Σχεδόν μονοπώλησε την πρώτη θέση στα θέματα της επικαιρότητας, πριν λίγες μέρες, το «συσσίτιο μόνο για Έλληνες» (το αποκληθέν και «συσσίτιο μίσους») που διοργάνωσε η «Χρυσή Αυγή» (https://www.tovima.gr/society/article/?aid=523672). Όχι μόνο ο δημοσιογραφικός κόσμος, αλλά και απλοί πολίτες, χρήστες του Διαδικτύου, εξέφρασαν την αντίθεσή τους στην πρωτοβουλία αυτή, την οποία ευθέως χαρακτήρισαν ρατσιστική. Μακριά από ιδεολογικές ευαισθησίες και αυτονόητες ανθρωπιστικές ενστάσεις, ας εξετάσουμε το ζήτημα από καθαρά πραγματιστική σκοπιά για να δούμε ποιος βγήκε, τελικά, ωφελημένος από όλο αυτό το θόρυβο που – κατανοητά – δημιουργήθηκε από τους ομνύοντες στο όνομα και τις αξίες της Δημοκρατίας…
Σε επίπεδο ηθικής, η καταγγελία της πρωτοβουλίας της Χ.Α. αποτελεί παραβίαση ανοικτών θυρών! Ο διαχωρισμός των πεινασμένων σε «δικούς μας» και «άλλους» αντίκειται προς κάθε έννοια ανθρωπισμού και είναι εξαρχής καταδικασμένος στις συνειδήσεις των δημοκρατικών πολιτών. Προς τι, λοιπόν, η πλειοδοσία ηθικισμού που μας κατέκλυσε τις τελευταίες μέρες σχετικά με το θέμα αυτό; Από την άποψη της πολιτικής σκοπιμότητας, ο θόρυβος που δημιουργήθηκε ήταν όχι μόνο περιττός, αλλά ίσως και επιζήμιος για τις δημοκρατικές δυνάμεις.
Και εξηγούμαι: Κανένας δημοκρατικός πολίτης δεν περίμενε, ασφαλώς, να ακούσει όλες αυτές τις ηθικολογίες προκειμένου να μην ψηφίσει την Χ.Α. στις επόμενες εκλογές! Οι εν δυνάμει ψηφοφόροι της (εξαιρώ τα μέλη της ίδιας της οργάνωσης) αποτελούνται κυρίως από Έλληνες που έχουν απαυδήσει από την εισαγόμενη εγκληματικότητα, προϊόν της ανεξέλεγκτης (λαθρο)μετανάστευσης.
Ο υπερτονισμός (έστω και καταγγελτικός), λοιπόν, μιας συμβολικά «ελληνοκεντρικής» πράξης θα μπορούσε εν προκειμένω να λειτουργήσει ακόμα και ως στοιχείο διαφήμισης της Χ.Α. στις συνειδήσεις αυτών των εν απογνώσει τελούντων πολιτών (τους οποίους ορισμένοι, ελαφρά τη καρδία, χαρακτηρίζουν συλλήβδην ως «φασίστες»).
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η πρωτοβουλία της Χ.Α. ήταν πολιτικώς πονηρή: επεδίωξε το θόρυβο μέσω της πρόκλησης. Και το θόρυβο που ζήτησε της τον πρόσφεραν αφειδώς οι δημοκρατικές δυνάμεις που, παρασυρμένες από τα ιδεολογικά ανακλαστικά τους, έπεσαν εύκολα στην παγίδα! Αφήνοντας μάλιστα αναπάντητα και κάποια ερωτήματα, όπως, π.χ., «γιατί ένα συσσίτιο για Έλληνες είναι πράξη μίσους, ενώ ένα αντίστοιχο μόνο για αλλοδαπούς θα ήταν πράξη αγάπης;», «γιατί οι καταγγέλλοντες εξαντλούν την ιδεολογία τους σε ρητορείες αντί να διοργανώσουν αυτοί ένα κοινωνικό συσσίτιο σε ανθρωπιστικά πρότυπα;», κλπ.
Για να μη μακρηγορούμε: Η Χ.Α. δεν αντιμετωπίζεται με ξόρκια και κατάρες ή με ευχολόγια. Αντιμετωπίζεται με εξάλειψη των αιτίων που την έφεραν στο πολιτικό προσκήνιο. Και ελάχιστα βοηθούν σ’ αυτή την κατεύθυνση οι πολιτικές εκείνες δυνάμεις που ανέχονται έως υποστηρίζουν την ιδέα της ανεξέλεγκτης (ακόμα και λαθραίας) μετανάστευσης, ενώ ταυτόχρονα δαιμονοποιούν τους κατασταλτικούς μηχανισμούς του κράτους καταγγέλλοντάς τους ως εξ ορισμού «αντιδημοκρατικούς»! Για τους απροστάτευτους, μη-προνομιούχους πολίτες της ελληνικής γειτονιάς, αυτά μπορεί και να ηχούν προκλητικά. Με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την εκλογική τους συμπεριφορά την κρίσιμη στιγμή…
Σε επίπεδο ηθικής, η καταγγελία της πρωτοβουλίας της Χ.Α. αποτελεί παραβίαση ανοικτών θυρών! Ο διαχωρισμός των πεινασμένων σε «δικούς μας» και «άλλους» αντίκειται προς κάθε έννοια ανθρωπισμού και είναι εξαρχής καταδικασμένος στις συνειδήσεις των δημοκρατικών πολιτών. Προς τι, λοιπόν, η πλειοδοσία ηθικισμού που μας κατέκλυσε τις τελευταίες μέρες σχετικά με το θέμα αυτό; Από την άποψη της πολιτικής σκοπιμότητας, ο θόρυβος που δημιουργήθηκε ήταν όχι μόνο περιττός, αλλά ίσως και επιζήμιος για τις δημοκρατικές δυνάμεις.
Και εξηγούμαι: Κανένας δημοκρατικός πολίτης δεν περίμενε, ασφαλώς, να ακούσει όλες αυτές τις ηθικολογίες προκειμένου να μην ψηφίσει την Χ.Α. στις επόμενες εκλογές! Οι εν δυνάμει ψηφοφόροι της (εξαιρώ τα μέλη της ίδιας της οργάνωσης) αποτελούνται κυρίως από Έλληνες που έχουν απαυδήσει από την εισαγόμενη εγκληματικότητα, προϊόν της ανεξέλεγκτης (λαθρο)μετανάστευσης.
Ο υπερτονισμός (έστω και καταγγελτικός), λοιπόν, μιας συμβολικά «ελληνοκεντρικής» πράξης θα μπορούσε εν προκειμένω να λειτουργήσει ακόμα και ως στοιχείο διαφήμισης της Χ.Α. στις συνειδήσεις αυτών των εν απογνώσει τελούντων πολιτών (τους οποίους ορισμένοι, ελαφρά τη καρδία, χαρακτηρίζουν συλλήβδην ως «φασίστες»).
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η πρωτοβουλία της Χ.Α. ήταν πολιτικώς πονηρή: επεδίωξε το θόρυβο μέσω της πρόκλησης. Και το θόρυβο που ζήτησε της τον πρόσφεραν αφειδώς οι δημοκρατικές δυνάμεις που, παρασυρμένες από τα ιδεολογικά ανακλαστικά τους, έπεσαν εύκολα στην παγίδα! Αφήνοντας μάλιστα αναπάντητα και κάποια ερωτήματα, όπως, π.χ., «γιατί ένα συσσίτιο για Έλληνες είναι πράξη μίσους, ενώ ένα αντίστοιχο μόνο για αλλοδαπούς θα ήταν πράξη αγάπης;», «γιατί οι καταγγέλλοντες εξαντλούν την ιδεολογία τους σε ρητορείες αντί να διοργανώσουν αυτοί ένα κοινωνικό συσσίτιο σε ανθρωπιστικά πρότυπα;», κλπ.
Για να μη μακρηγορούμε: Η Χ.Α. δεν αντιμετωπίζεται με ξόρκια και κατάρες ή με ευχολόγια. Αντιμετωπίζεται με εξάλειψη των αιτίων που την έφεραν στο πολιτικό προσκήνιο. Και ελάχιστα βοηθούν σ’ αυτή την κατεύθυνση οι πολιτικές εκείνες δυνάμεις που ανέχονται έως υποστηρίζουν την ιδέα της ανεξέλεγκτης (ακόμα και λαθραίας) μετανάστευσης, ενώ ταυτόχρονα δαιμονοποιούν τους κατασταλτικούς μηχανισμούς του κράτους καταγγέλλοντάς τους ως εξ ορισμού «αντιδημοκρατικούς»! Για τους απροστάτευτους, μη-προνομιούχους πολίτες της ελληνικής γειτονιάς, αυτά μπορεί και να ηχούν προκλητικά. Με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την εκλογική τους συμπεριφορά την κρίσιμη στιγμή…