Σχετικά με το άρθρο του Γιώργη Γιατρομανωλάκη «Οι διανοούμενοι και οι άλλοι» («Βήμα» 16.6.2013) θα ήθελα να κάνω τέσσερις σύντομες παρατηρήσεις.
1) Ο όρος διανοούμενος ούτε ήταν ούτε είναι «αδιευκρίνιστος». Απλώς, όπως όλοι οι κεντρικοί όροι στις κοινωνικές επιστήμες, είναι πολυσημικός. Το νόημά του παραλλάσσει ανάλογα με το κοινωνικοπολιτικό και θεωρητικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται. Και γι’ αυτό υπάρχει μια τεράστια βιβλιογραφία και για την έννοια του όρου και για την ιστορία των διανοουμένων –κυρίως από τον ευρωπαϊκό Διαφωτισμό ως τις μέρες μας.
2) Ο κεντρικός προβληματισμός σήμερα στρέφεται γύρω από την άνοδο και τη σταδιακή έκλειψη του διανοούμενου στην ύστερη νεωτερικότητα –δηλαδή του τύπου του ανθρώπου, στον χώρο των γραμμάτων, των τεχνών, των ανθρωπιστικών πειθαρχιών και αλλού, ανθρώπου που συμμετέχει ενεργά, όχι στο πλαίσιο του πολιτικοκομματικού συστήματος, αλλά σ’ αυτό το δημόσιου χώρου. Ενός δημοσίου χώρου που σταδιακά αποικιοποιείται από τα ΜΜΕ και τους ξύλινους λόγους των πολιτικών στα τηλεοπτικά παράθυρα. Γιατί αυτή η σταδιακή έκλειψη των διανοουμένων; Η κυρίαρχη στη βιβλιογραφία εξήγηση έχει να κάνει με τη μαζική εξατομίκευση στη μεταβιομηχανική εποχή. Αυτού του είδους η εξατομίκευση κάνει τους διανοητές, φιλοσόφους, λογοτέχνες κτλ. να αποφεύγουν τη συμμετοχή τους στα δημόσια πράγματα. Ετσι π.χ. αφήνουν τη διαμόρφωση της «κοινής γνώμης» στους καναλάρχες, στους πολιτικάντηδες και στους «κομματικούς διανοούμενους».
3) Ο Γιώργης Γιατρομανωλάκης (Γ.Μ.) φαίνεται να βλέπει θετικά αυτή την εξέλιξη. Κατ’ αυτόν, ο σοβαρός «άλλος» πρέπει ν’ ασχολείται αποκλειστικά, απερίσπαστα με την ειδικότητά του. Μ’ αυτόν τον τρόπο «βοηθά καλύτερα κάνοντας τη δουλειά που του έδωσε ο Θεός να κάνει σ’ αυτή τη σύντομη ύπαρξή μας, όσο μπορεί πιο τίμια και παστρικά. Οχι ρίχνοντας τροφή στον κομματικό σάλαγο». Και παρακάτω: «Ενας ποιητής άξιος του ονόματός του δεν καταδέχεται να αλληλογραφεί με έναν πρωθυπουργό». Μ’ άλλα λόγια, η συμβουλή που δίνει ο Γ.Μ. είναι «ο καθένας στο καβούκι του». Οι ενάρετοι, σώφρονες «άλλοι» (δηλαδή οι μη διανοούμενοι) πρέπει να ασχολούνται με τη δουλειά που τους έδωσε ο Θεός και ν’ αφήσουν τη διαμόρφωση της κοινής γνώμης στον δημόσιο χώρο σ’ αυτούς που ελέγχουν το κομματικοκρατικό και επικοινωνιακό σύστημα.
Ο συγγραφέας δεν φαίνεται να αντιλαμβάνεται πως η απόσυρση των διανοουμένων από τον δημόσιο χώρο (αυτών που είτε επιζητούν τη δημοσιότητα «εκ του ασφαλούς» είτε όχι) σχεδόν πάντα υποσκάπτει το κοινοβουλευτικό σύστημα και οδηγεί σε μια τεχνοκρατική, αυταρχική μεταδημοκρατία.
4) Το άρθρο του Γ.Μ. προφανώς εξαπολύει κριτική σ’ έναν αριθμό «διανοουμένων» οι οποίοι «εκ του ασφαλούς» υπέγραψαν πρόσφατα ένα κείμενο που τονίζει την υποχρέωση όλων μας, χρησιμοποιώντας ο καθένας τα μέσα που διαθέτει, ν’ αντισταθούμε στον ανερχόμενο ρατσισμό και φασισμό στη χώρα μας. Υπάρχει όμως μία βασική αντινομία στην επιχειρηματολογία του Γ.Μ. Από τη μια μεριά μας λέει πως οι ποιητές, οι λογοτέχνες και οι διανοητές εν γένει δεν πρέπει να ασχολούνται με το πολιτικό γίγνεσθαι (κυρίως όταν το κάνουν «εκ του ασφαλούς»). Από την άλλη όμως ο ίδιος, ως σώφρων «άλλος», επεμβαίνει τακτικά εκ του ασφαλούς στον δημόσιο χώρο μέσω της αρθρογραφίας του στο «Βήμα». Μήπως μ’ αυτόν τον τρόπο είναι και αυτός διανοούμενος χωρίς να το ξέρει; Μήπως μ’ αυτόν τον τρόπο η δουλειά του πάσχει, γίνεται λιγότερο «τίμια», λιγότερο «παστρική»;
Ο κ. Νίκος Μουζέλης είναι ομότιμος καθηγητής Κοινωνιολογίας στην LSE.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ