Η Ιστορία και οι εικόνες της.
Η τέχνη ως ερμηνεία του δυτικού πολιτισμού
Μετάφραση Αλίκη Τσοτσορού, Δημήτρης Κοσμίδης.
Εκδόσεις Νεφέλη, 2012,
σελ. 818, τιμή 46 ευρώ
«Τα μεγάλα έθνη γράφουν τις αυτοβιογραφίες τους σε τρία χειρόγραφα. Το βιβλίο των κατορθωμάτων τους, το βιβλίο των λέξεών τους και το βιβλίο των τεχνών τους. Κανένα από τα βιβλία αυτά δεν μπορεί να κατανοηθεί αν δεν διαβάσουμε τα άλλα δύο. Αλλά, από τα τρία, το μόνο που αξίζει πραγματικά να εμπιστευόμαστε είναι το τελευταίο».
Η φράση αυτή, που ανήκει στον άγγλο καθηγητή Καλών Τεχνών στην Οξφόρδη, κριτικό τέχνης και ζωγράφο Τζον Ράσκιν (1819-1900), συμπυκνώνει την υπόθεση εργασίας της διεξοδικής μελέτης ενός επιφανούς διαδόχου του στο ίδιο πανεπιστήμιο, του ιστορικού τέχνης Φράνσις Χάσκελ (1928-2000). Ζούμε σε μια εποχή όπου η εικόνα μέσω της φωτογραφίας, του κινηματογράφου και της τηλεόρασης κυριαρχεί και επιβάλλεται ως η πιστότερη καταγραφή του παρόντος και ως αδιάψευστη μαρτυρία για το παρελθόν, όμως, όπως εξηγεί ο Χάσκελ στην πολυσέλιδη πραγματεία του Η ιστορία και οι εικόνες της. Η τέχνη ως ερμηνεία του δυτικού πολιτισμού (εκδόσεις Νεφέλη, 2012), που κυκλοφορεί στη σειρά «Ευρωπαϊκού Πολιτισμού» την οποία είχε σχεδιάσει ο Παναγιώτης Κονδύλης, η εικαστική μαρτυρία δεν θεωρούνταν πάντοτε πολύτιμη ιστορική πηγή. Χάρη στην Αναγέννηση και στον ουμανισμό, που έφεραν στο φως πολλά αρχαία κείμενα, τα γραπτά μνημεία απέκτησαν στη συνείδηση των ιστορικών ανυπέρβλητο κύρος ως οι μοναδικές αξιόπιστες ιστορικές πηγές.
Αφετηρία τα αρχαία νομίσματα
Μια παρατήρηση του Πετράρχη προοικονομεί μια νέα προσέγγιση η οποία θα αρχίσει να καλλιεργείται στους κύκλους των ιστορικών τον 16ο αιώνα: την αναγνώριση των εικαστικών πηγών ως μαρτυριών ίσης βαρύτητας με τις φιλολογικές. Αν αληθεύει ότι ο ρωμαίος αυτοκράτορας Γορδιανός ο Νεότερος ήταν εξαιρετικά ωραίος άνδρας, όπως γράφουν οι βιογράφοι του, «είχε προσλάβει μέτριο γλύπτη», σημείωνε στο αντίτυπό του της Historia Augusta ο κορυφαίος λόγιος του 14ου αιώνα κρίνοντας από την απεικόνιση του αυτοκράτορα σε νόμισμα της εποχής.
Μολονότι οι σπουδαίες συλλογές ρωμαϊκών νομισμάτων που είχαν δημιουργηθεί τον 15ο αιώνα σπανίως χρησιμοποιήθηκαν για να επιλυθούν ιστορικά ζητήματα, η «ανακάλυψη» της εικόνας ως ιστορικής πηγής ξεκινά ακριβώς από τα νομίσματα και τα μετάλλια, υποστηρίζει ο Χάσκελ. Ηταν, γράφει, «το πιο προσιτό απόθεμα προσωπογραφιών που είχε διασωθεί από τον αρχαίο κόσμο» και χρησιμοποιήθηκαν από τους ιστορικούς για την ταύτιση αγαλμάτων και προτομών, ως πηγή για την εικονογράφηση βιογραφικών συλλογών προσωπικοτήτων του παρελθόντος, ενώ οι συμβολικές αναπαραστάσεις στην πίσω όψη τους δίνουν πληροφορίες για τη θρησκευτική και την κοινωνική ζωή στον αρχαίο κόσμο.
Βραχογραφίες σε σπήλαια, οβελίσκοι με εγχάρακτες παραστάσεις, ναοί, ανάκτορα και άλλα αρχιτεκτονήματα, υπερμεγέθη αγάλματα και μικροσκοπικά ειδώλια, κεραμικά, ταφικά μνημεία, τοιχογραφίες και ψηφιδωτά, η ζωγραφική στις κατακόμβες της Ρώμης, τα κεντήματα και οι μεσαιωνικές ταπισερί και άλλα έργα των αναπαραστατικών τεχνών αφηγούνται βουβές ιστορίες και λειτουργούν εν είδει «ρεπορτάζ» για τα πολεμικά γεγονότα, τις αυτοκρατορικές νίκες, τις θρησκευτικές έριδες και την καθημερινή ζωή στην Ευρώπη του παρελθόντος.
Ο Ηρόδοτος και οι άλλοι ιστορικοί τα περιγράφουν θαυμάσια όλα αυτά, αλλά στα γλυπτά μπορεί κανείς να δει τον οπλισμό, την περιβολή των στρατιωτών, τα διάσημα των αξιωματούχων, την ενδυμασία των ανθρώπων στις τελετές και την επίπλωση με τρόπο ακριβή, υποστήριζε το 1411 στην Ιταλία ο βυζαντινός λόγιος Μανουήλ Χρυσολωράς.
Εθνικά κράτη… σε μουσεία
Η δεκάτομη εικονογραφημένη έκδοση Η Αρχαιότητα ερμηνευομένη και αναπαριστώμενη με εικόνες (1719) του αβά Μονφοκόν γνώρισε τεράστια επιτυχία στην εποχή της, ήταν όμως ο Βολταίρος με το ιστορικό έργο του Η εποχή του Λουδοβίκου ΙΔ’ (1751) που έδωσε στην τέχνη τη θέση που της αξίζει στις ιστορικές αφηγήσεις. Υποστηρίζοντας ότι η μελέτη της Ιστορίας έχει φιλοσοφική αξία όταν επικεντρωθεί στους νόμους, στις τέχνες, στις επιστήμες και στα άλλα αξιόλογα επιτεύγματα της ανθρωπότητας, παρείχε τη βάση για τη γέννηση της πολιτισμικής ιστορίας.
Οταν τα εθνικά κράτη αρχίζουν να αναδύονται στην Ευρώπη, η τέχνη αποτελεί βασικό στοιχείο στη δόμηση της ταυτότητάς τους και υλικά κατάλοιπα της ιστορίας τους άρχισαν να συγκεντρώνονται σε μουσεία. Ο Ναός της Σίβυλλας (1801) κοντά στη Βαρσοβία ήταν ένα μουσείο που υμνούσε τη δόξα ενός έθνους που είχε καταστραφεί. Το Μουσείο των Βερσαλλιών (1837) συστάθηκε για να θολώσει τις μνήμες ενός από τα πιο ονομαστά κτίρια της Γαλλίας και να συμφιλιώσει τη μοναρχία με τις επιδιώξεις του έθνους. Το Γερμανικό Εθνικό Μουσείο (1853) στη Νυρεμβέργη προοριζόταν «να δημιουργήσει την ιστορία ενός έθνους το οποίο δεν υπήρχε ακόμη».
Λέει ψέματα η τέχνη;
Ο Χάσκελ επισημαίνει τη σημασία των αναπαραστατικών τεχνών ως δεικτών για την κοινωνία της εποχής τους και αναφέρεται εκτενώς στην ιδέα ότι η τέχνη λειτουργεί προφητικά για τις επερχόμενες αλλαγές στην πολιτική, στα ήθη, στην κοινωνία και στη θρησκεία, γιατί αποκαλύπτει εύκολα και γρήγορα αλήθειες που ο επιστημονικός και ο θεωρητικός νους ανακαλύπτει με δυσκολία.
Ο Χάσκελ επισημαίνει τη σημασία των αναπαραστατικών τεχνών ως δεικτών για την κοινωνία της εποχής τους και αναφέρεται εκτενώς στην ιδέα ότι η τέχνη λειτουργεί προφητικά για τις επερχόμενες αλλαγές στην πολιτική, στα ήθη, στην κοινωνία και στη θρησκεία, γιατί αποκαλύπτει εύκολα και γρήγορα αλήθειες που ο επιστημονικός και ο θεωρητικός νους ανακαλύπτει με δυσκολία.
Παρ’ όλα αυτά ο ιστορικός τέχνης της Οξφόρδης δεν κλείνει τα αφτιά στον σκεπτικισμό ως προς την αξιοπιστία της τέχνης ως ιστορικής πηγής. Αποτελεί, λόγου χάριν, η Ταπισερί του Μπαγέ, που απεικονίζει την κατάληψη της Αγγλίας από τον δούκα της Νορμανδίας Γουλιέλμο Β’, ιστορική μαρτυρία πρώτης γραμμής ή διαστρεβλώνει την Ιστορία, όπως μπορεί να κάνει και μια γραπτή περιγραφή; αναρωτιέται.
Η ενδελεχής και γλαφυρή περιδιάβαση του Χάσκελ στην ευρωπαϊκή τέχνη –που με επιμέλεια μετέφρασαν στα ελληνικά η Αλίκη Τσοτσορού και ο Δημήτρης Κοσμίδης –κλείνει ανατρεπτικά με μια αναφορά στον ολλανδό ιστορικό του πολιτισμού Γιόχαν Χουιζίνγκα (1872-1945) ο οποίος επισήμανε ότι το «ιστορικό μας όργανο» γίνεται όλο και περισσότερο εικαστικό. Σχηματίζουμε μια εικόνα για το παρελθόν περισσότερο από τη θέαση μνημείων και λιγότερο από την ανάγνωση βιβλίων, χωρίς να υπολογίζουμε ότι «η ιδέα που μας δίνουν τα έργα τέχνης για μια εποχή είναι πολύ πιο γαλήνια και ευτυχής από αυτήν που σχηματίζουμε από τα χρονικά και τη λογοτεχνία της, υπερβολικά ευνοϊκή και επομένως ψευδής».
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ