Μεταφρασμένο σε περισσότερες από 60 γλώσσες, το μυθιστόρημα «Ο καλός στρατιώτης Σβέικ» του Γιάροσλαβ Χάσεκ (με πρωτότυπο τίτλο «Η τύχη του καλού στρατιώτη Σβέικ κατά τη διάρκεια του Παγκοσμίου Πολέμου») θεωρείται πλέον σήμα κατατεθέν της τσεχικής λογοτεχνίας. Ωστόσο η ιστορία του Γιόζεφ Σβέικ, κατοίκου Πράγας, ειδικού στην κλοπή και πώληση σκύλων, ο οποίος με την έναρξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου κατατάσσεται ενθουσιωδώς στον αυστροουγγρικό στρατό και εξαιτίας της εγγενούς ηλιθιότητας και του άκρατου αυθορμητισμού του μπλέκει σε ξεκαρδιστικές περιπέτειες, παραμένει επίσης τρομερά επίκαιρη. Αρκεί να κοιτάξουμε για λίγο γύρω μας και θα δούμε πόσοι Σβέικ μας περιστοιχίζουν καθημερινά.
Η ιστορία του έργου αρχίζει με την είδηση της δολοφονίας του αρχιδούκα Φερδινάνδου στο Σαράγεβο, που πυροδότησε τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο Σβέικ είναι τόσο χαρούμενος που θα υπηρετήσει στον στρατό (αρχικώς στα μετόπισθεν του μετώπου και αργότερα στην πρώτη γραμμή) που κανένας δεν μπορεί να στοιχηματίσει αν είναι απλώς ανόητος ή αν θέλει να υπονομεύσει τον στρατό της Αυστροουγγαρίας. Το περιεχόμενο του έργου ενδείκνυται για θέατρο και σινεμά. Και πράγματι, έχει μεταφερθεί πολλές φορές στον κινηματογράφο, όπως και στο θέατρο.
Η ταινία που σκηνοθέτησε ο Κάρελ Στέκλι το 1957 και που επαναπροβάλλεται από την Πέμπτη 20 Ιουνίου στην αίθουσα Ζέφυρος των Πετραλώνων είναι η καλύτερη προσαρμογή του μυθιστορήματος στην οθόνη. Πιστός στο βιβλίο, ο Στέκλι απέδωσε με σπιρτάδα τις περιπέτειες του απλοϊκού Σβέικ, επισημαίνοντας την ηλιθιότητα της κυβέρνησης και του στρατού. Με όπλο την κωμωδία, τη σάτιρα και τον (αυτο)σαρκασμό, τα χτυπήματα στους μιλιταριστές εξουσιαστές (στρατιωτικούς και πολιτικούς) είναι διαρκή και ηχηρά. Ο θεατής γελά με την αστεία εικόνα του Ρούντολφ Χρουζίνσκι (σε έναν ρόλο ζωής) και συγχρόνως προβληματίζεται με τις ξεκαρδιστικές (αλλά συμβολικές και διαχρονικές) περιπέτειες του αγαθού ήρωα του Χάσεκ, ο οποίος αγωνίζεται να επιβιώσει εγκλωβισμένος στα γρανάζια ενός τερατώδους γραφειοκρατικού και μιλιταριστικού οργανισμού, που υπάρχει για να εξυπηρετεί αποκλειστικώς τις ανάγκες της διεφθαρμένης μειοψηφίας των αριστοκρατών.
Για αυτόν ακριβώς τον λόγο τείνει να συμφωνήσει κάποιος ότι κάθε απόπειρα σοβαρής, συγκροτημένης τοποθέτησης αυτού του κειμένου δεν θα οδηγούσε πουθενά. Αναλύσεις, κρίσεις, αναφορές και πληροφορίες περισσότερο θα έκρυβαν παρά θα αποκάλυπταν την αίσθηση που βγάζει ο Σβέικ, η οποία βρίσκεται στον αέρα, άπιαστη και αταξινόμητη. Είναι πιο εύκολο να γράψει κάποιος για δέκα φιλοσόφους, παρά για τον Σβέικ.
Στην Ελλάδα το έργο πρωτοέγινε γνωστό μεταπολεμικά, όταν το ανέβασε ο Μίμης Φωτόπουλος παίζοντας ο ίδιος τον Σβέικ. Στις πιο πρόσφατες θεατρικές διασκευές συγκαταλέγονται εκείνες του 1996 (με τον Δημήτρη Πιατά στον ρόλο του Σβέικ) και του 2003, που ανέβηκε στο Ηρώδειο από τον αείμνηστο Θύμιο Καρακατσάνη –με πρωταγωνιστές τον ίδιο και τους Γιώργο Παπαζήση, Ολγα Πολίτου, Θόδωρο Συριώτη, Αλεξάνδρα Καρακατσάνη, Παναγιώτη Σακελλαρίου, Τάσο Πολιτόπουλο, Δημήτρη Γιαννακόπουλο και Δημήτρη Λιόλιο.

Δημοσιεύτηκε στο HeliosPlus στις 18 Ιουνίου 2013

HeliosPlus