Μπαλ μασκέ

Στεναχωριέμαι με τους φίλους που σε κάθε δραματική συγκυρία εκδηλώνουν αδικαιολόγητο πραγματισμό

Στεναχωριέμαι με τους φίλους που σε κάθε δραματική συγκυρία εκδηλώνουν αδικαιολόγητο πραγματισμό, προσυπογράφοντας το μεταρρυθμιστικό επιχείρημα εξυγίανσης των αρθρογράφων κυρίως του δεξιού μπλοκ. Λυπούμαι όμως και για το 32,1% των συμπολιτών μου οι οποίοι επικρότησαν τον καισαρισμό του Σαμαρά. Oσο κι αν έχουν δίκιο για την κυρία Σαλαγκούδη, που τη διόρισε, σημειωτέον, ο κ. Κεδίκογλου, η Δημοκρατία προηγείται σε όλο της το αντιφατικό φάσμα που την καταδιώκει.
Λέω μάλιστα πως αν η μειοψηφία του 32,1% δεν είχε υποστεί εκβιασμούς, και αν γνώριζε ότι στο σχέδιο Σαμαρά η Σαλαγκούδη επαναλαμβάνεται, θα περιορίζονταν σε ένα 2% όχι τόσο των συμφερόντων όσο της ευήθειας που δεν αντιλαμβάνεται πως η ΕΡΤ δεν είναι το μετριότατο πρόγραμμα αλλά η έξωθεν καλή μαρτυρία. Τέλος, γιατί να το κρύψω, λυπάμαι τον εαυτό μου, πολίτη μιας θλιβερής χώρας.
Η διάζευξη του πρωτοσέλιδου στο «Βήμα» της περασμένης Κυριακής («Μεγάλος συμβιβασμός ή εκλογές») έτσι κι αλλιώς δεν θα ίσχυε, επειδή είτε με τον έναν είτε με τον άλλον τρόπο το τέλος αυτής της χώρας βρίσκεται πίσω της. Αλλά πίσω από το τέλος βρισκόμαστε εμείς που είμαστε υποτίθεται μπροστά. Το διαπίστωσα στη συγκέντρωση του Τσίπρα τη Δευτέρα: η πρωτοπορία μπρος από την εξέδρα ήταν τρία – τέσσερα αδέσποτα σκυλιά.
Ποιο επιχείρημα λοιπόν θα αντέτασσα στους φίλους; Ασφαλώς το επιχείρημα της ζωής, παρ’ ότι γνωρίζω ότι η ζωή δεν είναι επιχείρημα. Και όταν λέω «της ζωής», εννοώ το επιχείρημα του ζώου που ζει μια σκυλίσια ζωή. Και εδώ το να «ανοίξω τον φάκελο» ενός ξεπερασμένου νιτσεϊσμού προς επίρρωση της εμμένειας της ζωής, φαίνεται εξίσου εύκολο με το να αναφερθώ στα επιχειρήματα των καλοζωισμένων νεοφιλελεύθερων. Αυτό όμως που επιθυμώ να επαναλάβω μνημονεύοντας τον Ρενέ Σαρ είναι πως «κατόπιν ωρίμου σκέψεως, εκ της οπτικής γωνίας αυτού που καραδοκεί και αυτού που πυροβολεί, δεν με ενοχλεί αν τα σκατά πάνε καβάλα». Δεν με ενοχλεί επίσης η παρουσία μου στον δημόσιο κοπρώνα ως είρωνα όσων διασκεδάζουν όταν τους χλευάζω, διότι έτσι τους παρέχω το προνόμιο της ανεκτικότητας.

Δεν με πειράζει, τέλος, όταν ακούω επαναστατικά συνθήματα και το «Αννα, μην κλαις». Είναι ξεπερασμένα αλλά συγκινούν ακόμη την ηθελημένη μου αφέλεια, μόνο τρόπο που έχω να ζω. Ο,τι αντίθετα με ευχαριστεί, επιπλέον της ιδέας της ζωής που επικαλούμαι, είναι το γεγονός ότι κρατώ όλο το βάρος αυτής της ζωής μετατοπίζοντάς το όσο γίνεται στο θέατρο. Ξέρω πως ο ρόλος του «τρελού» όταν αναλαμβάνεται από τον δημιουργό γίνεται επικίνδυνος, μια που η διαστροφή του κώδικα εγκυμονεί την ανατροπή και όχι η καταστροφή του. Αν θα έπρεπε κάτι να αντιτείνω σοβαρά στον φίλο, είναι ότι η νομοπαθής ιδιοσυγκρασία του αγνοεί τον μηχανισμό του νόμου. Θα του συνιστούσα λοιπόν να εγκύψει στο παράδειγμα του νόμου και του κανόνα που επικαλείται: μέσα στον πυρήνα τους δεν υποβόσκει η κανονιστική δύναμη αλλά η απόλαυση. Και μέσα στη λεγόμενη αυτοδοσία του νόμου δεν είναι ο νόμος αλλά ό,τι επιτρέπει στον νόμο να επιβάλλεται: η κατάσταση ανάγκης που υπερψήφισε η ελληνική Βουλή. Θα του υπενθυμίσω επίσης πως το ηθικό λεγόμενο καθήκον δηλώνει μνησικακία. Αλλά και ο φίλος, όπως ο Φερνάντο Ρέι, στο «Σκοτεινό αντικείμενο του πόθου» του Μπουνιουέλ, φαντασιώνει ο καημένος.

Ψιλά γράμματα για τις φιλίες, ασφαλώς. Οταν όμως στα μπαλ μασκέ του Κολεγίου πέσουν οι μάσκες, οι κολεγιόπαιδες ντύνονται τον εαυτό τους, αναγνωριζόμενοι μεταξύ τους με αυταρέσκεια. Διότι το διαμαντένιο τρίγωνο στο οποίο τελικά αντιστέκεται το γδύσιμο της χορεύτριας που προσκάλεσαν δείχνει τη χειρότερη σεμνοτυφία. Οπότε, τι κι αν το μουστάκι του Κουβέλη φόρεσε ο Σαμαράς, ή ο Βορίδης τα μούσια του Μαριά, ή ο Μπίστης τη μύτη του Φλωράκη; Η Μαρία Ρεπούση τέλειωσε τις Καλόγριες.
ΥΓ. Οι καρναβαλιστές της τελευταίας παραγράφου συμβαίνει να είναι απόφοιτοι του Κολεγίου Αθηνών.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.