένος, φοροφυγάς, απείθαρχος και αναξιόπιστος, όπως μερικοί του καταλογίζουν; Και αν ναί, γιατί;
Όλες αυτές οι ιδιότητες φαντάζουν ως θανάσιμα αμαρτήματα στους Βορειοευρωπαίους. Δεν φαίνεται όμως να αντιμετωπίζονται από τους Έλληνες με τον ίδιο τρόπο. Και επειδή αυτό φαίνεται αδιανόητο στους Βόρειους θα προσπαθήσω να εξηγήσω τις ρίζες της σύγχρονης ελληνικής νοοτροπίας.
1. Είναι οι Έλληνες τεμπέληδες;
Για όσους Έλληνες μετανάστευσαν σε ξένες χώρες είναι γνωστό ότι εργάστηκαν σκληρά και πέτυχαν. Όσοι ζούν στην Ελλάδα και εργάζονται στον ιδιωτικό τομέα δουλεύουν περισσότερες ώρες από όλους σχεδόν τους λοιπούς Ευρωπαίους. Η παραγωγικότητά τους όμως εμποδίζεται από διάφορους παράγοντες, μεταξύ των οποίων ξεχωρίζει η ύπαρξη ενός κράτους και ενός κομματικού συνδικαλισμού που αντιστρατεύονται κάθε υγιή προσπάθεια και αξιοκρατία. Στο κράτος αυτό εργάζονται πολλοί αξιόλογοι άνθρωποι αλλά και αρκετοί υπεράριθμοι, αδιάφοροι, διορισμένοι από τα πολιτικά κόμματα για λόγους ψηφοθηρίας, που συντηρούν χρονοβόρες διαδικασίες για να δικαιολογούν την παρουσία τους. Αυτοί οι υπεράριθμοι αλλά και κάποιοι άλλοι χαλάνε τη συνολική εικόνα.
Αντίθετα, οι Έλληνες που εργάζονται στο εξωτερικό συμμορφώνονται πλήρως στο ισχύον σε κάθε χώρα πλαίσιο και προοδεύουν. Κάτι ανάλογο ισχύει και για τους Έλληνες υπαλλήλους ξένων εταιρειών στη χώρα μας, όπου όμως η διοίκησή τους επιβάλλει Δυτικά πρότυπα διοίκησης και λειτουργίας.
2. Είναι οι Έλληνες διεφθαρμένοι;
Οι Έλληνες έζησαν σχεδόν μισή χιλιετία υπό τον Οθωμανικό ζυγό ως αλλόθρησκοι και εξ αυτού ως κατώτερης κοινωνικής στάθμης πολίτες υποκείμενοι σε φορολόγηση. Οι Οθωμανοί τοποτηρητές ήσαν άμισθοι κρατικοί υπάλληλοι και έπρεπε να βρούν τα προς το ζήν χρεώνοντας οι ίδιοι τους υπηκόους της δικαιοδοσίας τους. Έτσι λοιπόν, όταν ένας υποτελής ζητούσε μια άδεια π.χ. για να πουλάει στην αγορά, έπρεπε να πληρώσει τον τοπάρχη για να την πάρει. Άν βιαζότανε έπρεπε να δώσει κάτι παραπάνω. Αυτό δημιούργησε ένα καθεστώς όπου όποιος έδινε τα περισσότερα απολάμβανε περισσότερων προνομίων. Όποιος δεν είχε την οικονομική δυνατότητα απλά δεν έπαιρνε άδεια. Άρα το να δώσεις κάποιο φιλοδώρημα στον υπάλληλο για να κάνεις τη δουλειά σου ήταν κοινός τόπος. Αυτό δυστυχώς έχει σε κάποιο βαθμό διατηρηθεί μέχρι σήμερα σε όλες τις χώρες της πρώην Οθωμανικής αυτοκρατορίας για λόγους που εξηγούνται παρακάτω.
3. Είναι οι Έλληνες φοροφυγάδες;
Επί Οθωμανών, η Υψηλή Πύλη κοινοποιούσε κάθε χρόνο σε κάθε περιφερειάρχη το συνολικό ποσό των φόρων που όφειλε να της αποστείλει. Ο άμισθος περιφερειάρχης προσέθετε στο αρχικό ποσό και όσα χρειάζονταν για τις δικές του ανάγκες. Για τη συλλογή όμως των φόρων χρειαζόταν ένας πολυδάπανος εισπρακτικός μηχανισμός. Προκειμένου αυτό να παρακαμφθεί, ο περιφερειάρχης ανέθετε σε κάποιους Έλληνες προεστούς να συλλέξουν τους φόρους για λογαριασμό του. Αυτοί με τη σειρά τους προσέθεταν κάτι για τις δικές τους ανάγκες και το συνολικό ποσό έπεφτε στις πλάτες του λαού. Δεδομένου ότι οι Οθωμανοί δεν επέστρεφαν μέρος των φόρων στους υπηκόους τους με τη μορφή έργων υποδομής, σχολείων, συσσιτίων, νοσοκομείων κλπ. η φορολογία αντιμετωπίζονταν από το λαό ως απλή αφαίμαξη. Για το λόγο αυτό όλοι προσπαθούσαν φυσικά να την αποφύγουν. Και όποιος το κατόρθωνε θεωρούνταν πιό έξυπνος από τους άλλους.
Εύλογα διερωτάται λοιπόν κανείς: « Καλά. Από τη σύσταση του νέου Ελληνικού κράτους μέχρι σήμερα έχουν περάσει τόσες δεκαετίες. Γιατί δεν αποτινάξατε αυτές τις συνήθειες;»
Η απάντηση είναι απλή: Οι ‘Ελληνες προεστοί που συνεργάζονταν με τους Οθωμανούς και συνέλεγαν και τους φόρους έγιναν πολιτικοί μετά την απελευθέρωση και συνέχισαν να ασκούν τις ίδιες πρακτικές επί ενός λαού αρχικά αμόρφωτου και συνηθισμένου να τις θεωρεί ως φυσιολογικές. Η προσπάθεια του πρώτου Κυβερνήτη της Ελλάδος Ι. Καποδίστρια να αλλάξει αυτές τις συνήθειες οδήγησε στη δολοφονία του (1831). Η ελληνική κοινωνία ήταν αποκομμένη από την Ευρώπη, δεν βίωσε το Διαφωτισμό και γι αυτό δεν μπόρεσε να κατανοήσει τα ξένα πρότυπα που της επιβλήθηκαν. Και παρά το γεγονός ότι στη σημερινή Ελλάδα η αναλογία των πτυχιούχων πανεπιστημίου στο σύνολο του πληθυσμού είναι από τις υψηλότερες στην Ευρώπη, το πολιτικοκοινωνικό περιβάλλον της χώρας τούς επιβάλλει να συμμορφώνονται στις παληές πρακτικές. Για παράδειγμα, όταν θέλει κανείς να διοριστεί στο Δημόσιο, να πάρει μετάθεση ή προαγωγή κλπ. βοηθάει πολύ η παρέμβαση πολιτικών παραγόντων. Επί πλέον, άν και ονομαστικά υπάρχουν όλες οι κοινωνικές υπηρεσίες προς τους πολίτες, στην πράξη τα φορολογικά έσοδα μισθοδοτούν υπεράριθμους υπαλλήλους και σπαταλούνται από κακοδιοίκηση. Άρα οι προσφερόμενες κοινωνικές υπηρεσίες δεν είναι ικανοποιητικές και αυτό δίνει άλλοθι σε όσους φοροδιαφεύγουν. Αυτά όμως θάπρεπε να τα έχουμε αλλάξει.
4. Είναι οι Έλληνες απείθαρχοι και αναξιόπιστοι;
Ιδιότητες που προσιδιάζουν ιδιαίτερα σε μεσογειακούς λαούς, ίσως λόγω και του κλίματος. Σε ένα ασταθές περιβάλλον όπως αυτό που περιγράφηκε, όπου οι κανόνες αλλάζουν συνεχώς και χωρίς αξιόλογη κρατική πρόνοια, η ανάγκη επιβίωσης των ατόμων αναπτύσσει ιδιαίτερα την ευελιξία, τη φαντασία και την προσαρμοστικότητα δηλαδή την ικανότητα επιβίωσης. Όταν αυτές οι ικανότητες ασκούνται σε ένα πιό ορθολογικό περιβάλλον προσδίδουν στο άτομο ένα συγκριτικό πλεονέκτημα. Δεν είναι επομένως τυχαίο ότι ο μεγαλύτερος εμπορικός στόλος στον κόσμο είναι στα χέρια Ελλήνων εφοπλιστών, οι οποίοι (πέρα από τη ναυτική μας παράδοση) λειτουργούν σε διεθνές περιβάλλον και πέρα από τις «δαγκάνες» του Ελληνικού κράτους. Όμως, η συχνή αλλαγή των κανόνων, η διαπλοκή και η υπέρμετρη ευελιξία καθιστούν τους εκάστοτε νόμους μη υπολήψιμους και οδηγούν συχνά σε συμπεριφορές απειθαρχίας και αναξιοπιστίας.
Αυτά λοιπόν που κρατούν πίσω τη σύγχρονη Ελλάδα είναι μια παρωχημένη νοοτροπία που συνεχίζεται εξ αιτίας φαύλων πολιτικών, ενός εκλογικού σώματος που τους ανέχθηκε τόσα χρόνια με αδιαφορία ή με κοντόφθαλμη ιδιοτέλεια και ενός κράτους που δεν αποσκοπεί τόσο στην εξυπηρέτηση του πολίτη όσο στην φεουδαρχικού τύπου εκμετάλλευσή του. Η παρούσα οικονομική κρίση δημιουργεί επιθυμία και προϋποθέσεις για να μπεί μια καλύτερη τάξη στα πράγματα και δεν θα πρέπει να ξενίζει η προσωρινή άνοδος της ακροδεξιάς αφού αυτή επαγγέλλεται μια τάξη σε τομείς όπου σήμερα βασιλεύει το χάος.
5. Αντιπαθούν οι Έλληνες τους Γερμανούς ;
Τα τελευταία 2,5 χρόνια οι περισσότεροι Έλληνες είδαν το εισόδημά τους να εξανεμίζεται από φόρους, περικοπές και υψηλή ανεργία χωρίς να διαβλέπουν προοπτική και παρά τις απίστευτες θυσίες που υπομένουν. Η κυβέρνηση Γ. Παπανδρέου όχι μόνο δεν εξήγησε στο λαό την αλήθεια για την αναγκαιότητα των αλλαγών αλλά αντίθετα απέδιδε στην «κακή» Τρόϊκα την ευθύνη ακόμη και για μέτρα που η ίδια εισηγούνταν, χωρίς παράλληλα να διορθώνει τα κακώς κείμενα. Έτσι η οργή του λαού κατευθύνθηκε προς τα Μνημόνια και ιδιαίτερα προς τη Γερμανία που είχε τις κύριες πρωτοβουλίες και ξύπνησε και παληές κακές μνήμες. Βέβαια αυτό δεν δίνει άλλοθι στη στάση της παρούσας Γερμανικής Κυβέρνησης έναντι της Ελλάδος που είχε εν πολλοίς τιμωρητικό χαρακτήρα και αγνόησε την επισήμανση των Αμερικανών ότι η κρίση αφορά ολόκληρη την Ευρωζώνη. Oύτε δικαιολογεί μερίδα του γερμανικού Τύπου που απέδιδε με απαξιωτικά σχόλια όλα τα δεινά της Ευρωζώνης στην ανυπότακτη και σπάταλη μικρή Ελλάδα, την οποία διαπομπεύει απρεπώς σε καθημερινή βάση για να αποσπάσει την προσοχή των αναγνωστών του από τις εσφαλμένες επιλογές των δανειστών και τα σκληρότατα μέτρα που επιβλήθηκαν στην Ελλάδα και σκότωσαν την οικονομία της. Και αυτό γίνεται εκ του ασφαλούς διότι δεν έκαναν φυσικά κάτι ανάλογο το 2008 απέναντι στις ΗΠΑ όταν οι γερμανικές τράπεζες έχασαν πολλά χρήματα εξ αιτίας της κατάρρευσης της Lehman Brothers και όσων επακολούθησαν. Η επέκταση της κρίσης δείχνει ότι η Ελλάδα δεν έπρεπε να γίνει ο αποδιοπομπαίος τράγος αφού τα κύρια αίτια αποδίδονται τώρα στις δομικές αδυναμίες του Ευρώ, στις επιθέσεις που δέχεται το Ευρώ από τις «αγορές» των ΗΠΑ και στην προσπάθεια Γερμανικών τραπεζών να αποσβέσουν τις τοξικές ζημιές τους αντλώντας κεφάλαια από τον αδύνατο Νότο.
Ένας διορατικός ηγέτης αναδέχεται και τις υποχρεώσεις του και είναι έτοιμος να αντιληφθεί τις αστοχίες του και να αλλάξει πορεία. Η Γερμανία πρέπει επί τέλους να συνειδητοποιήσει ότι το δικό της μοντέλο ανάπτυξης δεν ταιριάζει σε όλους και να δεί τα πράγματα με ευρύτερο πνεύμα. Πρέπει να αποφασίσει αν επιθυμεί μια Ευρωπαϊκή Γερμανία “primum inter pares” ή μια Γερμανική Ευρώπη (όση θα απομείνει). Οφείλει τέλος να αναγνωρίσει το λανθασμένο τρόπο, με τον οποίο χειρίστηκε την ελληνική κρίση χρέους και να δείξει περισσότερη κατανόηση απέναντι σ’ένα λαό που ποτέ δεν πείραξε τη Γερμανία και που παρασύρθηκε προσωρινά και πληρώνει τραγικά δυσανάλογα το παράπτωμά του έχοντας μετατραπεί σε πειραματόζωο της κρίσης. Τότε η προδιάθεση των Ελλήνων να συγχωρούν είναι βέβαιο ότι θα λειτουργήσει και πάλι. Αλλά και οι Έλληνες θα πρέπει να μη ξεχνούν ότι Γερμανοί συνέβαλαν στα ελληνικά πράγματα είτε δια του Όθωνα (πρίγκιπα της Βαυαρίας) είτε με την εις βάθος ανάλυση της ελληνικής ιστορίας, φιλοσοφίας, γλώσσας και αρχαιολογίας καθώς και με αρκετά διάσημα νεοκλασσικά κτήρια.
Τέσσερεις χιλιάδες χρόνια ιστορικής συνέχειας επιβεβαιώνουν το κύριο γνώρισμα της κοινωνίας των Ελλήνων: την ικανότητα επιβίωσης, που επιτυγχάνεται με την προσαρμογή και την αφομοίωση. Η Ελλάδα αφομοίωσε εισβολείς και μετανάστες ανά τους αιώνες προσαρμοζόμενη εκάστοτε στις νέες συνθήκες, διατηρώντας όμως παράλληλα τα βασικά ατομικά και κοινωνικά της γνωρίσματα. Άλλοτε παρήγαγε σκέψη, γνώση και επιχειρηματικότητα, άλλοτε τα μετέφερε στο εξωτερικό για να τα διατηρήσει και τα επανεισήγαγε όταν οι περιστάσεις το επέτρεψαν.
Κατά την εκτίμησή μου, δύο ήσαν οι μεγάλες καταστροφές του νεώτερου Ελληνισμού: (1) Το 1922 όταν ξεριζώθηκαν από τους Τούρκους οι προαιώνιοι ελληνικοί πληθυσμοί της Μ. Ασίας και (2) η προοδευτική αλλοτρίωση των προτύπων της ελληνικής κοινωνίας από τη δεκαετία του 1970 έως σήμερα, με την άκριτη υιοθέτηση Αμερικανικής προελεύσεως προτύπων με βάση την υπέρμετρη κατανάλωση αγαθών και πολιτισμικών στοιχείων ξένων προς τις ελληνικές παραδόσεις. Αυτά απεικονίζονται εύγλωττα στην παρακμή της ποίησης, της μουσικής και του κινηματογράφου. Ίσως η παρούσα κρίση επιφέρει την εκ νέου ανάδειξη των παραδοσιακά θετικών στοιχείων της ελληνικής κοινωνίας και την επιλεκτική προσαρμογή και αφομοίωση συμβατών δυτικοευρωπαϊκών προτύπων που θα οδηγήσουν σε μια Ελλάδα με περισσότερη αυτάρκεια και αυτοσεβασμό.