Συνθήκες κυβερνητικής κρίσης δημιούργησε η αιφνιδιαστική προσωπική απόφαση του Πρωθυπουργού κ. Αντ. Σαμαρά για το λουκέτο στην ΕΡΤ, ενώ δοκιμάζονται οι αντοχές της τρικομματικής κυβέρνησης και αναζωπυρώνονται ακόμα και σενάρια περί πρόωρων εκλογών.
Η αντίδραση του ΠαΣοΚ και της ΔΗΜΑΡ είναι έντονη και κανείς δεν μπορεί να προδιαγράψει τι θα γίνει, αφού όλα είναι ρευστά και ανοικτά, ενώ η αντιπολίτευση έχει υψώσει τα αντικυβερνητικά λάβαρα και επιτίθεται με σφοδρότητα στον κ. Σαμαρά.
Με την ενέργειά του ο Πρωθυπουργός, ύστερα από ένα χρόνο ατέρμονων συζητήσεων και χωρίς να έχει προβεί η κυβέρνηση σε καμία ουσιαστική αλλαγή στον τρόπο λειτουργίας των ΔΕΚΟ, θέλησε να στείλει ένα ισχυρό – όπως λένε από το Μέγαρο Μαξίμου μήνυμα, τόσο εντός, όσο και εκτός Ελλάδας.
Ο κ. Σαμαράς που δίνει ιδιαίτερη σημασία στη συγκεκριμένη κίνησή του που έχει και συμβολικό χαρακτήρα, μεταδίδει μέσω των στενών του συνεργατών, ότι είναι αποφασισμένος να προωθήσει τις μεταρρυθμίσεις, αδιαφορώντας για το πολιτικό κόστος.
Στο Μέγαρο Μαξίμου, υπό τη σκιά των πολλών προβλημάτων που υπάρχουν με τους άλλους δυο κυβερνητικούς εταίρους, το ΠαΣοΚ και τη ΔΗΜΑΡ, επέλεξαν αυτή την κίνηση, που ήδη χαρακτηρίζεται από πολλές πλευρές ως δείγμα κυβερνητικής προχειρότητας και έλλειψης σχεδιασμού, για να δείξουν και στην τρόικα ότι υπάρχει η βούληση να κλείσουν οι οργανισμοί του δημοσίου.
Η ΕΡΤ, επελέγη ως άλλη…«Ιφιγένεια» για να υπάρξει…ούριος άνεμος στο κυβερνητικό σκάφος από εδώ και πέρα, ενώ θυσιάστηκαν στο βωμό της τρόικας και 2.565 εργαζόμενοι. Με αυτό τον τρόπο ικανοποιήθηκαν οι εκπρόσωποι των πιστωτών που ήθελαν να αποχωρήσουν άμεσα και πριν το τέλος του Ιουνίου, περίπου 2.000 δημόσιοι υπάλληλοι.
Βέβαια, κανείς δεν ξέρει εάν ο Πρωθυπουργός θα βγει κερδισμένος από αυτή τη μάχη που ξεκίνησε με προσωπική του απόφαση και χωρίς να έχει συμμάχους τους προέδρους του ΠαΣοΚ και της ΔΗΜΑΡ, τους κκ. Ευ. Βενιζέλο και Φ. Κουβέλη που αντιδρούν έντονα και ζητάνε σύσκεψη των πολιτικών αρχηγών για να επανεξεταστεί το θέμα της ΕΡΤ.
Από το πρωθυπουργικό γραφείο δεν υπάρχει σαφές σήμα για το πότε θα γίνει η σύσκεψη, αλλά είναι εξαιρετικά δύσκολο να γίνει τις επόμενες ημέρες, υπό αυτές τις συνθήκες.
Η ανικανότητα της κυβέρνησης επί ένα χρόνο ήταν χαρακτηριστική, αφού αδυνατούσε να βρει λύση με την κατάργηση άλλων ζημιογόνων και αντιπαραγωγικών οργανισμών και φορέων του δημοσίου, αφού κυριαρχούσαν μικροκομματικοί λόγοι και πολλοί υπουργοί προστάτευαν τους φορείς και οργανισμούς που επόπτευαν.
Έτσι, επελέγη η ΕΡΤ και ο Πρωθυπουργός, που όπως μεταδίδεται από το Μέγαρο Μαξίμου είχε ενημερώσει τους κκ. Βενιζέλο και Κουβέλη από την περασμένη Κυριακή για την απόφασή του, θέλησε να δείξει πυγμή και κατ’ αυτόν αποφασιστικότητα.
Η κυβέρνηση, μετά το ναυάγιο με την αποκρατικοποίηση της ΔΕΠΑ και την αποχώρηση της ρωσικής Gazprom που προκάλεσε σοκ στο πρωθυπουργικό επιτελείο, αναζητούσε τον τρόπο για να αλλάξει την ατζέντα.
Όπως ήταν αναμενόμενο, οι συνεργάτες του κ. Σαμαρά διέψευδαν ότι η ιστορία της ΕΡΤ χρησιμοποιείται ως αντιπερισπασμός, αν και δεν γίνεται ιδιαίτερα πειστικό το κυβερνητικό επιχείρημα.
Δεν είναι η πρώτη φορά που το πράττει, καθώς αμέσως μετά από μια αρνητική εξέλιξη σε κεντρικά θέματα, επιλέγει να αλλάξει επικοινωνιακά την ατζέντα, αλλά αυτή τη φορά προχώρησε σε μια κίνηση ιδιαίτερα υψηλού ρίσκου.
Και αυτό, διότι στο Μέγαρο Μαξίμου, δεν έχουν υπολογίσει πολλές παραμέτρους από την απόφασή τους για το κλείσιμο της ΕΡΤ, ενώ την ίδια στιγμή, η κυβέρνηση έχει αφήσει χωρίς καμία παρέμβαση άλλα ιδιαίτερα ζημιογόνα πεδία του δημόσιου τομέα.
Αξιοσημείωτο είναι ότι στο πρωθυπουργικό επιτελείο – όπου πολλές φορές υπάρχει αδυναμία πρόβλεψης για ενδεχόμενες επιπτώσεις μετά από μια ενέργεια του κ. Σαμαρά – αιφνιδιάστηκαν από τις πολλές αντιδράσεις, αλλά κυρίως τους ξάφνιασε και η αρνητική στάση του Αρχιεπισκόπου Αθηνών κ. Ιερώνυμου, ο οποίος με δήλωσή του υποστήριξε ότι είναι αδιανόητη η διακοπή λειτουργίας της ΕΡΤ.
Από το Μέγαρο Μαξίμου μεταδίδεται ότι το νομοσχέδιο για τη νέα Ελληνική Ραδιοτηλεόραση – βασίζεται σε παλαιότερη πρόταση είχε συντάξει επιτροπή υπό τον καθηγητή κ. Ν. Αλιβιζάτο και υποβλήθηκε στον τότε υπουργό κ. Ηλ. Μόσιαλο, επί πρωθυπουργίας κ. Γ. Παπανδρέου – δεν θα αργήσει να κατατεθεί στη Βουλή και δεν αποκλείεται αυτό να γίνει και σήμερα. Σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα, δεν αποκλείεται να χρειαστούν και τρεις μήνες μέχρι να συσταθεί ο νέος φορέας.