Μου τα είχαν χιλιοδιαφημίσει τα μπιφτέκια του τάδε εστιατορίου, που «είναι “κρεατένια”, χωρίς πολλά ψωμιά, ξεροψημένα απέξω, τρυφερά και ζουμερά μέσα»… Επιπλέον, «δεν τα πληρώνεις για χαβιάρι» παρ’ ότι ο σεφ (ψήστη τον έλεγαν κάποτε) έχει πάρει σκούφους, μπερέδες, σομπρέρο και διάφορες άλλες τιμητικές διακρίσεις. Με τόσα υπερθετικά σχόλια, αλλά και εθισμένος στην μπιφτεκοφαγία, δεν μπορούσα να μην τα δοκιμάσω.
Κυριακή μεσημέρι, έσπευσα με την παρέα μου, έτοιμος να απολαύσω κι εγώ αυτό το όνειρο από φρέσκο κιμά που θα έφερνε στον ουρανίσκο μου γευστική επανάσταση, για να βρεθώ μπροστά σε ένα πιάτο σχεδόν άδειο: πασπαλισμένο περιμετρικά με ψιλοκομμένο μαϊντανό (food styling, στα ελληνικά) και με τρία σουτζουκάκια στη μέση, έρμα, καταφρονεμένα, ορφανά, χωρίς σάλτσα, χωρίς ρυζάκι, χωρίς πατάτα τηγανητή, χωρίς τίποτα. Παραδομένα στη μοναξιά. Δεν θα ασχοληθώ με τη γεύση τους. Επειδή – πείτε με παραδοσιακό, πείτε με παλιομοδίτη, πείτε με κοιλιόδουλο – στον δικό μου κόσμο, εκτός από την ποιότητα, σημασία έχει και η ποσότητα. Η ποσότητα που έχει αρχίσει όλο και περισσότερο να ελαττώνεται στα πιάτα ορισμένων εστιατορίων. Με τις τιμές, όμως, να παραμένουν στα ίδια (προ… ελαττώσεως) υψηλά επίπεδα. Γιατί, όπως με πληροφόρησαν και εκείνοι που με έστειλαν για μπιφτεκοκατάνυξη, η μινιατούρα που μου είχαν σερβίρει δεν ήταν πάντα μινιατούρα, πριν από μερικούς μήνες ήταν μπιφτέκι κανονικό, που είχε από δίπλα μαρουλάκι «βαπτισμένο» σε βινεγκρέτ μελιού. Μίκρυναν, όμως, τις μερίδες για να μην αναγκαστούν να αυξήσουν την τιμή. Οπότε, αν κάποτε πλήρωνες και χόρταινες, τώρα πληρώνεις ακριβώς τα ίδια και φεύγεις πεινασμένος. Ωραίο το κόλπο που έχουν βρει για να αντιμετωπίσουν την κρίση.
Τείνω δε να διαπιστώσω ότι τέτοιες τακτικές τις υιοθετούν όλο και περισσότεροι. Το θέμα μάς έχει απασχολήσει και στο γραφείο, όπου συνήθως το μεσημέρι παραγγέλνουμε φαγητό απέξω. Ταβέρνες-εστιατόρια που τις προτιμούμε εδώ και χρόνια και που θα έπρεπε να μας υπολογίζουν περισσότερο ως πελάτες οι οποίοι τους αφήνουν σχεδόν καθημερινά τον οβολό τους, ξαφνικά κόβουν το ψητό ψαρονέφρι στη μέση και μας το σερβίρουν στην τιμή που πληρώναμε για την παλιά μερίδα (εκείνη που είχαμε παραγγείλει εκατοντάδες φορές στο παρελθόν), την ολόκληρη, τη χορταστική. Εξυπνοι! Τόσο έξυπνοι όσο και εκείνοι που αντικατέστησαν το κουτάκι του αναψυκτικού με το μικρό μπουκαλάκι, το οποίο χωράει λιγότερη ποσότητα, πουλώντας το όμως στην ίδια τιμή.
Το φαινόμενο επεκτείνεται στα σουπερμάρκετ, στα ράφια των οποίων εταιρείες τροφίμων, αναψυκτικών, ειδών καθαρισμού κτλ. κάνουν το δικό τους παιχνίδι. Αλλάζοντας τις συσκευασίες, ώστε να χωράνε λιγότερο προϊόν, χωρίς όμως να πολυφαίνεται η διαφορά. Η τιμή παραμένει ίδια με την τιμή που είχε η παλιά συσκευασία, ενίοτε δε αυξάνεται! Κατά τα άλλα, κονσέρβες και μπουκάλια αποκτούν ξαφνικά… μέση δαχτυλίδι, σε μια έξαρση έμπνευσης του ντιζάινερ που έχει αναλάβει την ανανέωση της κάθε φίρμας (και η οποία ανανέωση αφήνει έξω αρκετά γραμμάρια προϊόντος), τετράπαχα μέχρι πρότινος ρολά με χαρτί τουαλέτας ή κουζίνας «αδυνατίζουν», σαμπουάν, οδοντόκρεμες και άλλες κρέμες υπόσχονται πιο συμπυκνωμένη υφή με το αζημίωτο, όχι για την τσέπη του αγοραστή, για την τσέπη του παρασκευαστή τους, καθώς εδώ το συμπυκνωμένο είναι συνώνυμο με το λιγότερο.
Είναι τελικά πολλά, μεγάλα, δισεπίλυτα τα μυστήρια του εμπορίου. Τις προάλλες, ας πούμε, συνάδελφος διηγούνταν το μυστήριο μιας έτοιμης σάλτσας που ενώ τα προηγούμενα χρόνια ήταν υπεραρκετή για ένα ολόκληρο πακέτο μακαρόνια, των τεσσάρων γενναίων μερίδων, τώρα με το ζόρι επαρκεί για να τις ψευτοσκεπάσει – «τι διάολο, διπλό πάτο έχουν βάλει στο βάζο της»; Αλλος δεν καταλάβαινε πώς το αλουμινόχαρτο των… πολλών χιλιομέτρων τελείωνε στο πι και φι – «Θα πάρω τη μεζούρα και θα το μετρήσω, και αν δεν είναι τόσο μακρύ όσο λένε…» – ή τις χάρτινες συσκευασίες της κολόνιας που περιέχουν ένα μπουκαλάκι μια σταλιά ή τις θηριώδεις συσκευασίες των απορρυπαντικών που στην πραγματικότητα είναι μισογεμάτες.
Την ίδια στιγμή, και για να επιστρέψουμε στα του ντελίβερι, έτερη συνάδελφος πάθαινε νευρική κρίση ανοίγοντας το αλουμινένιο ταψάκι με την παραγγελία για το μεσημεριανό της. Η σαλάτα που είχε ζητήσει ως γαρνιτούρα για το ψητό της, σχεδόν ανύπαρκτη: το 1/4 μίας μέτριας ντομάτας κομμένο σε λεπτές (σαν σε φλούδες) φέτες. Τηλεφώνησε στο εστιατόριο και ζήτησε τον λόγο. Ζήτησαν συγγνώμη, αυτό όμως δεν έκανε το δείγμα της ντομάτας να αβγατίσει. Της είπαν και ότι δεν θα της χρέωναν το πιάτο. Δεν δέχτηκε. Ορθώς, κατά τη γνώμη μου. Το θέμα δεν ήταν να φάει τσάμπα. Το θέμα ήταν (και είναι) να εξυπηρετηθεί σωστά και να πληρώσει όσο πρέπει, ώστε και εκείνοι που την εξυπηρέτησαν να έχουν το κέρδος τους. Δούναι και λαβείν είναι η αγορά, δεν λέω κάτι καινούργιο, όμως όταν γίνεται κυρίως δούναι (κορόιδο καταναλωτή), με το λαβείν να σε αφήνει με άδεια χέρια, πεινασμένο, παραπονεμένο, και με την υποψία ότι σε εξαπατούν, κάτι δεν πάει καλά. Και όχι, η κατσίκα δεν μασάει ταραμά, όσο και αν κάποιοι επιμένουν να ισχυρίζονται το αντίθετο για δικούς τους λόγους.
*Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 23 Ιουνίου 2013