Χωρίς κάποιο ουσιαστικό αποτέλεσμα κατέληξε η συνάντηση των προέδρων της Αμερικής Μπαράκ Ομπάμα και της Κίνας Σι Τζινπίνγκ το περασμένο Σαββατοκύριακο στην Καλιφόρνια. Είναι αλήθεια ότι και οι δύο πλευρές επέμειναν εξ αρχής ότι θα ήταν «μια συζήτηση ελεύθερης ανταλλαγής απόψεων χωρίς ατζέντα, σε άνετο, φιλικό περιβάλλον» και τίποτε περισσότερο. Την ίδια στιγμή όμως ο Λευκός Οίκος διοχέτευε στα ΜΜΕ και στον Τύπο την πληροφορία ότι ο πρόεδρος Ομπάμα θα ζητούσε από τον κινέζο ομόλογό του να ασκήσει «σοβαρή πίεση» στη Βόρεια Κορέα ώστε να τερματιστεί η κρίση στην κορεατική χερσόνησο. Η (άτυπη) ενημέρωση που έγινε στους δημοσιογράφους τη νύχτα της Κυριακής έδειξε ότι ακόμη και αν έγινε τέτοια συζήτηση, ο κινέζος πρόεδρος «δεν ήταν παραγωγικός», όπως έγραψε την επομένη η «Washington Post».
Είναι βαθιά ριζωμένη στην Ουάσιγκτον –όπως και σε πολλές ευρωπαϊκές πρωτεύουσες –η πεποίθηση ότι η Κίνα μπορεί να επιβάλει τη θέλησή της στη Βόρεια Κορέα. Την περασμένη Τρίτη ο Ρεπουμπλικανός γερουσιαστής Τζον Μακ Κέιν δήλωσε ότι «η Κίνα κρατά το κλειδί του προβλήματος», δηλαδή τον έλεγχο του βορειοκορεάτη προέδρου Κιμ Γιονγκ Ουν και χαρακτήρισε «απογοητευτική» την όλη στάση του Πεκίνου στο «πρόβλημα για την ασφάλεια και την ειρήνη» που δημιουργεί η Βόρεια Κορέα. Και στις Βρυξέλλες η αρμόδια για τις διεθνείς σχέσεις της ΕΕ Κάθριν Αστον δήλωσε ότι το Πεκίνο «θα μπορούσε να παίξει αποφασιστικό ρόλο (…) στα προβλήματα με την Πιονγκγιάνγκ».
Είναι αβάσιμες τέτοιες ελπίδες και το Πεκίνο πάμπολλες φορές τα τελευταία χρόνια το έχει διαμηνύσει στην Ουάσιγκτον. Η ιστορία των σχέσεων των δυο χωρών είναι αποκαλυπτική. Κάθε άλλο παρά αρμονικές είναι, αν και επιφανειακά εμφανίζονται φιλικές, ακόμη και αδελφικές. Είναι αλήθεια ότι ο Μάο Τσετούνγκ είχε χαιρετήσει κάποτε τη «γειτονική χώρα» δηλώνοντας ότι είναι «τόσο κοντά στην Κίνα όσο τα χείλη από τα δόντια». Αλλά επίσης είναι αλήθεια ότι τον περασμένο Μάιο, στις παραμονές κάποιας εκτόξευσης πυραύλων από τη Βόρεια Κορέα ο εκπρόσωπος του κινεζικού υπουργείου Εξωτερικών δήλωσε ότι «δεν βοηθούν στην εμπέδωση της ασφάλειας στην περιοχή οι πυραυλικές επιδείξεις» και η «Λαϊκή Ημερήσια», η επίσημη εφημερίδα του κόμματος, ζητούσε από την Πιονγκγιάνγκ «να σταματήσουν ενέργειες οι οποίες δεν μπορεί να συμβάλουν στην ασφάλεια της περιοχής».
Τα αρχεία χωρών του άλλοτε ανατολικού συνασπισμού που πέρασαν στα χέρια αμερικανικών υπηρεσιών και σήμερα είναι στη διάθεση ερευνητών αποκαλύπτουν ότι από τη στιγμή της δημιουργίας της Βόρειας Κορέας, τη δεκαετία του ’40, οι σχέσεις των δυο χωρών δεν ήταν αρμονικές. Στον πόλεμο της Κορέας η Κίνα προσπάθησε να εμποδίσει τον βορειοκορεάτη ηγέτη Κιμ Ιλ Σουνγκ να επιτεθεί, το 1950, στη Νότιο Κορέα και αναγκάστηκε να τον στηρίξει στρατιωτικά μόνο ύστερα από πίεση της Σοβιετικής Ενωσης, δείχνουν έγγραφα της (άλλοτε) Ανατολικής Γερμανίας.
Σε ο,τι αφορά το Πεκίνο οι σχέσεις του με την Πιονγκγιάνγκ καθορίστηκαν όχι από την ιδεολογική συντροφικότητα αλλά από πολύ συγκεκριμένους στρατηγικούς υπολογισμούς. Η πολιτική την οποία εφάρμοσε στο εσωτερικό η Βόρεια Κορέα προκαλούσε την αποδοκιμασία του Πεκίνου και σχόλια πολύ αρνητικά από την κινεζική κοινή γνώμη η οποία «δεν βρίσκει τίποτε που να προσεγγίζει την κομμουνιστική ιδεολογία και τους κανόνες της κομμουνιστικής ηθικής» διαπίστωνε το 1958 πολωνός διπλωμάτης στο Πεκίνο. Είναι άλλωστε ενδεικτικό ότι το 1952 η Κίνα ανακάλεσε τον πρεσβευτή της από την Πιονγκγιάνγκ και μόνο το 1955 αποκατέστησε πάλι πλήρεις σχέσεις.
Οταν η Πιονγκγιάνγκ κατηγορούσε το Πεκίνο
Η Πιονγκγιάνγκ χαρακτήριζε την πολιτική του Πεκίνου επιθετική, σπασμωδική και καιροσκοπική σε βαθμό που «δεν επιτρέπεται να την εμπιστεύεται κανείς», είχε καταθέσει το 1964 ένας βορειοκορεάτης ανώτερος στρατιωτικός, ο οποίος είχε καταφύγει στη Νότια Κορέα. Το 1966 ο Κιμ Ιλ Σουνγκ δημιούργησε ρήγμα στις σχέσεις με το Πεκίνο δίνοντας στη δημοσιότητα «κομματικό έγγραφο» στο οποίο κατηγορούσε «εκείνες τις χώρες» που επιβουλεύονται την ανεξαρτησία άλλων χωρών και τόνιζε ότι η κυβέρνησή του «ουδέποτε θα χορέψει σε ξένους ρυθμούς μουσικής».
Η Πιονγκγιάνγκ χαρακτήριζε την πολιτική του Πεκίνου επιθετική, σπασμωδική και καιροσκοπική σε βαθμό που «δεν επιτρέπεται να την εμπιστεύεται κανείς», είχε καταθέσει το 1964 ένας βορειοκορεάτης ανώτερος στρατιωτικός, ο οποίος είχε καταφύγει στη Νότια Κορέα. Το 1966 ο Κιμ Ιλ Σουνγκ δημιούργησε ρήγμα στις σχέσεις με το Πεκίνο δίνοντας στη δημοσιότητα «κομματικό έγγραφο» στο οποίο κατηγορούσε «εκείνες τις χώρες» που επιβουλεύονται την ανεξαρτησία άλλων χωρών και τόνιζε ότι η κυβέρνησή του «ουδέποτε θα χορέψει σε ξένους ρυθμούς μουσικής».
Οι σχέσεις οξύνθηκαν ακόμη περισσότερο όταν το 1967 η Πιονγκγιάνγκ κατονόμασε την Κίνα «νεο-ιμπεριαλιστική (…) με ηγεμονισμικές φαντασιώσεις» και το Πεκίνο «προειδοποίησε» τον «Κιμ και την κλίκα του» ότι «θα έχουν κακό τέλος». Συγχρόνως έστειλε πέντε μεραρχίες στα σύνορα, έγιναν κάποιες συγκρούσεις με θύματα και συνέλαβε μερικές εκατοντάδες Κορεατών που είχαν βρει άσυλο στην Κίνα.
Οι σχέσεις βελτιώθηκαν στη διάρκεια της Πολιτιστικής Επανάστασης, μάλιστα το 1975 ο Κιμ Ιλ Σουνγκ επισκέφθηκε το Πεκίνο αλλά η κινεζική ηγεσία τον απογοήτευσε επειδή αρνήθηκε να ενισχύσει την «εκστρατεία (του) εναντίον της Νότιας Κορέας και των ΗΠΑ», σημειώνει ούγγρος διπλωμάτης σε έγγραφο προς τον υπουργό του. Το «άνοιγμα» του Πεκίνου προς τη Δύση, ιδιαίτερα προς τις ΗΠΑ, ενόχλησε και εξακολουθεί να ενοχλεί τη βορειοκορεατική ηγεσία. Οι σχέσεις Κίνας – Βόρειας Κορέας κύλησαν ομαλά τη δεκαετία του ’80 αλλά το 1992 το Πεκίνο αναγνώρισε τη Νότια Κορέα, η Πιονγκγιάνγκ ονόμασε την κινεζική ηγεσία «ομάδα προδοτών» και έκτοτε οι σχέσεις παραμένουν «χαμηλού επιπέδου».
Με ένα τόσο βαρύ ιστορικό πώς είναι δυνατόν να ελπίζει η αμερικανική ηγεσία ότι θα είχε επιτυχία μια οποιαδήποτε «προτροπή» της Κίνας στη βορειοκορεατική ηγεσία; Σοβαρότεροι και ρεαλιστές οι Κινέζοι «κρατούν αποστάσεις», περιορίζονται να μιλούν για «ομαλότητα και ασφάλεια» στην περιοχή και ρίχνουν την μπάλα στο αμερικανικό γήπεδο: Αν κάποιον πρόκειται να ακούσει η Πιονγκγιάνγκ αυτή είναι η Ουάσιγκτον. Εκείνη πρέπει να έρθει σε διάλογο με τη Βόρεια Κορέα.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ