Το 1975 η παγκόσμια μουσική σκηνή ακούγοντας το «Horses», το πρώτο άλμπουμ της 29χρονης τότε Πάτι Σμιθ, αναφώνησε: «Επιτέλους, η ροκ έχει και μια γυναίκα ποιήτρια». Ολοι, από το περιοδικό «Rolling Stone» ως τους «New York Times», την αποθέωσαν. Το κοκαλιάρικο κοριτσάκι που είχε περάσει φυματίωση και το έδειχναν όλοι στη γειτονιά, αφού περπατούσε μονίμως αφηρημένο, είχε μεγαλώσει. Είχε ήδη εκδώσει από το 1971 τρεις ποιητικές συλλογές και είχε εντυπωσιάσει τόσο που της ζητήθηκε και έγραφε για το «Rolling Stone». Το 2010 κυκλοφόρησε το «Just Kids», ένα βιογραφικό βιβλίο για τη σχέση της με τον διάσημο φωτογράφο Ρόμπερτ Μέιπλθορπ, το οποίο κέρδισε το National Book Award.
«Θα σας καλέσει η ίδια στις 4 το απόγευμα από τη Ρώμη» ήταν το τελικό μήνυμα του μάνατζέρ της. Στις τρεισήμισι χτύπησε το τηλέφωνο: «Ηί, this is Patti Smith. Πήρα νωρίτερα. Να κλείσω και να ξαναπάρω αργότερα;». Η κουβέντα που ακολούθησε υπήρξε μια μεγάλη έκπληξη, ειδικά για κάποιον που δεν είναι φανατικός θαυμαστής της
Η πρώτη ερώτηση ήταν για την αποψινή συναυλία της στο Ηρώδειο. «Χάρηκα τόσο πολύ όταν με προσκάλεσαν να έρθω στην Αθήνα. Ωστόσο, παρ’ ότι είμαι τόσο ενθουσιασμένη, γνωρίζω καλά ότι είναι μια πολύ δύσκολη περίοδος για τη χώρα σας. Εδώ και καιρό η καρδιά και η σκέψη μας είναι στους ανθρώπους εκεί, γι’ αυτό τώρα που έχουμε την ευκαιρία θα προσπαθήσουμε να δώσουμε μια μοναδική συναυλία».
Εχετε πει ότι δεν θεωρείτε τον εαυτό σας μουσικό. Τι σας λείπει για να είστε μουσικός; Τα τραγούδια σας είναι σπουδαία.
«Δεν είναι αυτό. Δεν είμαι «ταλαντούχα» στη μουσική, απλά ερμηνεύω, παίζω λίγη κιθάρα, αλλά δεν διαθέτω το τεχνικό κομμάτι. Αυτή όμως είναι και η μικρή διαφορά που καθορίζει τον σεβασμό που πρέπει να έχουμε για τους αληθινούς μουσικούς. Γι’ αυτό δεν αποκαλώ τον εαυτό μου μουσικό. Μπορώ όμως να πω ότι είμαι μια ταλαντούχα, πιθανόν «γεννημένη» ερμηνεύτρια και νιώθω πολύ τυχερή που μπορώ να εκφράζομαι τόσο κοινωνικά, με την ερμηνεία, και ταυτόχρονα μοναχικά, με τη φωτογραφία και το γράψιμο».
Στο βιβλίο σας αναφέρετε ότι «δεν είχα καμία απόδειξη ότι είχα μέσα μου το «υλικό» για να γίνω καλλιτέχνης, παρ’ ότι διψούσα γι’ αυτό». Τελικά η απόδειξη για έναν καλλιτέχνη βρίσκεται μέσα του ή στην επιρροή που έχει η τέχνη του στον κόσμο;
«Κατ’ αρχάς πρέπει να ξεκινάει από μέσα μας, αλλά έχετε δίκιο, καμία τέχνη δεν έχει τόση σημασία αν δεν επηρεάσει κάπως τους ανθρώπους. Κάποιοι άνθρωποι γνωρίζουν ότι έχουν ικανότητες και ότι είναι σπουδαίοι στην τέχνη τους, εγώ όμως δεν το γνώριζα και έπρεπε να δουλέψω σκληρά και με πειθαρχία. Κάποιος μπορεί να έχει κλίση στις τέχνες, αλλά να μην είναι προικισμένος στο τεχνικό μέρος. Απαιτείται ένας συνδυασμός πραγμάτων, γιατί και το τεχνικό μέρος από μόνο του δεν παράγει αναγκαστικά τέχνη. Πρέπει να υπάρχει φαντασία και όραμα. Τώρα πλέον νιώθω πως έχω αποδείξει στον εαυτό μου ότι η δουλειά μου αξίζει, και αυτό είναι κάτι που βγαίνει από μέσα μου».
Ποιου καλλιτέχνη θα θέλατε να σφίξετε το χέρι με το οποίο έγραφε ή ζωγράφιζε;
«Υπάρχουν τόσο πολλοί… Του Μιχαήλ Αγγελου, του Πικάσο και του Τζάκσον Πόλοκ, αλλά και του κάθε μεγάλου άγνωστου καλλιτέχνη που έκανε σπουδαία αρχιτεκτονική και γλυπτική μέσα στους αιώνες. Θα ήθελα όμως πάρα πολύ να σφίξω το χέρι ενός άγνωστου νέου που αυτή τη στιγμή κάνει κάτι καλό και δεν το έχουμε μάθει ακόμη».
Διαβάζοντας το «Just Kids» είναι σαν να παρακολουθείς ταινία. Προσπαθήσατε γι’ αυτό ή απλώς προέκυψε;
«Χαίρομαι που το λέτε αυτό, γιατί ήταν μια ενσυνείδητη προσπάθεια. Το βιβλίο γράφτηκε για τον Ρόμπερτ. Μου το ζήτησε όταν ήταν στο κρεβάτι, λίγο προτού πεθάνει. Δεν αγαπούσε καθόλου το διάβασμα και έτσι ήθελα να γράψω ένα βιβλίο που να απευθύνεται σε αναγνώστες αλλά και σε μη αναγνώστες. Ηθελα όλοι διαβάζοντάς το να μπορούν να σχηματίζουν εικόνες, οπότε έπρεπε και εγώ γράφοντας να το βλέπω σαν φιλμ. Ηθελα αυτό το βιβλίο να ξεδιπλωθεί σαν το γρατσούνισμα στην κιθάρα που καταλήγει σε τραγούδι».
Εχετε πει ότι θαυμάζετε τις αδελφές Μπροντέ. Η Σαρλότ Μπροντέ έγραψε «ποιος έχει τις λέξεις τη σωστή στιγμή;». Για εσάς τη «σωστή στιγμή» είναι πιο εύκολες οι λέξεις ή η μουσική;
«Συνήθως οι λέξεις. Ωστόσο μερικές από αυτές τις στιγμές επινοώ μικρά, πολύ απλά τραγούδια, και νομίζω ότι αυτό κάνουν όλοι. Πάντα τραγουδάω χαμηλόφωνα μόνη μου όταν περπατάω στον δρόμο».
Οπότε αν κάποιος σάς δει στον δρόμο και δεν είναι σίγουρος αν βλέπει μπροστά του την Πάτι Σμιθ, αν τραγουδάτε χαμηλόφωνα είστε εσείς.
«Ναι. Είμαι εγώ!».
Εχετε μια ιδιαίτερη σχέση με τον θάνατο και επισκέπτεστε τάφους σπουδαίων ανθρώπων. Υπάρχει κάτι που θέλετε οπωσδήποτε να κάνετε ή να δείτε προτού πεθάνετε;
«Είναι τόσο πολλά… Θα ήθελα να δω ακόμη ένα ουράνιο τόξο ή ένα ηφαίστειο να εκρήγνυται. Να δω το μέρος όπου έλαβε ο Μέγας Αλέξανδρος τον χρησμό. Επίσης το όνειρό μου είναι να επισκεφθώ την Πάτμο για να δω πού έγραψε ο Ιωάννης την «Αποκάλυψη». Από την άλλη όμως όλα αυτά είναι πιο σημαντικά από το να διαβάσω ένα καινούργιο βιβλίο ή να δω για άλλη μία φορά τα παιδιά μου να χαμογελάνε;».
Αυτό θυμίζει τη φράση του Γουίλιαμ Μπλέικ: «Ποτέ δεν ξέρεις τι είναι αρκετό, εκτός αν μάθεις τι είναι περισσότερο από αρκετό».
«Σωστό. Τον θαυμάζω απεριόριστα. Ηταν φτωχός, δεν είχε αναγνώριση όσο ζούσε, αλλά ήταν οραματιστής και δεν τα παρατούσε ποτέ. Δεν δημιουργούσε για να έχει δόξα και χρήματα και συνέχισε να κάνει τη δουλειά του μέχρις ότου πέθανε. Πολύ απλά γνώριζε το χάρισμά που είχε και το έκανε έργο. Και αυτό είναι σημαντικό για τη σημερινή κουλτούρα, όπου όλοι περιμένουν να ανταμειφθούν για τα πάντα. Καμιά φορά και μόνο η διαδικασία είναι η ανταμοιβή».
Από το ’60 ως σήμερα, ποια δεκαετία πιστεύετε ότι οι άνθρωποι είχαν περισσότερη ανάγκη από πολιτικό τραγούδι;
«Τη δεκαετία του ’60. Δεν είχαμε Ιnternet και μεταδίδαμε τις ιδέες μας μέσω του ραδιοφώνου. Στην Αμερική όσοι άκουγαν το «Οχάιο» του Νιλ Γιανγκ καταλάβαιναν ότι η κυβέρνηση σκότωνε τους ειρηνοποιούς που διαδήλωναν. Το σημείο μαζικής συνάντησης ήταν οι συναυλίες. Δεν λέω ότι ήταν η καλύτερη περίοδος, γιατί δεν ήταν, απλώς λέω ότι είχαμε μια κοινή πηγή επικοινωνίας, τη μουσική, που ήταν πολύ σημαντική. Τα τραγούδια του Ντίλαν, του Λένον, των Jefferson Airplane, του Χέντριξ, μας έφερναν κοντά. Hταν και μια φωνή πολιτισμού».
Γνωρίζετε ότι πριν από λίγες μέρες είχαμε στην Ελλάδα το κλείσιμο της δημόσιας τηλεόρασης;
«Το έμαθα. Είναι τραγικό. Τα δημόσια ΜΜΕ παγκοσμίως είναι πολύ σημαντικά. Eχετε χάσει –ελπίζω προσωρινά –μια σημαντική πηγή της επικοινωνίας σας. Ευκαιρία να γυρίσετε στα βασικά. Αν ανατρέξετε στη δεκαετία του ’60, θα δείτε ότι οι άνθρωποι επικοινωνούσαν πολύ βαθιά με πολύ λιγότερα μέσα. Προσωρινά λοιπόν επικοινωνήστε πιο ουσιαστικά».
Στην Ελλάδα είμαστε διχασμένοι για το θέμα αυτό. Πολλοί θέτουν και ζήτημα δημοκρατίας.
«Οι άνθρωποι είναι η πιο σημαντική προοπτική για τη δημοκρατία. Τα πάντα περιστρέφονται γύρω από τους ανθρώπους –ούτε από τις κυβερνήσεις ούτε από τα σωματεία. Oσο για τον διχασμό, έτσι συμβαίνει πάντα στις δημοκρατίες. Το μεγάλο πρόβλημα είναι ότι διχάζονται οι λαοί και για παγκόσμια ζητήματα για τα οποία δεν θα έπρεπε να είναι διχασμένοι. Τι διχασμός να υπάρχει για το περιβάλλον και τη διατήρηση καθαρού αέρα και νερού; Eνας ασφαλής κόσμος για τα παιδιά μας είναι κάτι φυσικό, το οποίο δεν πρέπει να μας διχάζει. Δεν υπάρχει διχασμός στην αγάπη. Αν αγαπούσαμε ο ένας τον άλλον και όλοι μαζί το περιβάλλον, τότε όλα τα υπόλοιπα θα ήταν υποσύνολα της πολιτικής».
Hσασταν ένα από τα σημαντικά πρόσωπα στην παγκόσμια επανάσταση των δεκαετιών του ’60 και του ’70. Η κοινή λογική συμβαδίζει με την επανάσταση;
«Φυσικά. Η κοινή λογική είναι η καρδιά του κάθε πράγματος. Ακόμη και ο Χριστός, ως νεαρός τεράστιος επαναστάτης, στο βασικό του κήρυγμα είπε το ωραιότερο κομμάτι κοινής λογικής που έχει λεχθεί, το απλό «Aγαπάτε αλλήλους»».
«Πρέπει να χαιρόμαστε που είμαστε ζωντανοί»
Στο «Just Kids» η Πάτι Σμιθ γράφει: «Η αντιπαράθεση είναι ο καθαρότερος δρόμος προς την αλήθεια». Ποιο είδος δημιουργικής αντιπαράθεσης μπορεί να έχει κάποιος με έναν νεοναζιστή;
«Μερικές φορές οι νέοι δεν έχουν βάθος στη σκέψη τους για το τι σημαίνουν κάποια πράγματα» απαντά. «Είναι θυμωμένοι και θέλουν να νιώσουν ότι εντάσσονται κάπου για να εκτονώσουν αυτόν τον θυμό. Αλλά αυτό το «κάπου» μπορεί να έχει μια πολύ αρνητική επιρροή. Το να εντάσσονται οι νέοι σε νεοναζιστική οργάνωση δεν είναι αποτέλεσμα πολιτικής σκέψης, είναι στυλιστική επιλογή. Μέσα από αυτήν προσπαθούν να δημιουργήσουν την ταυτότητά τους, όμως υπάρχουν και άλλοι, εξίσου ισχυροί τρόποι για να αναπτύξουν μια ταυτότητα. Αυτή ακριβώς πρέπει να είναι η αντιπαράθεση και ο διάλογος με αυτά τα παιδιά: «Χρειάζεστε μια ταυτότητα, αλλά εντάσσετε τους εαυτούς σας σε μια παλιά, αποτυχημένη, στενή και εγκληματική ιδέα αντί να γίνετε δημιουργοί σε κάτι καινούργιο και πιο ευρύ». Ο αντίλογος εδώ, και η συμβουλή μου, είναι να κοιτάξουν μέσα τους και να δουν ποιοι είναι, και να μην αφήνουν κόμματα ή προκαθορισμένες ιδεολογίες να τους το πουν».
Ξαναγυρνώντας στις «κατάλληλες λέξεις», ποιες θα λέγατε αυτή τη «στιγμή» σε έναν έλληνα έφηβο;
«Να είσαι ευτυχισμένος και να μη φοβάσαι. Να είσαι ευγενικός. Φρόντισε να είσαι υγιής. Οταν βρέχει πολύ, κάλυψε το κεφάλι σου. Τι θέλουμε για τα παιδιά; Θέλουμε να τα προστατεύουμε, να τα διδάξουμε και να τους δώσουμε την ελευθερία να μεγαλώσουν. Δεν θέλουμε τα παιδιά μας να έχουν φόβο».
Είναι δύσκολο, γιατί είναι και οι ενήλικοι πολύ φοβισμένοι.
«Αυτοί πρέπει να είναι δυνατοί. Δεν μπορώ να πω στους ανθρώπους τι να γίνουν, αλλά το σημαντικότερο όταν αντιμετωπίζεις δυσκολίες είναι να είσαι ένας πολεμιστής χωρίς πόλεμο και να ανακαλύψεις την πιο άμεση προοπτική σου. Δεν μπορεί να καταρρέουμε όταν περνάμε δύσκολα. Να γυμνάζετε το μυαλό σας για να μην αφήνετε να σας νικήσουν. Μη σπαταλάτε τον χρόνο σας θρηνώντας για όσα δεν έχετε, σκεφτείτε όλα όσα έχετε και διευρυνθείτε… Ο Ρόμπερτ Μέιπλθορπ στα 42 του χρόνια ήταν πλούσιος, διάσημος, όμορφος, ένας θαυμάσιος καλλιτέχνης που είχε τα πάντα. Αλλά είχε και μια φοβερή ασθένεια, που τον σκότωσε. Στο τέλος κανένα υλικό αγαθό δεν σε καθορίζει. Πρέπει να χαιρόμαστε που είμαστε ζωντανοί. Η ζωή είναι ό,τι σημαντικότερο έχουμε. Ξεκινήστε με τη ζωή και χτίστε τα πάντα γύρω από αυτήν».
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ