«Ερωτας ή τίποτα». Το παλιό δίπολο του Πολ Ελυάρ και του Αντρέ Μπρετόν αναβιώνει στην Αθήνα της κρίσης ανάμεσα σε οργισμένα συνθήματα, κραυγές απόγνωσης και σκληρά στένσιλ. Παρά τον φαινομενικά αντιπολιτικό χαρακτήρα του, ανακηρύχθηκε το πιο δημοφιλές γκραφίτι και ενέπνευσε πλούσια αρθρογραφία, παραγωγή λόγου και τέχνης. Ισως επειδή στο «τίποτα» της υψηλής ανεργίας, της εργασιακής επισφάλειας, των λουκέτων, των άδειων δρόμων, της απότομης φτωχοποίησης, ο έρωτας εξακολουθεί να αποτελεί μια δυνατότητα απεγκλωβισμού και ανανοηματοδότησης, «μια κατασκευή αλήθειας», όπως το κωδικοποιεί ο γάλλος φιλόσοφος Αλέν Μπαντιού ως «μια εμπειρία του κόσμου, μια επανεπινόηση της ζωής μέσα από τη σκοπιά του Δύο και όχι της μοναχικής συνείδησης».
«Oταν πρωτοείδα αυτό το σύνθημα στους δρόμους της Αθήνας, κόλλησα. Αναρωτιόμουν αν ο έρωτας, οι σχέσεις, το σεξ μπορούν να είναι το καταφύγιο σε δύσκολες συγκυρίες» σχολιάζει στο ΒHmagazino ο δημοσιογράφος του BBC Πολ Μέισον, αλλά σπεύδει να μας προσγειώσει απότομα: «Η κρίση, όμως, θα σε βρει, όπου και αν κρυφτείς». Η αλήθεια είναι ότι η οικονομική κρίση έχει καθηλωτική ισχύ, δεν είναι ένα απλό οικονομοτεχνικό μέγεθος. Ανατρέπει προγραμματισμούς ζωής και κανονικότητες, αλλάζει την καθημερινότητα και διεισδύει στα πιο ευαίσθητα σημεία της υποκειμενικότητας, όπως είναι η ερωτική ζωή. Αυτό το τελευταίο οχυρό, όμως, αποδεικνύεται πιο ανθεκτικό. Ιστορίες όπως αυτή της Νουράι και του Οζγκούρ, που γνωρίστηκαν, ερωτεύτηκαν και παντρεύτηκαν στην πλατεία Ταξίμ κατά τη διάρκεια των πρόσφατων διαδηλώσεων, υπάρχουν και στη μνημονιακή Ελλάδα, ακόμη και αν παραμένουν αθέατες και δεν κάνουν τον γύρο του κόσμου. Αποτυπώθηκαν στις φωτογραφίες των ζευγαριών που φιλιούνται με πάθος μέσα στα δακρυγόνα, κάτω από τα κλομπ της αστυνομίας. Life goes on. Ο κόσμος εξακολουθεί να φλερτάρει, να ερωτεύεται, να κάνει σεξ, να χωρίζει. Μόνο που πλέον όλες αυτές οι διαδικασίες είναι ενταγμένες στην πένθιμη ατμόσφαιρα μιας χώρας σε σοκ και έτσι άλλες φορές αποτελούν μια χαραμάδα φωτός και άλλες συμπαρασύρονται στο σκοτάδι.
Αντιερωτική Αθήνα
«Δεν έχω δει ποτέ την Αθήνα τόσο καταθλιπτική το βράδυ. Ακόμη και οι παραδοσιακές μπουρδελότσαρκες των πιτσιρικάδων γίνονται όλο και πιο σπάνιες. Ζούμε σε μια εποχή αντιερωτική, η επιθυμία περιορίζεται όπως όλα τα άλλα. Οι νέοι που δεν είναι πολιτικοποιημένοι γίνονται συντηρητικοί. Πολλοί φίλοι μου θέλουν να φύγουν, ειδικά αν είσαι νέος και γκέι, πνίγεσαι εδώ. Το χειρότερο είναι ότι κινδυνεύουμε να κυριαρχήσει η στέρηση σε όλους τους τομείς της ζωής μας» σχολιάζει στο ΒHmagazino η γνωστή ακτιβίστρια του κινήματος για τη σεξουαλική απελευθέρωση, Πάολα Ρεβενιώτη. Τα στατιστικά στοιχεία την επιβεβαιώνουν. Το σεξ δεν ξέφυγε από τον κανόνα των περικοπών. Οπως μας επισημαίνει η ερευνήτρια του Ινστιτούτου Ψυχικής και Σεξουαλικής Υγείας Μαρίνα Μόσχα, όσο βαθαίνει η κρίση, τόσο κάμπτεται η σεξουαλική δραστηριότητα των ανθρώπων. Σύμφωνα με τα στοιχεία του ινστιτούτου για το πρώτο τρίμηνο του 2013, το 61% των ερωτηθέντων ανδρών δηλώνει ότι η κρίση έχει επηρεάσει αρνητικά τη σχέση τους – ομοίως απαντά το 55% των γυναικών. Το 66% των ανδρών και το 54% των γυναικών δηλώνουν ότι η οικονομική δυσπραγία έχει επηρεάσει αρνητικά τη σεξουαλική τους ζωή. Επιπλέον, το 57% των ανδρών έχει μειώσει τις σεξουαλικές του επαφές και μόλις το 9% τις έχει αυξήσει.
Συμπερασματικά, προκύπτει ότι για έναν στους δύο πολίτες έχει καμφθεί η σεξουαλική δραστηριότητα και έχουν αυξηθεί οι σεξουαλικές διαταραχές. Ειδικότερα ως προς το φύλο, τα εμπειρικά δεδομένα δείχνουν ότι οι άνδρες αντιμετωπίζουν κυρίως στυτικές δυσλειτουργίες και απώλεια ελέγχου της εκσπερμάτισης (1/3), ενώ οι γυναίκες αντιμετωπίζουν σε υψηλά ποσοστά αναστολή της ερωτικής επιθυμίας και έλλειψη οργασμού. Το έντονο στρες και η ανασφάλεια που προκαλούν τα μέτρα αυστηρής λιτότητας τέμνονται από τις νόρμες για τους έμφυλους ρόλους της «αρρενωπότητας» και της «θηλυκότητας», προκαλώντας αποδόμηση της ταυτότητας, η οποία διαπερνά και τις ερωτικές σχέσεις.
«Οταν το δυσμενές οικονομικό περιβάλλον στερεί από τα άτομα ευκαιρίες να συνεισφέρουν στη σχέση μέσα από τους συνηθισμένους ρόλους τους, οι ισορροπίες ανατρέπονται και οι ταυτότητες που έχουν διαμορφωθεί μέσα στο ζευγάρι κλονίζονται, όταν το ένα από τα δύο μέλη, για παράδειγμα, χάσει σημαντικό μέρος του μισθού του ή μείνει άνεργο. Δημιουργείται, όμως, το εξής παράδοξο. Αφενός πιέζει τα μέλη των σταθερών δεσμών, οδηγώντας τα συχνά προς την επιθυμία για έξοδο από τη σχέση, αφετέρου τα εξαναγκάζει να κωλυσιεργήσουν επί μακρόν μέσα στην ανεπιθύμητη πια δέσμευση, επειδή η έξοδος έχει για αυτούς οικονομικό (με την ευρεία έννοια) κόστος! Ολα αυτά αφορούν πιο πολύ τα διάφορα είδη σταθερών σχέσεων. Για τις λιγότερο σταθερές, ανεπίσημες σχέσεις τα πράγματα είναι κάπως διαφορετικά. Η περιρρέουσα ατμόσφαιρα της κρίσης είναι δυνατόν να κάνει τους ανθρώπους να συμπεριφέρονται πιο διερευνητικά, πειραματικά και ελεύθερα στο επίπεδο της γνωριμίας και της ερωτοτροπίας» παρατηρεί ο καθηγητής Κοινωνικής Ψυχολογίας των Διαπροσωπικών Σχέσεων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, Παναγιώτης Κορδούτης.
Ερωτες των άκρων
Η εποχή που διανύουμε ευνοεί κατά βάση την απομόνωση και περιορίζει τον έρωτα κυρίως σε δύο εκδοχές, αυτή που προσιδιάζει σε ασφαλιστικό συμβόλαιο έναντι παντός ρίσκου με τη μορφή μια άνευρης συζυγικότητας και αυτή της οριοθετημένης σεξουαλικής διευθέτησης χωρίς καμία αξίωση πάθους. Σε αντανάκλαση των πολιτικών εξελίξεων με την άνοδο της Ακροδεξιάς και τη γενικότερη συντηρητικοποίηση του πολιτικού σκηνικού, είναι σαφής μια αναδίπλωση σε ένα σφιχτό ηθικοπλαστικό πλαίσιο με κυρίαρχο στοιχείο τον γενικευμένο φόβο. Η παλινδρόμηση στην οικογένεια είναι βασικό σύμπτωμα με αντιφατικές συνέπειες. Αφενός υποκαθιστά όψεις του κοινωνικού κράτους που συρρικνώνεται, αποτρέποντας φαινόμενα γενικευμένης εξαθλίωσης, αφετέρου υπονομεύει τη δυνατότητα ανεξαρτησίας και αυτενέργειας του ατόμου. Δεν πρόκειται, όμως, για μια στατική κατάσταση. Αντιθέτως, υπάρχουν ενδείξεις που επιβεβαιώνουν τη διάθεση για ξύπνημα και διαφυγή, ακόμη και αν εκδηλώνονται με μια σπασμωδικότητα. Πρόσφατη έρευνα για την περίοδο της κατάρρευσης της Lehman Brothers στις ΗΠΑ έδειξε ότι οι χρηματιστές περιόρισαν μεν τις σεξουαλικές επαφές με τις μόνιμες συντρόφους τους, αλλά παράλληλα αύξησαν τις σεξουαλικές δραστηριότητες με άλλες συντρόφους.
Η διάθεση για εξωσυζυγικές δραστηριότητες αυξάνεται και στην Ελλάδα. Σύμφωνα με έρευνα της Εταιρείας Μελέτης Ανθρώπινης Σεξουαλικότητας, τα ποσοστά απιστίας φθάνουν το 48% (35% απιστούν περιστασιακά και 13% διατηρούν μόνιμη εξωσυζυγική σχέση). Η συζυγική σχέση, που παλαιότερα ταυτιζόταν με τις συνθήκες ευφορίας, γίνεται αντικαθρέφτισμα της κρίσης και συμπυκνώνει τη δυσπραγία, γι’ αυτό και αυξάνεται η τάση για απιστία ως διαθλασμένη αμφισβήτηση των θεσμών και των αξιών. Ταυτόχρονα, επανέρχεται ο αυνανισμός ως βασική μορφή ερωτικής ικανοποίησης. Είναι ενδεικτικό ότι οι προηγούμενες μελέτες της εταιρείας έδειχναν ότι ο αυνανισμός αποτελούσε καθημερινή ενασχόληση για το 26% των ανδρών του δείγματος, ποσοστό που πλέον έχει εκτοξευθεί στο 49%. Η αύξηση των σεξουαλικώς μεταδιδόμενων νοσημάτων είναι επίσης σύμπτωμα της οικονομικής κρίσης. Από τη μία η δυσκολία πρόσβασης
στο δημόσιο σύστημα Υγείας για ένα τμήμα του πληθυσμού που ζει σε συνθήκες κοινωνικού περιθωρίου λειτουργεί ως παράγοντας κινδύνου, από την άλλη όμως αυτό που παρατηρείται στον γενικό πληθυσμό είναι ότι η κατάρρευση των μεγάλων προσδοκιών και των μακροχρόνιων επενδύσεων οδηγεί σε εφήμερες και ριψοκίνδυνες σεξουαλικές συμπεριφορές. Είναι ένα φαινόμενο που είχαν υπογραμμίσει και παλαιότερα οι «Times» του Λονδίνου αναφερόμενοι στους εργαζομένους στο Σίτι.
Την πολλαπλότητα και την αντιφατικότητα της ερωτικής συμπεριφοράς σε περίοδο κρίσης προσπαθεί να ερμηνεύσει μιλώντας στο ΒΗmagazino ο πρόεδρος του Ανδρολογικού Ινστιτούτου και της Εταιρείας Μελέτης Ανθρώπινης Σεξουαλικότητας, Κώστας Κωσταντινίδης: «Ο φόβος μπορεί να σε κάνει να ερωτευτείς ή να παγώσεις όπως το ποντίκι μπροστά στο φίδι. Αν φανταστούμε τη σεξουαλικότητα σαν θάλασσα, καταλαβαίνουμε ότι δεν είναι μαθηματικός τύπος, έχει παράδοξα. Στην κρίση των θεσμών ή γινόμαστε πιο συντηρητικοί ή θέλουμε να ξεφύγουμε από το κέλυφος των θεσμών. Η αλήθεια είναι ότι η ελληνική κοινωνία φαίνεται να πηγαίνει πιο δεξιά. Ο έρωτας, όμως, παραμένει το αντίδοτο στον θάνατο που μπορεί να σκοτώσει το τέρας του φόβου».
Βεβαιότητες υπό αίρεση
Σε αυτές τις συνθήκες, το βασικό κύτταρο της ελληνικής κοινωνίας, η πυρηνική οικογένεια, ενώ αποτελεί το τελευταίο άτυπο δίκτυο αλληλεγγύης, αλλά και θεμελιώδες στοιχείο του ιδεολογικού πυρήνα της, υφίσταται έντονους μετασχηματισμούς. Για τη νέα γενιά, στην οποία η ανεργία ή η μετανάστευση στο εξωτερικό αναδεικνύονται ως πεπρωμένο, η προοπτική του γάμου και της δημιουργίας οικογένειας φαντάζει εντελώς μακρινό και ανοικείο σενάριο. Τα στοιχεία της Στατιστικής Υπηρεσίας αποτυπώνουν την ελεύθερη πτώση του γάμου. Η αναλογία γάμων ανά 1.000 κατοίκους από 9%, που ήταν το 1960, έπεσε στο 7,3% το 1980 και πλέον βρίσκεται στο 5,3%. Το υψηλό κόστος του εθιμοτυπικού θρησκευτικού γάμου είχε ως αποτέλεσμα την πριμοδότηση του πολιτικού γάμου. Το 41,9% των μελλόνυμφων προτιμούν πλέον τον πολιτικό γάμο από μόλις 10,5% που ήταν το αντίστοιχο ποσοστό το 1995. Μεγάλο οικονομικό κόστος, όμως, έχουν και τα διαζύγια, όχι τόσο ως γραφειοκρατικές συμβολαιογραφικές πράξεις όσο ως προοπτική ανεξάρτητης (και οικονομικά) διαβίωσης. Στα στοιχεία από το Ληξιαρχείο του Δήμου Αθηναίων εντοπίζουμε ότι ο αριθμός των διαζυγίων, από 1.579 που ήταν το 2006, έφτασε στα 1.149 το 2010.
Οι νέοι δεν παντρεύονται και απομακρύνονται προοδευτικά από το αξιακό σύστημα των προηγούμενων γενεών, ψηλαφίζοντας τα δικά τους μονοπάτια σε ένα εκκρεμές που περιλαμβάνει από την απολίτικη και οργισμένη αντίδραση σε ό,τι παραπέμπει στον κόσμο που γκρεμίζεται μέχρι τον αναστοχασμό, το ρήγμα στην κοινωνική υποκρισία και στον καθωσπρεπισμό και τον πειραματισμό. Από την άλλη, όσοι βρίσκονται ήδη σε μια συζυγική σχέση που απογυμνώνεται πλέον από την επίφαση ευτυχίας που προκαλούσε το καταναλωτικό πρότυπο ζωής, δυσκολεύονται να διαρρήξουν αυτόν τον δεσμό και να αντικρίσουν το άγνωστο σε περίοδο διάχυτης αβεβαιότητας. Απόρροια αυτής της συνθήκης, σε συνδυασμό με την όξυνση του σεξιστικού κλίματος, είναι η αύξηση της ενδοοικογενειακής βίας, με τον πολλαπλασιασμό των κρουσμάτων μεταξύ ερωτικών συντρόφων, αλλά και τη θυματοποίηση των ανηλίκων. Η σεξουαλική, σωματική και λεκτική βία έχει αυξηθεί την τελευταία διετία σε ποσοστό 47%, φθάνοντας στο όχι και τόσο ευρωπαϊκό δεδομένο μία στις τρεις γυναίκες να δηλώνει ότι έχει πέσει θύμα ξυλοδαρμού.
Αυτά τα στοιχεία κινητοποίησαν μια ομάδα δημιουργών, τη Θεόπη Σκαρλάτος – συνεργάτιδα του BBC – και τον Κώστα Καλλέργη να φτιάξουν ένα ντοκυμαντέρ, που θα κυκλοφορήσει τον Οκτώβριο, για τον έρωτα την εποχή της κρίσης. «Εδώ και δύο χρόνια κάνουμε συνέχεια θέματα για την κρίση. Υπάρχουν, όμως, πτυχές της κρίσης που δεν έχουν εξερευνηθεί, όπως είναι ο έρωτας, που μας αφορά όλους» μας λέει ο Κώστας. Από τις ιστορίες που κατέγραψαν, διηγείται αυτή που τον κλόνισε περισσότερο: «Μια κοπέλα προσπαθούσε χρόνια να αποκτήσει παιδί μέσω εξωσωματικής. Κάποια στιγμή τα κατάφερε και έπειτα από δύο μήνες απολύθηκε. Αποφάσισε τότε να κάνει άμβλωση, ο επιβλέπων γιατρός αρνήθηκε, αλλά εκείνη επέμεινε. Αυτό που εγώ εισπράττω είναι ότι ειδικά οι νέοι έχουν μεγάλο δισταγμό για την απόκτηση παιδιών και έχουν την τάση να αναβάλλουν τις μεγάλες αποφάσεις».
Ανθρωποφαγική κρίση
Η κρίση τρώει τα παιδιά της… με την κυριολεκτική έννοια. Το Κραχ του 1929 συνδέθηκε με την απότομη πτώση των γεννήσεων, φαινόμενο που επαναλήφθηκε στην πετρελαϊκή κρίση της περιόδου 1973-1975, στην ασιατική κρίση της δεκαετίας του ’90 και στις πρώην σοβιετικές δημοκρατίες μετά την κατάρρευση του ανατολικού μπλοκ. Ετσι και στην Ελλάδα, από το 2009 και μετά παρατηρείται πτώση των γεννήσεων της τάξης του 10,13% και αντιστρόφως αύξηση των γεννήσεων νεκρών εμβρύων κατά 21,1%, εξέλιξη που τα διεθνή επιδημιολογικά πορίσματα συσχετίζουν με την ανεργία των γυναικών. Τα τηλεπαράθυρα του λαϊκισμού και της εύκολης συγκίνησης γεμίζουν συχνά με δακρύβρεχτες ιστορίες ζευγαριών και κυρίως μονογονεϊκών οικογενειών που αδυνατούν να μεγαλώσουν τα παιδιά τους. Παράλληλα, επανεμφανίζονται δειλά δειλά μεσαιωνικές φωνές που αμφισβητούν το δικαίωμα στην άμβλωση, στο κλίμα ενός ιδιότυπου ακροδεξιού φονταμενταλισμού.
«Ο θάνατος – έγραφε ο Χέγκελ – ζει μια ζωή ανθρώπινη». Η διατύπωση του μεγάλου γερμανού φιλοσόφου ταιριάζει στην Ελλάδα του σοκ, που προκρίνει μια ζωή απομαγευμένη. Στο ντιβάνι του ψυχαναλυτή – το οποίο γίνεται όλο και πιο απρόσιτο για μεγάλα τμήματα του πληθυσμού – θα μας εξηγούσαν πως τα άτομα αποσύρουν τις λιβιδινικές τους επενδύσεις από τον κόσμο των εξωτερικών αντικειμένων και καταφεύγουν εύκολα σε συντηρητικά σύνολα που υπόσχονται συμπαγείς ταυτότητες, όπως είναι η οικογένεια και η θρησκεία. Είναι αυτή η συζήτηση που πάντα καταλήγει στο άλυτο οιδιπόδειο και στο πρωτογενές τραύμα του γονεϊκού δεσμού και σε κάνει σε να κοιτάς με απορία τη μητέρα σου. Είναι, όμως, το ίδιο αυτό απειλητικό περιβάλλον της αστάθειας που ευνοεί παράλληλα μια πιο εφήμερη ματιά στις ανθρώπινες διαδρομές και μπορεί να προτάξει την επιθυμία απαλλαγμένη από τη διαμεσολάβηση των υλικών αγαθών. Ο ψυχίατρος και διδάκτορας του Πανεπιστημίου Πατρών Γιώργος Νικολαΐδης αναλύει αυτή τη δυνατότητα της κρίσης ως ευκαιρίας: «Η αποεπένδυση από μεταβατικού χαρακτήρα αντικείμενα μπορεί να αποτελέσει και την υπέρτατη οδό διεξόδου από την κρίση: χωρίς την ανάγκη οι ερωτικές επενδύσεις μας να διαμεσολαβούνται από υλικά αγαθά, αντικείμενα και προϋποθέσεις, ίσως είναι δυνατό να ανακαλύψουμε ξανά τη χαρά της ζωής στις ανθρώπινες σχέσεις αυτές καθαυτές, στην πίστη ότι υπάρχει άλλος άνθρωπος, η εμπιστοσύνη στον οποίο μπορεί να αποτελέσει τη θεμέλια παραδοχή νέων ερωτικών επενδύσεων».
Αυτή την προβληματική ενσωματώνει στην πολυβραβευμένη του ταινία «Το αγόρι τρώει το φαγητό του πουλιού» ο σκηνοθέτης Εκτορας Λυγίζος. Ο Γιώργος είναι ένας 22χρονος άνεργος νέος σε μια σκληρή και αποξενωμένη πόλη, στην Αθήνα της κρίσης. Δεν έχει πόρους να καλύψει τις βασικές ανάγκες του. Εχει μόνο ένα καναρίνι που αναγκάζεται να βάλει σε μια κρυψώνα όταν μένει άστεγος. Ο βασικός προβληματισμός, που διατρέχει την ταινία με τον πιο ωμό και απολύτως αληθινό τρόπο, είναι το ζήτημα της επιβίωσης. Ο ήρωας, όμως, έχει ανάγκη από έρωτα και φροντίδα, την οποία, εξαιτίας της ακραίας κατάστασής του, επικοινωνεί με πολύ άγαρμπο τρόπο. Στο τέλος, αυτό ακριβώς το ξύπνημα του ερωτικού βλέμματος είναι που διαμορφώνει μια προοπτική λύτρωσης. «Οταν βρίσκεσαι σε τόσο οριακή κατάσταση, επιστρέφεις στις βασικές ανάγκες, μια τέτοια είναι και ο έρωτας, η ανάγκη να καθρεφτίζεσαι στα μάτια κάποιου άλλου. Ζούμε σε μια εποχή όπου η σωματική επαφή είναι ενοχοποιημένη, όσο και αν φαίνεται ελεύθερη, το άγγιγμα είναι δύσκολο, όπως και το να είμαστε ο εαυτός μας όταν κάνουμε έρωτα. Υπάρχει όμως αυτή η ανάγκη, είναι πρωταρχική» επισημαίνει στο ΒHmagazino ο σκηνοθέτης της ταινίας. Συνυπογράφουμε. Μια χώρα αποερωτικοποιημένη, εκτός από φτωχή, είναι και βαρετή, στη μελωδία ενός αργόσυρτου και ανέμπνευστου ρέκβιεμ. Ο έρωτας μπορεί να αποτελέσει το σημείο διασταύρωσης του πολιτικού με το προσωπικό, την αμφισβήτηση του παλιού με τη γέννηση του νέου, έτσι όπως γράφτηκε σε έναν τοίχο: «Οσα ρούχα και να αγοράσεις, εγώ θα σε βλέπω πάντα γυμνή».
*Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 4 Αυγούστου 2013