Ο Μάρκος είναι «πασέ»! Κανένας διανοούμενος δεν θα σκεφτόταν να βάλει μότο σε κείμενό του έναν στίχο του Μάρκου Βαμβακάρη. Ας πούμε το «Αφότου εγεννήθηκα φωτιές με τριγυρίζουν», που θυμίζει, όπως σωστά επισημαίνει ο Θωμάς Κοροβίνης, τον στίχο του Εγγονόπουλου «Πουθενά δεν μπόρεσα να συναντήσω τον εαυτό μου». Διαβάζω τα «Μαύρα μάτια», μια βιογραφία του Μάρκου Βαμβακάρη και μια εικονογραφία της συριανής κοινωνίας, 1905 – 1920, από τον Μάνο Ελευθερίου (εκδ. Μεταίχμιο). Ο Μάνος γράφει συνεχώς για το νησί του, κείμενα για τους καλλιτέχνες που έζησαν εκεί και για τους άλλους, μη «επώνυμους», Συριανούς που διαμόρφωσαν τη σπουδαία, κάποια χρόνια, συριανή κοινωνία. Ψάχνει λεπτομέρειες. Για να βρει αν ο Βαμβακάρης έφυγε 12, ή 13,5, ή 14 χρονών από το νησί, αναζητεί στα αρχεία έναν εφημεριδά, έναν μανάβη, ένα πρακτορείο εφημερίδων, πόστα στα οποία δούλεψε ο μικρός Μάρκος. Ετσι, ξεσηκώνει από τη σκόνη των μπαούλων έναν ολόκληρο κόσμο και μας τον προσφέρει στο πιάτο. Το βιβλίο του δεν είναι μια βιογραφία των νεανικών χρόνων του Μάρκου στη Σύρα αλλά τελικά γίνεται η Σύρα των νεανικών χρόνων του Μάρκου. Ισως όμως έτσι να μπορούμε να καταλάβουμε καλύτερα τον Μάρκο Βαμβακάρη.
Θα πείτε, ποιος ασχολείται τώρα με τον Μάρκο; Η λαϊκίστικη περίοδος των κυβερνώντων «σοσιαλιστών» που επιβεβαίωναν τη λαϊκή τους αποδοχή ρίχνοντας στροφές σε νεο-λαϊκά μαγαζιά στους ήχους δήθεν λαϊκών τραγουδιών λειτούργησε σαν χωματερή, παρέσυρε όλο τον θησαυρό του ρεμπέτικου, τον έκανε αγνώριστο από τις μιμήσεις και τελικά τον έθαψε βαθιά. Και δεν είναι μόνον ο Μάρκος. Μαζί του ξεχάστηκαν και άλλοι πολλοί. Εξίσου μεγάλοι καλλιτέχνες ή ήσσονες. Οχι ότι δεν ακούγονται τα τραγούδια των παλιών ρεμπέτηδων –ας είναι καλά οι μικρές κομπανίες. Αλλά έχουν περάσει στο περιθώριο, δεν συγκινούν πια τους διανοούμενους, δεν υπάρχουν μελέτες γι’ αυτούς, δεν υπάρχουν δημόσια αρχεία. Κανένας δεν σκέφτηκε να ξανακούσει τις μαγνητοφωνημένες συνομιλίες του Μάρκου, μήπως κρύβεται εκεί ένα καινούργιο στοιχείο, λέει κάπου ο Ελευθερίου. Η αυτοβιογραφική μαρτυρία του Μάρκου, ένα κείμενο, τηρουμένων των αναλογιών, μακρυγιαννικού ύφους (κυκλοφόρησε αρχικά το 1973, από την Αγγελική Κάιλ σε αυτο-έκδοση), δίνει ένα στίγμα του καλλιτεχνικού ήθους του συνθέτη. Ο Μάνος Ελευθερίου αναφέρει ότι ο Μάρκος έγραφε και μυθιστορήματα, παραθέτει μάλιστα την καρτ βιζίτ που έγραφε «Μάρκος Δ. Βαμβακάρης, Συγγραφεύς – Μουσικοσυνθέτης». Θα ήταν ωραίο να βρίσκαμε αυτά τα γραπτά. Θα μας φώτιζαν ακόμη πιο πολύ τις σκέψεις του Βαμβακάρη. Θα θέλαμε να δούμε το ύφος τους, αν ταιριάζει με το ύφος της αυτοβιογραφίας του. Και πολλοί θα πρόσβλεπαν, ίσως, να ανακαλύψουν έναν νέο Μακρυγιάννη.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ