TO BHMA – The Project Syndicate

Μια επίσκεψη στην Ελλάδα αφήνει πολλές, ζωηρές εντυπώσεις. Υπάρχει, βέβαια, η πλούσια ιστορία της χώρας, η αφθονία των αρχαιολογικών χώρων, ο γαλάζιος ουρανός, και οι κρυστάλλινες θάλασσες. Αλλά υπάρχει, επίσης, και η έντονη πίεση υπό την οποίαν λειτουργεί πλέον η ελληνική κοινωνία – και το εξαιρετικό θάρρος με το οποίο οι απλοί πολίτες αντιμετωπίζουν την οικονομική καταστροφή.
Αναπόφευκτα, μια επίσκεψη αφήνει επίσης ερωτήματα. Ιδίως, για το τι θα έπρεπε να είχαν κάνει διαφορετικά οι πολιτικοί για να αντιμετωπίσουν την οικονομική κρίση της χώρας.
Τα κρίσιμα λάθη πολιτικής ήταν εκείνα που διαπράχθηκαν στην έναρξη της κρίσης. Ηταν ήδη σαφές, στο πρώτο εξάμηνο του 2010, όταν η Ελλάδα έχασε την πρόσβαση στις χρηματοπιστωτικές αγορές, ότι το δημόσιο χρέος δεν ήταν βιώσιμο. Το χρέος της χώρας θα έπρεπε να είχε αναδιαρθρωθεί χωρίς καθυστέρηση.
Αν η Ελλάδα είχε γρήγορα παραγράψει το χρέος της κατά τα δύο τρίτα, θα μπορούσε να είχε χρησιμοποιήσει ένα μέρος των τόκων για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών.
Θα μπορούσε να είχε μειώσει τους φόρους, αντί να τους αυξήσει. Θα μπορούσε να είχε δώσει ώθηση στις επενδύσεις και να είχε θέσει την οικονομία της πάλι σε κίνηση, αν όχι μέσα σε λίγους μήνες, τότε, με λίγη τύχη, σε όχι περισσότερο από έναν χρόνο.
Στην επίσημη νεκροψία του για την κρίση, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο συμφωνεί, τώρα, ότι η αναδιάρθρωση του χρέους θα έπρεπε να είχε γίνει νωρίτερα.
Αλλά δεν είχε αυτή την άποψη, τότε. Υπό την ηγεσία του Ντομινίκ Στρος-Καν, το Ταμείο ήταν φερέφωνο της γαλλικής και της γερμανικής κυβέρνησης, οι οποίες ήταν σθεναρά αντίθετες με την ελάφρυνση του χρέους.

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, από την πλευρά της, έχει απορρίψει το mea culpa του ΔΝΤ. Ανησυχώντας για την κατάσταση των γαλλικών και γερμανικών τραπεζών, συνεχίζει να υποστηρίζει ότι η καθυστέρηση της αναδιάρθρωσης του χρέους ήταν το σωστό. Δεν έχει μετανιώσει που έριξε την Ελλάδα στους λύκους.

Με δεδομένη αυτή την αντιπαράθεση, η ελληνική κυβέρνηση θα έπρεπε να είχε κινηθεί μονομερώς. Εκ των υστέρων προκύπτει ότι θα έπρεπε να είχε κάνει ακριβώς αυτό. Αντιμέτωπη με τις διαφωνίες από το εξωτερικό, η ελληνική κυβέρνηση θα έπρεπε να είχε ανακοινώσει την απόφασή της για αναδιάρθρωση του χρέους, σαν τετελεσμένου γεγονότος.
Σαφώς, θα είχαν υπάρξει κίνδυνοι. Η τρόικα – το ΔΝΤ, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα – θα μπορούσαν να είχαν αρνηθεί να παράσχουν το πακέτο βοήθειας, αναγκάζοντας την Ελλάδα να συμπιέσει τις εισαγωγές ακόμα πιο έντονα.
Η ΕΚΤ θα μπορούσε να είχε διακόψει την βοήθεια ρευστότητας εκτάκτου ανάγκης, αναγκάζοντας την κυβέρνηση να επιβάλει ελέγχους στην ελεύθερη διακίνηση των κεφαλαίων, ακόμη και να εξετάσει να εγκαταλείψει το ευρώ.
Αλλά, ενεργώντας προληπτικά, οι έλληνες πολιτικοί ηγέτες θα μπορούσαν να είχαν διαμορφώσει τον διάλογο.
Θα μπορούσαν να είχαν πει στους ευρωπαίους ομολόγους τους «Κοιτάξτε, δεν έχουμε άλλη επιλογή, από την αναδιάρθρωση ενός σαφώς μη βιώσιμου χρέους. Αλλά μην κάνετε κανένα λάθος: προτίμησή μας είναι να παραμείνουμε στην ευρωζώνη. Εχουμε δεσμευτεί για μεταρρυθμίσεις. Λαμβάνοντας υπόψη αυτό, δεν συμφωνείτε ότι είμαστε άξιοι της υποστήριξης σας;»
Για να τους πείσει όλους, η Ελλάδα θα έπρεπε να είχε πάρει στα σοβαρά αυτές τις μεταρρυθμίσεις.
Η κυβέρνηση θα μπορούσε να είχε αρχίσει την προσπάθεια φέρνοντας σε επαφή τους εργοδότες με τα συνδικάτα, για να διαπραγματευτούν μια συμφωνία για δίκαιη κατανομή των βαρών, συμπεριλαμβανομένης μιας γενικής μείωσης των μισθών και των συντάξεων, για να ξεκινήσει δυναμικά η εσωτερική υποτίμηση.
Αυτό θα μπορούσε, στη συνέχεια, να έχει συμπληρωθεί με μια ταυτόχρονη συμφωνία για την αναδιάρθρωση των ιδιωτικών χρεών. Με τους πάντες να έχουν αποδεχθεί θυσίες, θα ήταν δυνατή μια συμφωνία για την απελευθέρωση των κλειστών επαγγελμάτων, και για μια συνολική φορολογική μεταρρύθμιση.
Αλλά, αντί να συνεργαστεί με τους κοινωνικούς εταίρους της, η ελληνική κυβέρνηση, ακούγοντας τις συμβουλές της τρόικας, ξήλωσε το σύστημα των συλλογικών διαπραγματεύσεων, αφήνοντας τους εργαζομένους χωρίς αντιπροσώπευση.
Ετσι, η Ελλάδα έχασε τον μηχανισμό για να διαπραγματευτεί κοινωνική συναίνεση και να μειώσει τους μισθούς, τις συντάξεις και άλλες υποχρεώσεις με δίκαιο τρόπο.
Με κάθε ομάδα κατεστημένων συμφερόντων να αγωνίζεται για τον εαυτόν της, αποδείχθηκε αδύνατον να ανοίξουν άμεσα τα κλειστά επαγγέλματα.
Αμφιβάλλοντας ότι θα υπάρξουν κοινές θυσίες, αυτές οι ίδιες ομάδες συμφερόντων δεν ήταν σε θέση να διαπραγματευθούν ουσιαστική φορολογική μεταρρύθμιση.
Και καθώς η ελληνική κυβέρνηση απέτυχε, έτσι, να προωθήσει διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, δεν μπόρεσε να κερδίσει την εμπιστοσύνη των πιστωτών της.
Δύσπιστη για την σοβαρή δέσμευση της ελληνικής κυβέρνησης να κάνει μεταρρυθμίσεις, η τρόικα απαίτησε μια λίβρα σάρκας με τη μορφή εμπροσθοβαρούς λιτότητας, σαν τίμημα για την οικονομική βοήθεια.
Αυτές οι εμπροσθοβαρείς αυξήσεις φόρων και οι περικοπές δημοσίων δαπανών βύθισαν την οικονομία πιο βαθιά στην ύφεση, δείχνοντας πόσο γελοίοι ήταν οι ισχυρισμοί ότι το χρέος ήταν βιώσιμο, και επιβάλλοντας την αναπόφευκτη αναδιάρθρωση του χρέους μετά από δύο, δραματικά, χρόνια.
Η Ελλάδα προσπαθεί τώρα να δώσει πνοή στην εκστρατεία για τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Ασκεί πιέσεις στην τρόικα για περαιτέρω ελάφρυνση του χρέους. Ομως η ζημιά δεν θα είναι εύκολα αναστρέψιμη. Τα λάθη του παρελθόντος, που δεν τα διέπραξε μόνο η Ελλάδα, αλλά και οι διεθνείς εταίροι της, καθιστούν αναπόφευκτο το δύσκολο βραχυπρόθεσμο μέλλον.
Είναι σημαντικό να αντλήσουν τα σωστά διδάγματα και άλλες χώρες. Αν το κάνουν, οι γενναίοι, πολιορκημένοι πολίτες της Ελλάδας, θα μπορέσουν τουλάχιστον να νιώσουν κάποια ανακούφιση με την σκέψη ότι πολλοί άνθρωποι αλλού θα γλιτώσουν τις ίδιες, περιττές θυσίες.
*Ο Μπάρι Αϊχενγκριν είναι καθηγητής Πολιτικών και Οικονομικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας, στο Μπέρκλεϊ.