Για κάποιες ομάδες η κατάκτηση των εγχώριων σκήπτρων θεωρείται ως αυτονόητη ή σε κάποιες περιπτώσεις και εύκολα πραγματοποιήσιμη ακόμη και από τεχνικούς που δεν ανήκουν στην τωρινή ελίτ της προπονητικής πιάτσας. Γι’ αυτές ο μεγάλος στόχος παραμένει ένας: η κορυφή της Ευρώπης! Αυτή ήταν και η βασική αιτία που το τρέχον καλοκαίρι οι τρεις από τις τέσσερις ομάδες που πρωταγωνιστούν ανελλιπώς τα τελευταία χρόνια στο Τσάμπιονς Λιγκ (εξαίρεση αποτελεί η Μπαρτσελόνα) επένδυσαν τα χρήματά τους σε προπονητές που έχουν το «know how» στις κατακτήσεις του βαρύτιμου τροπαίου. Οι κκ. Ζοζέ Μουρίνιο (Τσέλσι), Κάρλο Αντσελότι (Ρεάλ Μαδρίτης) και Πεπ Γκουαρδιόλα (Μπάγερν Μονάχου) μετρούν συνολικά 6 Κύπελλα Πρωταθλητριών Ευρώπης (από δύο έκαστος) και ακονίζουν ήδη τα ξίφη τους για το ποιος θα είναι εκείνος που τον ερχόμενο Μάιο θα κατακτήσει το τρίτο προσωπικό…
Μουρίνιο, όχι πια ο Special One
Η εμπειρία στη Μαδρίτη κρίνεται (εν συνόλω) ως τραυματική για τον κ. Ζοζέ Μουρίνιο. Ταπεινώθηκε, αμφισβητήθηκε, σε κάποιες περιπτώσεις χλευάστηκε κιόλας. Ισως όμως όλα όσα βίωσε στην ισπανική πρωτεύουσα να συνέβαλαν στο να γίνει καλύτερος χαρακτήρας, ή τουλάχιστον πιο ταπεινός. Τόσο ανθρώπινος όσο εμφανίστηκε κατά τη διάρκεια της επίσημης παρουσίασής του η οποία σηματοδότησε την επιστροφή του στην Τσέλσι, δεν είχε παρουσιαστεί ποτέ στο παρελθόν. «Είμαι ένας από εσάς» επανέλαβε δύο φορές, τη μία εξ αυτών εμφανώς συγκινημένος. Οχι, μπροστά στα μάτια των άγγλων δημοσιογράφων δεν ήταν πια ο σκληρός και αλαζονικός Ζοζέ, δεν αντίκρισαν τον (αυτο)αποκαλούμενο και ως «Special One».
Ο κ. Μουρίνιο σίγουρα δεν έδειχνε αδύναμος, αλλά ένας πειθήνιος και γλυκός άνθρωπος. «Πάει, χάλασε ο κόσμος» θα σκέφτηκαν κάποιοι ακούγοντάς τον να μιλάει με λόγια αγάπης για την Τσέλσι και σεβασμού για τη δουλειά που του προσφέρθηκε. Μετά το στραπάτσο της Ρεάλ και την αποτυχία να φέρει στη Μαδρίτη το πολυπόθητο Decima (το δέκατο Κύπελλο Πρωταθλητριών Ευρώπης), το προφίλ του θα μπορούσε να «τσαλακωθεί» επικίνδυνα. Ωστόσο η μεγάλη αγκαλιά (και η αστείρευτη τσέπη) του κ. Ρομάν Αμπράμοβιτς ήταν εκεί για να τον διατηρήσουν στην ελίτ του διεθνούς ποδοσφαίρου.
Τι γυρεύει λοιπόν η αλεπού των πάγκων στο Λονδίνο; Πρωτίστως αυτό που δεν κατάφερε να κατακτήσει με τους Μπλε στην προηγούμενη θητεία του στο Στάμφορντ Μπριτζ (2004-07), όταν επί της ουσίας πρωτοστάτησε στην αναγέννηση και μεγάλη αντεπίθεση της Τσέλσι την οποία οδήγησε στην κατάκτηση έξι εγχώριων τίτλων αλλά όχι στην «αρπαγή» του κορυφαίου ευρωπαϊκού τροπαίου. Το να στεφθεί για τρίτη φορά πρωταθλητής Ευρώπης (μετά τις δύο κατακτήσεις με την Πόρτο το 2004 και την Ιντερ το 2010) θα αποτελέσει για τον κ. Μουρίνιο την απόδειξη ότι παραμένει ο κορυφαίος στον κόσμο, αλλά θα του προσφέρει και τη γλυκιά εκδίκηση που σίγουρα επιζητεί μετά το κάζο της Ρεάλ. Στην κορυφή της Ευρώπης ύστερα από τελικό με τη Βασίλισσα; Ναι, αυτό θα ήταν για τον Πορτογάλο το τέλειο σενάριο!
Η απόλυτη πρόκληση για τον Αντσελότι
Επί της ουσίας, αυτή είναι η δεύτερη φορά που ο ιταλός τεχνικός κ. Κάρλο Αντσελότι διαδέχεται τον κ. Ζοζέ Μουρίνιο στον πάγκο μεγάλης ευρωπαϊκής ομάδας με (σχεδόν αποκλειστικό, θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί) σκοπό να την οδηγήσει στην κατάκτηση του Τσάμπιονς Λιγκ. Η πρώτη δεν ήταν άμεση, καθώς μεσολάβησαν περίπου 18 μήνες ανάμεσα στην αποχώρηση του Πορτογάλου από την Τσέλσι (Σεπτέμβριος 2007) και στην πρόσληψη του Ιταλού από τους Μπλε (Μάιος 2009), όμως ο στόχος ήταν ο προφανής: να πετύχει αυτό που δεν κατάφερε ο «Special One» στα χρόνια της παντοκρατορίας του στον λονδρέζικο σύλλογο, να τον οδηγήσει στην κορυφή της Ευρώπης.
Αυτό ακριβώς δηλαδή που του ζητεί πλέον η Βασίλισσα, σε μια άμεση πλέον διαδοχή ρόλων. Ο κ. Αντσελότι μίλησε για μια Ρεάλ η οποία «θα παίζει ποδόσφαιρο το οποίο θα σαγηνεύει ξανά τα πλήθη, διότι αυτό επιζητεί το κοινό της», ωστόσο άπαντες αναγνωρίζουν ότι η ψύχωση για την κατάκτηση του 10ου Κυπέλλου Πρωταθλητριών Ευρώπης (του σημερινού Τσάμπιονς Λιγκ) είναι ικανή να λυγίσει ακόμη και το πιο όμορφο θέαμα. Αν ο τίτλος δεν έλθει στην ισπανική πρωτεύουσα, αργά ή γρήγορα (στο σημείο αυτό θα παίξει τον ρόλο της η εικόνα της ομάδας) ο ιταλός τεχνικός θα συνειδητοποιήσει ότι βρίσκεται μπροστά σε αδιέξοδο: ή το κάνεις και γίνεσαι ήρωας ή αποτυγχάνεις και αποχωρείς κι εσύ ταπεινωμένος όπως ο Ζοζέ.
Ο κ. Αντσελότι συνέχισε να κατακτά τίτλους με τις ομάδες που συνεργάστηκε (και συγκεκριμένα με τις Τσέλσι και Παρί Σεν Ζερμέν) μετά το μακροχρόνιο πέρασμά του από τη Μίλαν, όμως ο τελευταίος τελικός του Τσάμπιονς Λιγκ για εκείνον βρίσκεται πλέον έξι χρόνια πίσω του, όταν είχε οδηγήσει τους Ροσονέρι στην κατάκτηση του τροπαίου το 2007 (2-1 τη Λίβερπουλ στο ΟΑΚΑ). Η Ρεάλ από την πλευρά της δεν έχει βρεθεί σε τελικό από το 2002 (τελευταία φορά που κατέκτησε το τρόπαιο), ενώ έχει αποκλειστεί έκτοτε τέσσερις φορές στην ημιτελική φάση. Εφτασε η ώρα της (τρόπον τινά) εξιλέωσης για αμφότερους;
Ο Πεπ στο καλούπι της Μπάγερν
Τους τελευταίους 4-5 μήνες, από τότε δηλαδή που έγινε γνωστό ότι ο κ. Πεπ Γκουαρδιόλα θα αντικαθιστούσε στο τέλος της σεζόν στον πάγκο της Μπάγερν Μονάχου τον γερμανό προπονητή κ. Γιουπ Χάινκες, ο πρώην τεχνικός (και δίχως αμφιβολία αναμορφωτής) της Μπαρτσελόνα είδε τη βαυαρική ομάδα όχι απλώς να αστράφτει, αλλά να ισοπεδώνει στο πέρασμά της κάθε αντίπαλο. Η επιβλητική πρόκριση επί της Μπάρτσα στα ημιτελικά του Τσάμπιονς Λιγκ και η κατάκτηση του τροπαίου σαφώς και ανέβασαν τον πήχη των απαιτήσεων για τον ισπανό προπονητή. Διότι, κακά τα ψέματα, είναι διαφορετικό το να αναλαμβάνεις έναν σύλλογο που διψάει για την επιστροφή στον ευρωπαϊκό θρόνο από το να τον διατηρήσεις εκεί. Ο κ. Γκουαρδιόλα γνωρίζει ότι, τουλάχιστον στο ξεκίνημά του στον απαιτητικό πάγκο της Μπάγερν, πρέπει να ζει με τις συγκρίσεις. Η εκπληκτική σεζόν της βαυαρικής ομάδας δεν του επιτρέπει να προβεί σε κοσμογονικές αλλαγές και να διαφοροποιήσει εντελώς το στυλ και τη φιλοσοφία της ομάδας, όπως δηλαδή έπραξε στην Μπαρτσελόνα αναλαμβάνοντας τις τύχες της το καλοκαίρι του 2008 και εφαρμόζοντας ίσως το πιο απόλυτο passing game στην ιστορία του ποδοσφαίρου.
Τους τελευταίους 4-5 μήνες, από τότε δηλαδή που έγινε γνωστό ότι ο κ. Πεπ Γκουαρδιόλα θα αντικαθιστούσε στο τέλος της σεζόν στον πάγκο της Μπάγερν Μονάχου τον γερμανό προπονητή κ. Γιουπ Χάινκες, ο πρώην τεχνικός (και δίχως αμφιβολία αναμορφωτής) της Μπαρτσελόνα είδε τη βαυαρική ομάδα όχι απλώς να αστράφτει, αλλά να ισοπεδώνει στο πέρασμά της κάθε αντίπαλο. Η επιβλητική πρόκριση επί της Μπάρτσα στα ημιτελικά του Τσάμπιονς Λιγκ και η κατάκτηση του τροπαίου σαφώς και ανέβασαν τον πήχη των απαιτήσεων για τον ισπανό προπονητή. Διότι, κακά τα ψέματα, είναι διαφορετικό το να αναλαμβάνεις έναν σύλλογο που διψάει για την επιστροφή στον ευρωπαϊκό θρόνο από το να τον διατηρήσεις εκεί. Ο κ. Γκουαρδιόλα γνωρίζει ότι, τουλάχιστον στο ξεκίνημά του στον απαιτητικό πάγκο της Μπάγερν, πρέπει να ζει με τις συγκρίσεις. Η εκπληκτική σεζόν της βαυαρικής ομάδας δεν του επιτρέπει να προβεί σε κοσμογονικές αλλαγές και να διαφοροποιήσει εντελώς το στυλ και τη φιλοσοφία της ομάδας, όπως δηλαδή έπραξε στην Μπαρτσελόνα αναλαμβάνοντας τις τύχες της το καλοκαίρι του 2008 και εφαρμόζοντας ίσως το πιο απόλυτο passing game στην ιστορία του ποδοσφαίρου.
Ως προπονητής της Μπάγερν γνωρίζει ότι είναι εκείνος που πρέπει να προσαρμόσει τον εαυτό του στην αγωνιστική κουλτούρα της ομάδας ξεκινώντας από κάποιες (καθοριστικές ασφαλώς) προσωπικές πινελιές.
«Τα συστήματα εφαρμόζονται ανάλογα με τους ποδοσφαιριστές που ένας προπονητής έχει στη διάθεσή του» έσπευσε να ξεκαθαρίσει ο δις πρωταθλητής Ευρώπης ως τεχνικός της Μπαρτσελόνα, ο οποίος άλλωστε θέλει να αποδείξει ότι μπορεί να αποδειχθεί εξίσου αποδοτικός μακριά από το «κάστρο» της Καταλωνίας και ότι διαθέτει τον χαρακτήρα και την επάρκεια να ανταποκριθεί στην πρόκληση. Ηταν ο καιρός του να κάνει το επόμενο βήμα, και το γεγονός ότι προτίμησε την Μπάγερν όταν έστρωναν εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ στα πόδια του (για εκείνον και για μεταγραφές) ομάδες ζάπλουτων ιδιοκτητών όπως η Τσέλσι και η Παρί Σεν Ζερμέν καταδεικνύει ότι επέλεξε τον δύσκολο δρόμο.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ