Σε ένα καταφανώς ειρωνικό της άρθρο, η βρετανική εφημερίδα Guardian στηλιτεύει την εργασιακή πολιτική των συμβάσεων μηδενικών ωρών (zero-hours contracts) –ένα καθεστώς που έχει επικριθεί επειδή δεν προσφέρει ούτε κανονική εργασία, αλλά ούτε και σταθερό εισόδημα, ενώ είναι σαφώς προς όφελος κι εργοδότη κι όχι του εργαζομένου. Με τον τίτλο «Γιατί να σταματήσουμε τις συμβάσεις μηδενικών ωρών; Ας αναβιώσουμε και την παιδική εργασία», ο τακτικός αρθρογράφος της εφημερίδας Λάρι Έλιοτ σημειώνει πως «είναι κρίμα που ο Καρλ Μαρξ δεν ζει για να σχολιάσει το γεγονός πως το 90% των εργαζομένων της επιχείρησης Sports Direct δουλεύουν υπό καθεστώς εργασιακής σύμβασης μηδενικών ωρών».
Τη περασμένη εβδομάδα η εθνική στατιστική υπηρεσία της Βρετανίας με δημοσίευμα της ανακοίνωσε ότι ο αριθμός των εργαζομένων με zero-hours contracts έχει αυξηθεί κατά 25%, φτάνοντας τα 250.000 άτομα. Οι εργοδότες που απασχολούν υπαλλήλους με τις ευέλικτες «συμβάσεις μηδενικών ωρών» ξεπερνούν πλέον τους 1.000, μεταξύ των οποίων καταστήματα και μεγάλες αλυσίδες λιανικής, ξενοδοχεία, αλλά και δεκάδες ακόμη επιχειρήσεις, κυρίως στο κλάδο της ψυχαγωγίας, της υγείας και της παιδείας. Στη λίστα βρίσκεται ακόμη και το Ανάκτορο του Μπάκιγχαμ!
Αντίστοιχη έρευνα που έδωσε στη δημοσιότητα το βρετανικό Chartered Institute of Personnel and Development (Ινστιτούτο Προσωπικού κι Ανάπτυξης) έδειξε ότι ο πραγματικός αριθμός των εργαζομένων ξεπερνάει το ένα εκατομμύριο, αριθμός που αναλογεί στο 4% του εργατικού δυναμικού της χώρας.
Στις συμβάσεις αυτές ο εργαζόμενος δεν έχει καμία απολύτως γνώση για το πόσες ώρες και ημέρες θα δουλέψει, δεν καλύπτεται από το νόμιμο κατώτερο μισθό και δεν έχει δικαίωμα επιδόματος ασθενείας ή, πολύ περισσότερο, αδείας. Πληρώνεται μόνο για τις ώρες που εργάζεται, και το χειρότερο είναι ότι για το υπόλοιπο διάστημα της εβδομάδας είναι υποχρεωμένος να βρίσκεται σε καθεστώς αναμονής για την περίπτωση που θα επικοινωνήσουν μαζί του (αν δεήσουν να επικοινωνήσουν, ακόμη και τη τελευταία στιγμή ), ζητώντας του να προσέλθει για εργασία.
Όμως, όσο βρίσκεται σε αναμονή δεν έχει δικαίωμα να αναζητήσει άλλη δουλειά, εκτός και αν πάρει το πράσινο φως και την σχετική άδεια από τον εργοδότη του.
«Ο συγγραφέας του Κομμουνιστικού Μανιφέστου θα ειχε επίσης πολλά να πει όσον αφορά στο ότι ένας στους τέσσερις ανθρώπους δουλεύουν υπό καθεστώς τυχαίας εργασίας [χωρίς να ξέρουν πόσο θα εργάζονται για πόσες ώρες την ημέρα]», επισημαίνει ο Ελιοτ, συμπληρώνοντας με περίσσια βιτριολική ειρωνεία πως «ο [υπουργός Επιχειρήσεων] Βινς Κέιμπλ θα μπορούσε να μηχανευτεί κι άλλους τρόπους ώστε να κάνει την εργασιακή αγορά ακόμη πιο «ευέλικτη»: για παράδειγμα, να επαναφέρει το Νόμο για τα Εργοστάσια του 1874, ο οποίος απαγόρευε σε παιδιά κάτω των δέκα ετών να εργάζονται σε αυτά ή τον προηγηθέντα Νόμο του Δεκαώρου του 1847, ο οποίος επέβαλε πως κανένα παιδί δεν θα εργάζεται για παραπάνω από δέκα ώρες την ημέρα. Ή να είναι ακόμη πιο τολμηρός και να ανακοινώσει πως το βρετανικό κοινοβούλιο έκανε λάθος όταν το 1841 ψήφισε να σταματήσει η εργασία σε υπόγειο χώρο για παιδιά κάτω των δέκα ετών».
Το συγκεκριμένο καθεστώς εργασίας πρωτοθεσπίστηκε τη δεκαετία του ’90 για να εξυπηρετήσει κυρίως το λιανεμπόριο και τα εποχικά επαγγέλματα.