Τίτλος αντίστροφος σ’ ό,τι συνήθως υπονοεί. Μάλλον γυρεύει να αφαιρέσει κάτι που περισσεύει. Για τη σκηνική διδασκαλία της Ιλιάδας πρόκειται, που την εμπνεύστηκε και την κατόρθωσε ο Στάθης Λιβαθινός με τους εταίρους του: φωνή με φωνή, χέρι με χέρι, σώμα με σώμα. Μια δοκιμή που βρήκε πέντε απόβραδα σύμμαχο τον δρόμο και τον κόσμο, ξαγρυπνώντας. Σάμπως να την περίμενε από καιρό, να πάρει λίγη ανάσα, γιατί στο μεταξύ:
Ο χρόνος συνεχώς / επελαύνει / κι εμείς συνεχώς / υποχωρούμε / σ’ ένα καινούριο παρελθόν / που ο αυλόγυρός του / συνεχώς μικραίνει /[…] η ασημένια στίξη / της ψυχής ξεθωριάζει / και μεις / ακονίζουμε μαχαίρια / μιας σιωπής / χωρίς τέλος. (Τάσος Μπέσιος, Γεγονότα σιωπής, εκδόσεις οδός Πανός, Αθήνα, Απρίλιος 2013).
Δεν υπολείπεται σε μελαγχολία για την ανθρώπινή μας φύση η Ιλιάδα, δηλωμένη απερίφραστα τουλάχιστον δύο φορές: τη μία από το στόμα ενός ήρωα, την άλλη από το στόμα ενός θεού. Προηγείται ο Γλαύκος, εταίρος του Λύκιου Σαρπηδόνα, αντιμετωπίζοντας την πρόκληση του Διομήδη στην έκτη ραψωδία (Ζ 145-148):
Μεγάθυμε γιε του Τυδέα, τι με ρωτάς για τη γενιά μου; / Οπως των φύλλων η γενιά, τέτοια και των ανθρώπων η φυλή: / τα φύλλα, άλλα τα ρίχνει ο άνεμος στη γη, άλλα φυτρώνουν όμως / στο φουντωμένο δάσος, σαν φτάσει η εποχή της άνοιξης. / Ετσι και των ανθρώπων η φυλή, ανθίζει η μια γενιά, / φυλλορροεί η άλλη και μαραίνεται ( Ζ 145-149).
Πιο πικρόχολος ο Δίας αποκαλύπτει τη μοίρα των δύσμοιρων θνητών δηλώνοντας αμέριστη συμπάθεια για τα αθάνατα άλογα του Αχιλλέα, που ακίνητα θρηνούν το νεκρό σώμα του Πατρόκλου στη δέκατη έβδομη ραψωδία (Ρ 441-447):
Ετσι που μύρονταν, τα είδε ο Δίας, τα σπλαχνίστηκε, / κίνησε το κεφάλι του και μόνος του μιλούσε: / Δύστυχα κι έρμα. Τι σας χαρίσαμε στον βασιλιά Πηλέα, / σ’ ένα θνητό, εσάς, αγέραστα κι αθάνατα, να συμμερίζεστε / τη μοίρα άμοιρων ανθρώπων. / Πλάσμα πιο δύστυχο / από τον άνθρωπο δεν βρίσκεται / άλλο στη γη, όσα σαλεύουν κι ανασαίνουν πάνω της.
Εγραφα τις προάλλες πως η τύχη της σκηνικής διαδασκαλίας της Ιλιάδας κρίνεται στις μέρες μας από κάποιους κρίσιμους συντελεστές: τις κειμενικές επιλογές, την αμφίρροπη ένταση αφήγησης και διαλόγου, δράσης και αδράνειας, φράσης και μετάφρασης. Και στα τέσσερα αυτά σημεία ο Λιβαθινός και οι συνεργάτες του ευτύχησαν, με ανυπολόγιστο μόχθο και οριακή αυταπάρνηση. Στοιχεία χωνεμένα στο σώμα της παράστασης ώστε να βγαίνει η αίσθηση έντιμης αθωότητας, δίχως κανένα ίχνος σκηνοθετικής και υποκριτικής αυταρέσκειας.
Εξάλλου ο ποιητικός λόγος (εξ ορισμού ακροαματικός), μοιρασμένος στην προκειμένη περίπτωση με μπρεχτική δεξιοσύνη σε τριτοπρόσωπη αφήγηση και μετωπικό λόγο και διάλογο, άφηνε να φανεί η ραφή ανάμεσα στο δραματικό γεγονός και στην υποδοχή του. Οταν και όπου μάλιστα οι δύο αυτές φωνές έσμιγαν διαγώνια στο στόμα του ίδιου ηθοποιού, συνέπαιρναν στο κύκλωμα «εξ επαφής – εξ ακοής» και τους θεατές, που γίνονταν έτσι συνένοχοι.
Γιατί, όπως και να το κάνουμε, η ακοή, σε συνθήκες πολέμου, λειτουργεί από κάποια απόσταση συμπαθητικής ασφάλειας, ενώ η επαφή συνεπάγεται βασανισμένη απόφαση μπροστά στο δίλημμα υπερασπισμένης επιβίωσης ή ανυπεράσπιστου θανάτου. Σήματα της διφορούμενης αυτής συζυγίας αναγνωρίζονται στο πλαίσιο της πρώτης και πρότυπης ιλιαδικής μάχης, που διαβαθμίζεται στο δεύτερο μισό της τέταρτης ραψωδίας (Δ 422-544) σε τρία στάδια: πρώτα οι αντίπαλοι στρατοί συνέρχονται, μετά συμβάλλονται, στο τέλος συμπίπτουν. Μεταφράζεται η φάση της συμβολής:
Οταν οι δυο στρατοί συνέπεσαν στον ίδιο χώρο, συνέβαλαν σκουτάρια, δόρατα και τις ανάσες τους οι μαχητές. / Κι όταν συγκρούστηκαν αφαλωτές οι ασπίδες / ακούστηκε ορυμαγδός ανήκουστος: / αχώριστοι οι αλαλαγμοί κι οι στεναγμοί / όσων τον όλεθρο σκορπούσαν / κι εκείνων που στον όλεθρον γλιστρούσαν, / καθώς το αίμα τους πλημμύριζε τη γη.
Επεται ο απολογισμός της σύμπτωσης: Με τέτοια πλούσια σοδειά της μάχης, παράπονο κανείς δεν θα ‘χε. Φτάνει να το μπορούσε να ‘ναι εκεί, κι αλάβωτος / απ’ τον χαλκό να τριγυρνά απρόσβλητος στη μέση./ Από το χέρι να τον συγκρατεί προστάτης του / η Αθηνά Παλλάδα, / και κάθε φονική βολή μακριά του να τη διώχνει. / Γιατί τη μέρα εκείνη Τρώες αρίθμητοι και ισάριθμοί Αχαιοί, / πεσμένοι πίστομα πάνω στη σκόνη, / έγιναν αξεχώριστοι, / στο πλάι ο ένας του αλλουνού, τυμπανισμένοι.
Κλείνω με δικά μας λόγια, δανεισμένα πάλι από το ίδιο ποίημα του Τάσου Μπέσιου, που δεν τον ξέρω προσωπικά: Θάνατος – ζωή / σιαμαία / πλάτη με πλάτη / στη σιωπή.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ