Η Γερμανία δεν μπορεί να παράσχει νέα δάνεια αν δεν υπολογίζει ότι θα επιστραφούν, είναι το μήνυμα-απάντηση που στέλνει προς την Αθήνα με αφορμή τη συζήτηση περί «κουρέματος» του ελληνικού χρέους ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε. Στη συνέντευξη που παραχώρησε στο «Βήμα της Κυριακής» ο γερμανός υπουργός Οικονομικών θεωρεί ότι η συντήρηση του θέματος κάνει περισσότερο κακό παρά καλό, ενώ αν διαγραφόταν το χρέος «η ανασφάλεια θα αυξανόταν». Ο κ. Σόιμπλε τονίζει ότι πρέπει να αναδειχθούν οι επιτυχίες της χώρας μας στην εφαρμογή του προγράμματος, αλλά ερωτηθείς σχετικά με τον κίνδυνο πτώσης της κυβέρνησης με αφορμή την υπόθεση της ΕΡΤ σημειώνει ότι «για να υλοποιηθεί το πρόγραμμα με επιτυχία απαιτείται διακομματική συναίνεση». Οσοι πάντως αναμένουν χαλάρωση των όρων αυταπατώνται, όπως απέδειξε η τελευταία απόφαση του Eurogroup. «Εμείς εξαντλήσαμε τα όρια» παρατηρεί, ερωτηθείς για τον τεμαχισμό της δόσης. Το σημείο-«κλειδί» για τον γερμανό υπουργό Οικονομικών είναι οι μεταρρυθμίσεις. «Χωρίς την υλοποίηση των συμφωνημένων διαρθρωτικών αλλαγών η Ελλάδα δεν θα είναι σε θέση να ασκήσει πάλι ανεξάρτητη οικονομική πολιτική χωρίς να έχει ανάγκη τα δάνεια των άλλων κρατών» υπογραμμίζει. Οσο για τις επόμενες εξελίξεις σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ο κ. Σόιμπλε εκτιμά ότι όσοι κάνουν μεταρρυθμίσεις θα έχουν οικονομική ανταπόδοση, αλλά απορρίπτει για άλλη μία φορά τα όνειρα για ευρωομόλογα, που θα έρθουν «μόνο στο τέλος του δρόμου».

Προσφάτως η ελληνική κυβέρνηση πέρασε μια «μίνι κρίση» εξαιτίας του κλεισίματος της κρατικής ραδιοτηλεόρασης. Η κατάρρευση ήρθε κοντά και οι εκλογές εγγύτερα. Πιστεύετε ότι η κυβέρνηση ΝΔ – ΠαΣοΚ μπορεί να ανταποκριθεί στις δεσμεύσεις; Σε αυτό το πλαίσιο, ποιος ήταν ο σκοπός της επίσκεψής σας;
«Πιστεύω ότι αρχικά θα πρέπει να τονιστούν οι επιτυχίες της Ελλάδας κατά την εφαρμογή του προγράμματος προσαρμογής. Ας θυμηθούμε πώς είχαν τα πράγματα στην αρχή: η χώρα απειλούνταν από μια καταστροφική χρεοκοπία με καταστροφικές συνέπειες για την ελληνική οικονομία και τον ελληνικό λαό. Οι αγορές δεν ήταν πλέον πρόθυμες να χορηγήσουν δάνεια στη χώρα. Η Ελλάδα θα πρέπει να ξεπεράσει αυτή την κατάσταση μέσω μιας επώδυνης διαδικασίας. Από τότε το έλλειμμα έχει σαφώς υποχωρήσει, είναι πλέον χαμηλότερο από αυτό της Ιαπωνίας ή των ΗΠΑ. Το εργασιακό κόστος έχει μειωθεί, η ανταγωνιστικότητα έχει βελτιωθεί, η δημόσια διοίκηση εκσυγχρονίζεται για να μπορέσουν οι εγχώριοι πόροι να χρησιμοποιηθούν για περισσότερη ανάπτυξη. Για να υλοποιηθεί το πρόγραμμα με επιτυχία απαιτείται διακομματική συναίνεση. Ελπίζω ότι η τωρινή κυβέρνηση θα συνεχίσει να έχει την απαραίτητη κοινωνική στήριξη για τις εκτεταμένες αλλαγές που πραγματοποιούνται στην Ελλάδα. Με την επίσκεψή μου στην Ελλάδα θέλησα να καταστήσω σαφές ότι η Γερμανία υποστηρίζει την Ελλάδα στη δύσκολη αυτή πορεία της. Ενα παράδειγμα της γερμανικής προθυμίας για βοήθεια είναι η στήριξη στην ίδρυση ενός αναπτυξιακού ταμείου, του ταμείου Institution for Growth. Στόχος είναι η υποστήριξη των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων μέσω ευνοϊκών συνθηκών χρηματοδότησης. Η Γερμανία προτίθεται μέσω της τράπεζας KfW να παρέχει τεχνική βοήθεια στο εγχείρημα αυτό διαθέτοντας και ποσό ως 100 εκατ. ευρώ. Το στοίχημα τώρα είναι η Ελλάδα να προχωρήσει άμεσα με τις τεχνικές προετοιμασίες για την ίδρυση του ταμείου».
Στο τελευταίο Eurogroup η γερμανική στάση υπήρξε ένας από τους βασικούς λόγους που το ποσό των 8,1 δισ. ευρώ «έσπασε» σε μικρότερες δόσεις που θα δοθούν από τον Ιούλιο ως τον Οκτώβριο. Αυτό έγινε απλώς επειδή η Ελλάδα δεν είχε εκπληρώσει ορισμένες υποχρεώσεις ή υπήρξε και ένα πολιτικό μήνυμα ότι δεν θα γίνουν δεκτές παρακάμψεις στο πρόγραμμα;
«Η υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων που έχουν συμφωνηθεί μεταξύ της Ελλάδας και των πιστωτών της αποτελεί προϋπόθεση για την τριμηνιαία εκταμίευση της οικονομικής βοήθειας. Η τρόικα δυστυχώς διεπίστωσε καθυστερήσεις στην υλοποίηση ορισμένων μέτρων. Εμείς εξαντλήσαμε τα όρια. Επομένως, γι’ αυτό δεν μπορεί να εκταμιευθεί ολόκληρη η δόση. Ενα πρώτο μέρος της δόσης θα εκταμιευθεί μετά την πλήρη υλοποίηση των προαπαιτούμενων δράσεων και με την ολοκλήρωση των απαραίτητων διαδικασιών που προβλέπονται σε εθνικό επίπεδο σε κάθε κράτος-μέλος. Η εκταμίευση του δεύτερου μέρους της δόσης θα πραγματοποιηθεί κατόπιν υλοποίησης κι άλλων εκκρεμουσών μεταρρυθμίσεων».
Κατά καιρούς τόσο εσείς όσο και η καγκελάριος Μέρκελ έχετε επαινέσει τον πρωθυπουργό Αντώνη Σαμαρά για τη δέσμευσή του. Ωστόσο η κυβέρνηση μοιάζει να επιμένει στο δημοσιονομικό σκέλος του προγράμματος. Οταν φθάνει στο σημείο των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, υπάρχει δισταγμός ή και ανικανότητα να τις προωθήσει. Γιατί, πιστεύετε, συμβαίνει αυτό;
«Η μεγαλύτερη πρόκληση του προγράμματος είναι να υπάρξει ανάπτυξη. Για την επίτευξη του σκοπού αυτού είναι καθοριστική η υλοποίηση των συμφωνημένων διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. Δεν πρόκειται για εύκολες μεταρρυθμίσεις. Αντίθετα, συναντούν μεγάλη αντίσταση. Αυτό είναι απόλυτα κατανοητό. Οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις ενδέχεται να έχουν βραχυπρόθεσμα αρνητική επίδραση στο εισόδημα όσων πλήττονται άμεσα από αυτές. Το δε όφελος που προκύπτει από την ανάπτυξη γίνεται συνήθως πολύ αργότερα ορατό. Ωστόσο μόνο η υλοποίηση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων θα επιφέρει τις απαραίτητες αλλαγές, θα εξαλείψει την ανασφάλεια και θα ενισχύσει την εμπιστοσύνη. Αλλες πάλι μεταρρυθμίσεις θα ενισχύσουν τις ιδιωτικοποιήσεις, την καινοτομία και την ανταγωνιστικότητα».


Εχετε ποτέ αναρωτηθεί αν η συνεχής πίεση στην Ελλάδα έχει τα αντίθετα αποτελέσματα από τα αναμενόμενα και οδηγεί την κοινωνία εναντίον των μεταρρυθμίσεων;
«Αυτό το παρατηρήσαμε στις ελληνικές εκλογές του περασμένου Ιουνίου. Η πλειοψηφία των Ελλήνων αποφάσισε όμως να στηρίξει την παραμονή στο ευρώ και τη συνέχιση του προγράμματος προσαρμογής. Εχω εμπιστοσύνη στην Ελλάδα. Γνωρίζω καλά ότι η Ελλάδα βαδίζει σε έναν δύσβατο δρόμο. Οτι ο ελληνικός λαός καλείται να κάνει μεγάλες θυσίες. Ωστόσο χωρίς την υλοποίηση των συμφωνημένων διαρθρωτικών αλλαγών η Ελλάδα δεν θα είναι σε θέση να ασκήσει πάλι ανεξάρτητη οικονομική πολιτική χωρίς να έχει ανάγκη τα δάνεια των άλλων κρατών».


Σας έχουν ρωτήσει πολλές φορές για την πιθανότητα νέου «κουρέματος» του ελληνικού χρέους ώστε να καταστεί βιώσιμο. Μετά τις γερμανικές εκλογές άλλωστε όλοι αναμένουν σύγκρουση του ΔΝΤ και των Ευρωπαίων στο θέμα αυτό. Είναι πιθανό ένα OSI και, αν όχι, γιατί; Υπάρχουν εναλλακτικές λύσεις;
«Θα ήθελα να σας υπενθυμίσω ότι η τρόικα επιβεβαίωσε πως οι προοπτικές της Ελλάδας είναι καλές, ότι θα μειώσει το χρέος της ως το 2022 κάτω από το 120%, εφόσον το πρόγραμμα υλοποιηθεί. Με αυτόν τον τρόπο θα επιτευχθεί, κατά τη γνώμη μου, η βιωσιμότητα του χρέους. Ενα «κούρεμα» σε δημόσια δάνεια θα σήμαινε ότι η ευρωζώνη δεν θα πάρει πίσω τα δάνεια που παρείχε ως βοήθεια στην Ελλάδα. Δεν μπορώ να φανταστώ ότι κάτι τέτοιο θα βοηθούσε τη χώρα. Η ανασφάλεια θα αυξανόταν. Για τη Γερμανία ένα «κούρεμα» των δανείων δεν θα ήταν δυνατόν και για λόγους που άπτονται του δημοσιονομικού δικαίου. Νομικά δεν μπορούμε να παρέχουμε περαιτέρω δάνεια, αν υπολογίζουμε ότι δεν θα μας επιστραφούν. Ενα ενδεχόμενο «κούρεμα» δεν θα είχε εξάλλου τα επόμενα χρόνια σχεδόν καμία επίδραση στην κατάσταση ρευστότητας της Ελλάδας, εφόσον οι τόκοι είναι ήδη σαφώς μειωμένοι και έχουν λάβει εν μέρει παράταση. Επομένως η γνώμη μου είναι ότι η συζήτηση αυτή πρέπει να σταματήσει. Δεν βοηθάει τη χώρα στην κατάσταση που βρίσκεται».
Ενας αυξανόμενος αριθμός οικονομολόγων, δημοσιογράφων και διεθνών οργανισμών, όπως το ΔΝΤ, αμφισβητούν όλο και συχνότερα ότι οι αυστηρές πολιτικές λιτότητας είναι ο αποτελεσματικότερος τρόπος για την επιστροφή στην οικονομική ανάπτυξη. Πώς απαντάτε σε αυτή την κριτική;
«Η κοινή μας πολιτική δεν έχει την αφετηρία της ούτε σε κάποια αυστηρή συνταγή λιτότητας ούτε σε κάποιο άλλο δογματικό σχήμα. Κάθε άλλο, πιστεύουμε ότι η δημοσιονομική εξυγίανση και η ανάπτυξη δεν είναι πράγματα αντιφατικά. Τα προγράμματα προσαρμογής αποτελούν συνδυασμό δημοσιονομικών μέτρων προσαρμογής, αναπτυξιακών μέτρων και των απαραίτητων σε μερικές χώρες διαρθρωτικών αλλαγών. Συνυπολογίζοντας όλα αυτά, βλέπουμε ότι τα μέτρα στοχεύουν στην οικονομική ενίσχυση των πληγεισών χωρών, όπως η Ελλάδα. Και στη χώρα σας γίνεται λόγος για επιστροφή σε βιώσιμη και σταθερή πορεία ανάπτυξης στη βάση μιας ανταγωνιστικής εθνικής οικονομίας. Οι ειδήμονες της οικονομίας –αλλά και οι συνεργάτες του ΔΝΤ –γνωρίζουν ότι αυτή η διαδικασία είναι χρονοβόρα. Σε ό,τι αφορά την αφηρημένη και επιστημονική συζήτηση σχετικά με την επίδραση της δημοσιονομικής εξυγίανσης στο ΑΕΠ μιας χώρας, υπάρχουν τεκμηριωμένες εμπειρικές έρευνες που αποδεικνύουν ότι τα μακροπρόθεσμα αποτελέσματα «έξυπνων» προγραμμάτων εξυγίανσης είναι, συχνά, κυρίως θετικά. Καθοριστικό ρόλο παίζει και η ποιότητα της εξυγίανσης. Οσο πιο αξιόπιστη είναι μια εξυγίανση, τόσο μειώνονται σε γενικές γραμμές και τα βραχυπρόθεσμα αρνητικά αποτελέσματα ενός προγράμματος προσαρμογής. Αυτό αποδεικνύεται και από τη σημασία της αξιόπιστης και συνεπούς υλοποίησης της δημοσιονομικής προσαρμογής στις χώρες που υπάγονται σε πρόγραμμα. Οι μεταρρυθμίσεις είναι ο μόνος και ο απαραίτητος δρόμος προκειμένου να μπουν ξανά σε μια πορεία οικονομικής εξυγίανσης».
Αναφέρεστε συνέχεια στην ανάγκη για ανταγωνιστικότητα. Εχετε σκεφθεί ποτέ ότι ίσως κυνηγάμε μια χίμαιρα;
«Σε έναν παγκοσμιοποιημένο κόσμο, με αυξανόμενο βαθμό αλληλεξάρτησης εμπορικών συναλλαγών, αλλά και διεθνοποίησής τους, η ανταγωνιστικότητα μιας εθνικής οικονομίας είναι το «κλειδί» για μακροπρόθεσμη και βιώσιμη ανάπτυξη. Το υψηλό βιοτικό επίπεδο των ευρωπαϊκών εθνικών οικονομιών, από τη μία, θα πρέπει να έχει πραγματικό αντίκρισμα μέσω της δημιουργίας μιας πραγματικής υπεραξίας, από την άλλη. Το νέο ευρωπαϊκό πλαίσιο για την εποπτεία των προϋπολογισμών δεν επιτρέπει υπερβολικά ελλείμματα κυβερνήσεων. Με αυτόν τον τρόπο αποτρέπονται οι κυβερνήσεις να ακολουθούν ένα τεχνητό και μη βιώσιμο καταναλωτικό πρότυπο μέσω υπερβολικού δανεισμού. Διδαχθήκαμε ότι ακριβώς αυτή η πολιτική ήταν εκείνη που μας οδήγησε στην ευρωπαϊκή κρίση χρέους. Μόνο μια διεθνώς ανταγωνιστική εθνική οικονομία θα φέρει μακροπρόθεσμα τους καρπούς της βιώσιμης ανάπτυξης».
Προϋπόθεση οι μεταρρυθμίσεις
«Εχω εμπιστοσύνη στην Ελλάδα»
Μοιάζει αναπόφευκτο ότι ένα χρηματοδοτικό κενό αναδεικνύεται στο ελληνικό πρόγραμμα για το 2014 και ίσως για το 2013. Πώς θα καλυφθεί; Θα ήταν πρόθυμη η Γερμανία να εξετάσει ένα τρίτο πακέτο βοήθειας προς την Ελλάδα ή δεν γίνεται καν συζήτηση γι’ αυτό;
«Σε ό,τι αφορά το δημοσιονομικό κενό για τα έτη 2013 και 2014, η τρόικα επιβεβαίωσε ότι έχουν ήδη εντοπιστεί τα απαραίτητα μέτρα ώστε το 2013 να υπάρξει –όπως προβλέπεται από το πρόγραμμα –ισοσκελισμένο πρωτογενές αποτέλεσμα και το 2014 πρωτογενές πλεόνασμα ύψους 1,5% του ΑΕΠ. Πέραν τούτου, η ευρωζώνη πάντοτε διαβεβαίωνε ότι θα παρέχει υποστήριξη στην Ελλάδα, μέχρις ότου εκείνη αποκτήσει πάλι πρόσβαση στις αγορές. Προϋπόθεση όμως γι’ αυτό είναι η Ελλάδα να υλοποιεί τις μεταρρυθμίσεις της. Επαναλαμβάνω, έχω εμπιστοσύνη στην Ελλάδα».
Αλλαγές στις συνθήκες
«Χρειαζόμαστε περισσότερη Ευρώπη, όχι λιγότερη»

Δεν φοβάστε μήπως η λιτότητα οδηγήσει σε μόνιμη ύφεση και ακόμη υψηλότερα επίπεδα ανεργίας στον ευρωπαϊκό Νότο; Ως πότε θα μπορούν οι κοινωνίες αυτές να αντέξουν εκατομμύρια ανέργων, κυρίως νέων ανθρώπων;
«Αυτή την περίοδο ορισμένες ευρωπαϊκές οικονομίες βρίσκονται σε μια διαδικασία προσαρμογής, αφού κατά την προηγούμενη περίοδο ζήσαμε συνθήκες ακραίου δημόσιου χρέους –ορισμένες φορές στα όρια της πτώχευσης. Ενα αρνητικό σύμπτωμα αυτής της διαδικασίας προσαρμογής είναι πράγματι η υψηλή ανεργία σε ορισμένα κράτη της Νότιας Ευρώπης. Αντιληφθήκαμε αυτή την ανησυχητική εξέλιξη και αποφασίσαμε μια δέσμη μέτρων ώστε να την αντιμετωπίσουμε αποτελεσματικά. Η πρόσφατη πρωτοβουλία μας για την καταπολέμηση της ανεργίας των νέων στην Ευρώπη στοχεύει ακριβώς εκεί. Είναι προσωπικός μου στόχος να έχουμε σύντομα αποτελέσματα στο θέμα αυτό».

Η πρόσφατη απόφαση που ελήφθη στο Eco/Fin για διάσωση των τραπεζών με ίδια μέσα (bail-in) αποδεικνύει ότι το «κυπριακό μοντέλο» αποτελεί πρότυπο για τις αναδιαρθρώσεις των τραπεζών. Πρέπει να ανησυχούν οι καταθέτες, ακόμη και οι ασφαλισμένοι, για την τύχη των χρημάτων τους;
«Στόχος μας θα πρέπει να είναι να προστατέψουμε στο μέλλον καλύτερα τους φορολογουμένους. Είναι άδικο σε μια παγκοσμιοποιημένη δημοσιονομική κρίση να σταθεροποιούνται και να διασώζονται τράπεζες με χρήματα των φορολογουμένων, ενώ ταυτόχρονα πολλοί από τους δραστηριοποιούμενους στις αγορές αποκόμιζαν για πολύ καιρό υψηλά κέρδη στη βάση ανεύθυνων οικονομικών σχημάτων. Μετά τη συμφωνία στη σύνοδο υπουργών στα τέλη Ιουνίου για την Οδηγία αναφορικά με την εξυγίανση και εκκαθάριση τραπεζών, ισχύει στο μέλλον ένα σαφές πλαίσιο ανάληψης ευθυνών, σύμφωνα με το οποίο τα κεφάλαια για την ανακεφαλαιοποίηση προέρχονται κατά προτεραιότητα από μεριδιούχους, πιστωτές των τραπεζών και, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, από ανασφάλιστες καταθέσεις άνω των 100.000 ευρώ. Ολες οι καταθέσεις ως 100.000 ευρώ είναι διασφαλισμένες με βάση το ήδη ισχύον ευρωπαϊκό δίκαιο. Αυτό εξακολουθεί να ισχύει και τονίζεται για άλλη μία φορά».
Θεωρείστε ένας από τους πιο φιλοευρωπαίους πολιτικούς στην Ευρώπη. Μήπως μια Ευρώπη των δύο ταχυτήτων θα ήταν πιο ιδανική λύση για την ευρωζώνη; Και πόσο σημαντική είναι μια δημοσιονομική ένωση ώστε να περάσουμε στο επόμενο βήμα που ονομάζεται «ευρωομόλογα»;
«Χρειαζόμαστε περισσότερη Ευρώπη, όχι λιγότερη, και μάλιστα για το σύνολο των 28 κρατών-μελών. Μέτρα για την ενίσχυση της ευρωζώνης αλλά και πρόσθετα μέτρα ενοποίησης θα έπρεπε να βρίσκονται πάντα στη διακριτική ευχέρεια του συνόλου των 28 κρατών-μελών. Είναι πολύ πιθανό να χρειαστεί να δημιουργήσουμε νέους θεσμούς κατ’ αρχήν για την ευρωζώνη. Είναι όμως επίσης σαφές ότι αυτή θα ήταν μετά μια ανοιχτή λέσχη, όπου κάθε κράτος-μέλος της ΕΕ θα ήταν ευπρόσδεκτο να συμμετάσχει. Η ενίσχυση του θεσμικού πλαισίου της ΟΝΕ είναι σημαντική για μια μακροπρόθεσμη σταθεροποίηση. Ετσι το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ασχολήθηκε στις 27-28 Ιουνίου με την εμβάθυνση της ΟΝΕ και συμφωνήθηκαν περαιτέρω βήματα κατά τη διάρκεια του έτους προς την κατεύθυνση αυτή. Ο σωστός δρόμος για τη σταθερότητα και ένα σταθερό ευρώ είναι η αλληλεγγύη και ένα πλαίσιο προϋποθέσεων. Αυτό σημαίνει οικονομική υποστήριξη ως ανταπόδοση προς τις διαρθρωτικές αλλαγές και την εξυγίανση. Αυτός είναι ο δρόμος στον οποίο ως τώρα βαδίζουμε και είναι επίσης αυτός ο οποίος θα δημιουργήσει εμπιστοσύνη, θέσεις εργασίας και βιώσιμη ανάπτυξη. Οσο δεν υπάρχει κοινή οικονομική πολιτική στην Ευρώπη, δεν θα υπάρξουν και «ευρωομόλογα». Αυτά μπορούν να βρίσκονται στο τέλος του μετασχηματισμού μας σε μια δημοσιονομική ένωση. Κατά την άποψή μου απαιτούνται για τον σκοπό αυτόν σημαντικές αλλαγές στις Συνθήκες και το δικαίωμα επέμβασης της Επιτροπής σε αυτούς τους τομείς της πολιτικής με ταυτόχρονη δημοκρατική νομιμοποίηση».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ