Τελικά χόρευαν ή δεν χόρευαν οι Σουλιώτισσες πέφτοντας στον γκρεμό; Το θέμα, που επανήλθε στην κραυγαλέα επικαιρότητα έπειτα από σχετικές δηλώσεις της Μαρίας Ρεπούση, είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον, γιατί σ’ αυτό διασταυρώνονται οι μυθοποιητικές ενορμήσεις των δύο πολεμίων στην εμφύλια σύγκρουση πολιτισμών που διεξάγεται τις τελευταίες δεκαετίες στη χώρα μας: η βεβαιότητα της εθνοκεντρικής ιστοριογραφίας μας, που θεωρεί τον χορό του Ζαλόγγου ιστορικό γεγονός, και η πεποίθηση της αντιεθνοκεντρικής που τον χαρακτηρίζει ιστορικό μύθο.
Τη σωστότερη απάντηση στο ερώτημα τη βρίσκουμε διατυπωμένη στην πρώτη παράγραφο του μελετήματος του Αλέξη Πολίτη «Ο «χορός του Ζαλόγγου»», το οποίο αποτελεί την πλέον λεπτομερειακή εξέταση του θέματος, κατά το ότι συγκεντρώνει, στον βαθμό του εφικτού, όλες τις σωζόμενες σχετικές μαρτυρίες. Γράφει ο Πολίτης: «Το τι ακριβώς συνέβη στο Ζάλογγο, περί τα μέσα Δεκεμβρίου 1803, το γνώριζαν όσοι επέζησαν της μάχης, είτε γιατί αιχμαλωτίστηκαν από τα στρατεύματα του Αλή, είτε επειδή διασώθηκαν και κατόρθωσαν να καταφύγουν στην Πάργα ή αλλού –αν και προφανώς ούτε κι αυτοί θα είχαν άμεση αντίληψη όλων των περιστατικών. Κάτι θα ήξεραν, βέβαια, και οι επιτιθέμενοι» (Μύθοι και ιδεολογήματα στη σύγχρονη Ελλάδα, Εταιρεία Σπουδών, 2007).
Ο Πολίτης έχει συλλέξει 23 ιστοριογραφικές αναφορές στα γεγονότα του Ζαλόγγου, από την πρώτη, του Μπαρτόλντυ (1805), ως το τέλος του 19ου αιώνα, με σκοπό να ελέγξει την αξιοπιστία τους. Οι 14 από αυτές μιλούν για χορό των γυναικών, ενώ στις υπόλοιπες 9 μνεία χορού δεν υπάρχει. Αξιολογώντας την ποιότητα της κάθε αναφοράς (τη χρονική απόσταση από τα γεγονότα, την ιδιότητα των ανθρώπων που την κατέθεσαν, το άμεσο ή έμμεσο της καταγραφής, την φερεγγυότητα του καταγράφοντος) ο Πολίτης καταλήγει στο συμπέρασμα ότι «ο Χορός του Ζαλόγγου αποτελεί, μαζί με τις μυθοποιημένες εκδοχές των κλεφταρματολών και των αλλεπάλληλων εξεγέρσεων κατά των Οθωμανών, το συμπληρωματικό ταίρι του Κρυφού σχολειού».
«Ας προσέξουμε όμως» διευκρινίζει. «Αν το Κρυφό σχολειό αποτελεί μια κατασκευή εκ του μηδενός, ο πυρήνας των γεγονότων του Ζαλόγγου υπήρξε: οι υπερασπιστές και οι προδότες του Σουλίου, όπως κι οι γυναίκες που αυτοκτόνησαν. […] Η μυθοποίηση βρίσκεται μονάχα στην εξιδανίκευση, στον χορό».
Ως εδώ τα πράγματα φαίνονται σωστά. Σοβαρός μελετητής, ενδελεχής αναζήτηση των πηγών, προσπάθεια ορθής ερμηνείας των αφηγήσεων. Ομως τελειώνοντας την ανάγνωση της μελέτης του Πολίτη αισθάνεσαι ότι διαβάζοντάς την κάτι δεν πήγαινε καλά· ότι ο τόνος της δεν ήταν όσο θα έπρεπε νηφάλιος, κυρίως γιατί διαπνεόταν από μιαν ειρωνεία για όσους κατέγραφαν τα περί χορού ως αληθινά. Ακόμη: σε παραξενεύει η ασυμφωνία ανάμεσα στην αρκτική δήλωση του μελετητή –«το τι ακριβώς συνέβη στο Ζάλογγο» (η υπογράμμιση δική μου) το γνώριζαν όσοι έζησαν τα γεγονότα –και στην τελική και κατηγορηματική βεβαιότητά του ότι χορός δεν υπήρξε.
Μια δεύτερη και προσεκτικότερη ανάγνωση της μελέτης ενισχύει την αρχική σου αίσθηση ότι οι κρίσεις του Πολίτη για το αξιόπιστο των επί του θέματος αναφορών που συνέλεξε καθοδηγούνται λιγότερο από την πρόθεσή του να διερευνήσει με αντικειμενικότητα τα γεγονότα και περισσότερο από μιαν απομυθοποιητική διάθεση σε ό,τι αφορά τον χορό. Διαφορετικά δεν εξηγείται η ευδιάκριτη προσπάθεια υποβάθμισης των μαρτυριών που μιλούν για χορό και ο εγκωμιασμός εκείνων από τις οποίες ο χορός λείπει. Ετσι για τον Πολίτη ο Bartholdy «περιγράφει αντικειμενικά», ο Leake είναι «ακριβόλογος και θετικιστής», ο Ciampolini «φειδωλός σε λυρισμό», ο Finlay «απομυθοποιεί»· ενώ ο Περραιβός «χρωματίζει με συναισθήματα», ο Manjour «δεν τσιγκουνευόταν τα καρυκεύματα», ο Pouqueville προσθέτει «καινούργιο χρωματισμό», ο Σαλαπάντας κινείται στο «κλίμα των σχολικών εορτών». Η άποψή του για την εκδοχή του Finlay («Απομυθοποίηση λοιπόν· ο χορός λείπει») δείχνει ότι ο Πολίτης όχι μόνο πιστεύει αλλά και είναι βέβαιος ότι ο χορός είναι μύθος. Αλλά και το σχόλιό του για την περιγραφή των γεγονότων από τον Ζερλέντη («πολύ πιο αληθοφανής εκδοχή, βέβαια· αλλά αυτό δεν θα πει ότι είναι πιο κοντά στην αλήθεια») σημαίνει ότι γνωρίζει ποια είναι η αλήθεια.
Η απροκατάληπτη εξέταση των στοιχείων που παραθέτει ο Πολίτης στο μελέτημά του πολύ δύσκολα θα μπορούσε να μας οδηγήσει στο ίδιο συμπέρασμα με αυτόν. Μεταξύ άλλων, και διότι στα στοιχεία εκείνα όπου δεν υπάρχει μνεία χορού δεν υπάρχει ούτε αμφισβήτηση της ύπαρξής του. Και απουσία δεν σημαίνει αναγκαστικά αμφισβήτηση. Θα μπορούσε μάλιστα κανείς να υποστηρίξει, σύμφωνα με τα στοιχεία της έρευνας του Πολίτη, ότι είναι πιθανότερο οι Σουλιώτισσες να χόρεψαν παρά να μη χόρεψαν. Ετσι, όταν δηλώνει κανείς, και μάλιστα κατηγορηματικά, ότι ο χορός του Ζαλόγγου είναι ιστορικός μύθος, κάνει το ίδιο ιστοριογραφικό λάθος με εκείνους που τον θεωρούν αναμφισβήτητο ιστορικό γεγονός.
Εχουμε κι εδώ μιαν ακόμη περίπτωση όπου η προσπάθεια αποδόμησης ενός (υποτιθέμενου ή πραγματικού) εθνοκεντρικού μύθου έχει οδηγήσει την εκσυγχρονιστική ιστοριογραφία μας στο άλλο άκρο: στη δημιουργία ενός αντίπαλου μύθου.
Υστερόγραφο: Η Μαρία Ρεπούση χαρακτηρίζει μύθο όχι μόνο τον χορό του Ζαλόγγου αλλά και το ίδιο το Ζάλογγο («Μύθος είναι το Ζάλογγο και ο χορός του»: βλ. το άρθρο της «Το 1821», στο The book’s journal, 6-4-2011).
Ο κ. Νάσος Βαγενάς είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.


ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ