Ζωή και θάνατος στο Τρίτο Ράιχ
Μετάφραση: Βασιλεία Αβραμίδου – ΚώσταςΔεσποινιάδης
Επιμέλεια: Γιάννης Αβραμίδης
Εκδόσεις Θύραθεν, 2013, σελ. 350
τιμή 17,89 ευρώ
Φαίνεται ότι υπάρχουν ακόμη πολλά γεγονότα για τον ρατσισμό που ή δεν τα ξέρουμε ή αποτελούν ερωτήματα που δεν έχουν απαντηθεί πειστικά, όπως λ.χ. το κρισιμότερο: γνώριζαν οι Γερμανοί τα φριχτά εγκλήματα στα οποία προέβη το Γ’ Ράιχ σε όλη τους την έκταση; Κι ακόμη χειρότερα, τα ενέκριναν και τα υποστήριξαν;
Στο ερώτημα αυτό προσπαθεί να απαντήσει ο Πήτερ Φρίτσε, καθηγητής της Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Ιλινόι, με το βιβλίο του Ζωή και θάνατος στο Τρίτο Ράιχ που πρωτοκυκλοφόρησε το 2008 από τις εκδόσεις του Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ. Το σκεπτικό του, όπως και άλλων ιστορικών της γενιάς του (ο Φρίτσε γεννήθηκε το 1959), του Μαρκ Μαζάουερ λ.χ., είναι απλό: όποιος δεν γνωρίζει σε βάθος τα όσα σχετίζονται με το φασιστικό και το ναζιστικό φαινόμενο δεν καταλαβαίνει τον 20ό αιώνα –κατά συνέπεια κι αυτόν που διανύουμε.
Είναι βεβαίως γνωστό πως οι ναζιστές έβλεπαν την πολιτική με όρους κοινωνικού δαρβινισμού. Επομένως, η εξόντωση των κατώτερων φυλών ήταν συστατικό της ιδεολογίας τους. Είναι επίσης γνωστή η θεωρία τους περί ζωτικού χώρου. Οτι για να επιβιώσει ένας λαός κι ένα έθνος έχει κάθε δικαίωμα να καταλάβει τα εδάφη που του είναι αναγκαία. Επομένως, επρόκειτο για αγώνα ζωής και θανάτου, γι’ αυτό και η εισβολή στη Σοβιετική Ενωση μοιάζει προαποφασισμένη αν διαβάσει κάποιος τα όσα γράφει στο Ο αγών μου ο Χίτλερ για τους σιτοβολώνες της Ουκρανίας. Το ίδιο ισχύει και για την πρόθεσή τους να μετατρέψουν τις χώρες και τους λαούς σε «ζώνες» και φυλές με τη χρήση βίας.
Οι λαϊκές κοινότητες
Λίγοι είναι όσοι πιστεύουν πως η πλειονότητα των Γερμανών συναίνεσε στην εξολόθρευση των εβραίων και άλλων πληθυσμιακών ομάδων στις χώρες που κατέκτησε το Γ’ Ράιχ. Ο Φρίτσε ανήκει σε αυτούς τους λίγους. Από την επιχειρηματολογία του προκύπτει ότι ανεξαρτήτως της ποικιλίας των κινήτρων ακόμη κι εκείνοι που στην αρχή δεν υποστήριξαν τους ναζιστές πολύ σύντομα «αλλαξοπίστησαν». Το καθεστώς το επέτυχε αυτό μέσω των λαϊκών κοινοτήτων, των τοπικών οργανώσεων και των στρατοπέδων της νεολαίας. Για αυτό και το να πιστεύουμε ότι τα ναζιστικά σχέδια έγιναν πραγματικότητα εξαιτίας της δικτατορίας και της τρομοκρατίας είναι λάθος. Πρέπει να πάρει κανείς πολύ στα σοβαρά το πώς χρησιμοποιήθηκαν οι έννοιες του έθνους και της φυλής και πώς μέσα από αυτές οι ναζιστές όρισαν τη συλλογική συνείδηση.
Αλλιώς δεν εξηγείται το πώς μέσα σε δύο χρόνια στειρώθηκαν 400.000 ανάπηροι ή «αντικοινωνικά» άτομα, πώς εκδιώχθηκαν ή εξολοθρεύτηκαν μεγάλα τμήματα πληθυσμού σε κατακτημένες χώρες και στη θέση τους εστάλησαν «γνήσιοι» Γερμανοί. Λαϊκισμός, ρατσισμός και εθνικισμός συνδυάστηκαν προκειμένου να πειστεί ο γενικός πληθυσμός ότι ο εθνικοσοσιαλισμός ερχόταν από το παρελθόν, αλλά για να προσφέρει το μέλλον. Το ναζιστικό κόμμα ήταν νεανικό, ήταν η νέα γενιά που θα δημιουργούσε το μέλλον.
Η βιβλιογραφία που χρησιμοποιεί ο Φρίτσε είναι εντυπωσιακή, αλλά πιο εντυπωσιακές είναι οι μαρτυρίες των γερμανών στρατιωτών και αμάχων που παραθέτει. Από αυτές προκύπτει ότι οι ναζιστές επέτυχαν ένα φαινόμενο μοναδικό στα παγκόσμια χρονικά: να καταστήσουν τη συντριπτική πλειονότητα του λαού συναυτουργούς στα σχέδιά τους, «στο όνομα μιας νέας, αναγεννημένης Γερμανίας».
Οταν το μέτωπο κατέρρευσε ένας συνδυασμός τύψεων και κυνισμού εμπόδισε τους Γερμανούς να κατανοήσουν σε βάθος τι είχε πραγματικά συμβεί. Προτίμησαν τον ρόλο του θύματος, διότι δύσκολα μπορούσαν να δεχτούν ότι το ναζιστικό σχέδιο για τη «νέα Γερμανία» θα είχε οικτρό τέλος και οδυνηρές συνέπειες για όλη την ανθρωπότητα. Και αυτό παρά το γεγονός ότι την τελευταία χρονιά του πολέμου πολλοί είχαν πάψει «να επενδύουν συναισθηματικά στο ναζιστικό καθεστώς, στη λαϊκή κοινότητα και στη νίκη της Γερμανίας».
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ