Το φαινόμενο του ιατρικού πληθωρισμού έχει ενοχοποιηθεί σε μεγάλο βαθμό για την υψηλή κατανάλωση υπηρεσιών υγείας και την εκτίναξη των σχετικών δαπανών στην Ελλάδα. Ωστόσο, θεωρητικά, ο μεγάλος αριθμός των ιατρών θα μπορούσε και να αποτελεί παράγοντα βελτίωσης της ποιότητας των παρεχόμενων φροντίδων, εφ’ όσον, μέσα από διαδικασίες αξιολόγησης, το σύστημα επέλεγε τους καλύτερους. Ομως, το πρόβλημα δεν είναι ποσοτικό, αν και πράγματι η χώρα διαθέτει τον υψηλότερο δείκτη ιατρών ανά κάτοικο και έναν από τους υψηλότερους δείκτες αποφοίτων ιατρικών σχολών σε σχέση με τον πληθυσμό.
Η στρέβλωση του συστήματος ξεκινά από την επιλογή ιατρικής ειδικότητας, η οποία εξακολουθεί να γίνεται με ένα αναχρονιστικό σύστημα, παρά τις σημαντικές προσπάθειες εκσυγχρονισμού του (βλ. χαρακτηριστικά την πρωτοβουλία του 2004 η οποία δεν τελεσφόρησε). Ετσι, η επιλογή πολλές φορές υπαγορεύεται από κριτήρια πρακτικού ενδιαφέροντος με κυρίαρχο τον χρόνο αναμονής, με συνέπεια είτε να αποδυναμώνεται το επιστημονικό ενδιαφέρον για τη μετέπειτα εκπαίδευση και εξειδίκευση είτε, κυρίως, το όλο αποτέλεσμα να μη συνάδει με τα πραγματικά κενά του συστήματος υγείας. Το τελευταίο συνδέεται και με την αδράνεια ως προς την ολοκλήρωση του υποσυστήματος της πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας, μέσω του οποίου θα «υποδεικνυόταν» η ενδεδειγμένη επιλογή ειδικότητας, η οποία με τη σειρά της θα μπορούσε να εγγυηθεί τη μετέπειτα επαγγελματική και επιστημονική πορεία ενός ιατρού.
Αντ’ αυτού, από τη μια οι δημοσιονομικές πιέσεις και από την άλλη ο αποκλεισμός των νέων ιατρών από τη συνεργασία με την κοινωνική ασφάλιση, οδηγούν νέους επιστήμονες στο εξωτερικό, προκαλώντας μια ανυπολόγιστη οικονομική ζημιά από την απώλεια μιας σημαντικής επένδυσης στο ανθρώπινο κεφάλαιο. Αντίβαρο σε αυτό θα μπορούσε να αποτελέσει κατ’ αρχάς η αλλαγή του περιοριστικού αυτού περιβάλλοντος (έχει επαρκώς αναλυθεί στη σχετική βιβλιογραφία ότι ένα σύστημα σφαιρικών προϋπολογισμών μπορεί να επιφέρει καλύτερα αποτελέσματα χωρίς αποκλεισμούς στα σημεία παροχής φροντίδων υγείας) και κατά δεύτερον η διαμόρφωση ενός ελκυστικού περιβάλλοντος για την προαγωγή της κλινικής έρευνας στην Ελλάδα. Ειδικά ως προς το τελευταίο, η θετική εμπειρία της περιόδου 2010-2012 καταδεικνύει πώς οι δυνατότητες του επιστημονικού δυναμικού της χώρας μπορούν να υποστηρίξουν την περαιτέρω ανάπτυξη των κλινικών μελετών, προκαλώντας τεράστια οφέλη τόσο σε οικονομικούς όσο και σε επιστημονικούς όρους.
Ο κ. Κυριάκος Σουλιώτης είναι επίκουρος καθηγητής Πολιτικής Υγείας στη Σχολή Κοινωνικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου και επιστημονικός συνεργάτης του Κέντρου Μελετών Υπηρεσιών Υγείας της Ιατρικής Σχολής του ΕΚΠΑ.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ