Γιατί δεν φτάνει η απεριόριστη ρευστότητα της ΕΚΤ

Μετά το ξέσπασμα της κρίσης οι «ενέσεις» ρευστότητας και οι παρεμβάσεις της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) έχουν ξεπεράσει κάθε προηγούμενο για την αντιμετώπιση των συνεπειών της πιστωτικής ασφυξίας που έπληξε τον τραπεζικό κλάδο.

Μετά το ξέσπασμα της κρίσης οι «ενέσεις» ρευστότητας και οι παρεμβάσεις της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) έχουν ξεπεράσει κάθε προηγούμενο για την αντιμετώπιση των συνεπειών της πιστωτικής ασφυξίας που έπληξε τον τραπεζικό κλάδο. Το χρηματοπιστωτικό σύστημα άντεξε τους κραδασμούς, ωστόσο ο στόχος της χαλαρής νομισματικής πολιτικής για ενίσχυση της πραγματικής οικονομίας δεν φαίνεται να έχει επιτευχθεί, με δεδομένη την ύφεση στην οποία έχει εισέλθει η ευρωζώνη. Ο λόγος; Σύμφωνα με αναλυτές, το μεγαλύτερο μέρος της απεριόριστης φθηνής ρευστότητας που έχει διοχετεύσει η Ευρωτράπεζα στο τραπεζικό σύστημα δεν φτάνει στην αγορά, ιδιαίτερα στις χώρες της Νότιας Ευρώπης που το έχουν περισσότερο ανάγκη.
Οι ίδιοι κύκλοι σημειώνουν ότι η αδυναμία τροφοδότησης της οικονομίας με «φρέσκα» κεφάλαια είναι αποτέλεσμα της μακροοικονομικής αβεβαιότητας στη ζώνη του ευρώ και του αυστηρότερου κανονιστικού πλαισίου που είναι αναγκασμένες να εφαρμόζουν οι ευρωπαϊκές τράπεζες. Μόνο τυχαίο δεν είναι το γεγονός ότι, παρά τη διάθεση της ευρωπαϊκής νομισματικής αρχής να διατηρήσει το χαλαρό καθεστώς «για όσο χρειαστεί», σύμφωνα και με τις πρόσφατες δηλώσεις του επικεφαλής της Μάριο Ντράγκι, οι τράπεζες έχουν καταστεί πιο φειδωλές στη χορήγηση δανείων.
Σύμφωνα με την τελευταία σχετική έρευνα της ΕΚΤ, το δεύτερο τρίμηνο του 2013 η πλειονότητα των τραπεζών αυστηροποίησε τα κριτήρια χορήγησης δανείων, ενώ ανάλογη θα είναι η κατάσταση και το διάστημα ως και το τέλος Σεπτεμβρίου. «Τα ευρωπαϊκά πιστωτικά ιδρύματα, δεδομένης της ύφεσης και των δυσμενών προοπτικών για την οικονομία, προτιμούν να «παρκάρουν» τη διαθέσιμη ρευστότητά τους στην ΕΚΤ χάνοντας σημαντικά έσοδα από τόκους από το να διακινδυνεύσουν τη δημιουργία νέων επισφαλειών που μπορεί να οδηγήσουν σε επιπρόσθετες κεφαλαιακές ανάγκες» υπογραμμίζουν τραπεζικά στελέχη.
Χειρότερη βέβαια είναι η κατάσταση στον ευρωπαϊκό Νότο και ειδικά στην Ελλάδα, όπου η πορεία απομόχλευσης στην οποία έχει οδηγηθεί ο τραπεζικός κλάδος, οι μέχρι πρότινος εκκρεμότητες με την ανακεφαλαιοποίηση αλλά και η σοβαρή μείωση της ρευστότητας μέσω των καταθέσεων από το 2009 ως σήμερα έχουν ως αποτέλεσμα μια σοβαρή μείωση των δανειοδοτήσεων τόσο για νοικοκυριά όσο και για επιχειρήσεις. Μπορεί η χρηματοδότηση από το Ευρωσύστημα να έφτασε πέρυσι στο ιστορικό υψηλό των 130 δισ. ευρώ, ωστόσο τα κεφάλαια αυτά χρησιμοποιήθηκαν για να αναπληρώσουν τις απώλειες από τις εκροές καταθέσεων και όχι για νέο δανεισμό.
Σε έκθεση που δημοσιοποίησε η Ελληνική Ενωση Τραπεζών (ΕΕΤ) με τίτλο «Πρόσβαση στη χρηματοδότηση των ΜμΕ στην Ελλάδα» το πιο σημαντικό πρόβλημα που αντιμετωπίζει την περίοδο αυτή μεγάλος αριθμός μικρομεσαίων επιχειρήσεων (ΜμΕ) λόγω της παρατεταμένης ύφεσης είναι η διασφάλιση της βιωσιμότητάς τους. Σύμφωνα με τα συμπεράσματα της μελέτης, η βιωσιμότητα μπορεί να υποστηριχθεί από διαθέσιμα πιστωτικά προγράμματα που θα έχουν ως στόχο τη μείωση του υφιστάμενου κόστους δανεισμού με την παροχή επαρκών εγγυήσεων. Ωστόσο τα υπάρχοντα μέσα χρηματοοικονομικής τεχνικής (ΜΧΤ), που προσφέρουν χαμηλό κόστος δανεισμού, απαγορεύουν την αναχρηματοδότηση των υφιστάμενων (και εξυπηρετούμενων) πιστωτικών διευκολύνσεων. Σύμφωνα με την ΕΕΤ, αν δεν βρεθούν λύσεις για το κεφάλαιο κίνησης, υπάρχει σημαντικός κίνδυνος να μην ενισχυθεί η ρευστότητα αλλά και το σκέλος της ζήτησης των βιώσιμων ελληνικών ΜμΕ.

Δημοσιεύτηκε στο HeliosPlus στις 24 Ιουλίου 2013

HeliosPlus

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.