«Η περιουσία σας έχει μολυνθεί. Χρειάζεται κάθαρσις»: Ο Εντεταλμένος Εκκαθαριστής δεν μασάει τα λόγια του. Οχι ότι είναι αγενής –κάθε άλλο. Απλώς είναι ξεκάθαρος. Για την ακρίβεια, ο νόμος είναι ξεκάθαρος και ο Εκκαθαριστής γνωρίζει ακριβώς κάθε βούληση του νόμου. Και αυτό τού προσδίδει τρομερή αυτοπεποίθηση για να πορευθεί μέσα στην γκρίζα ζώνη των νοθευμένων ανθρώπινων επιθυμιών. Μπορεί, συνεπώς, να αποφανθεί με πάσα βεβαιότητα πως η εξαιρετική συλλογή δίσκων του Ανδρα συνιστά πλέον πολυτέλεια. Ενας άνθρωπος υπό χρεοκοπία –για την ακρίβεια, χρωστάει 24.664 ευρώ και ζει με το πενιχρό επίδομα αλληλεγγύης –δεν είναι σε θέση πια να ασχολείται με τους δίσκους του, ακόμη κι αν τους μάζευε από μικρός. Το ρολόι επίσης είναι περιττό: ένας άνεργος δεν βιάζεται ποτέ. Και από τα πιάτα τού χρειάζεται μόνο ένα. Το πλένεις και το ξαναχρησιμοποιείς.
Ευτυχώς υπάρχει το κρεβάτι: ο νόμος δεν μπορεί να το πειράξει αυτό. Ούτε και το ψυγείο –κι ας έχει ο Ανδρας ελάχιστα να βάλει μέσα. Τέλος, τις σκέψεις και τα συναισθήματα: «Στον βαθμό που δεν τα εκφράζετε, δεν έχω καμία εξουσία επάνω τους» ομολογεί ο Εκκαθαριστής, που μαζεύει τα επιλεγμένα αντικείμενα και αποχωρεί για να επιδοθεί στον πλειστηριασμό τους.
Ο Ανδρας μένει ολομόναχος στο ημιάδειο σπίτι –η γυναίκα του, ούτως ή άλλως, τον εγκατέλειψε πρόσφατα. Ο μόνος που συνεχίζει να τον επισκέπτεται τώρα είναι ο Εκκαθαριστής, ο οποίος σταδιακά φανερώνει την άλλη, πιο ανεξιχνίαστη, πλευρά του, αυτήν του σκοτεινού εμψυχωτή. «Γιατί δεν επιχειρείτε μια πραγματικά καινούργια αρχή; Γιατί είστε τόσο αδρανής; Σας ικανοποιεί το σύστημα; Προφανώς όχι. Τότε γιατί δεν προσπαθείτε να το αλλάξετε; Γιατί δεν εντάσσεστε σε κάποιο κόμμα; Μεταρρυθμιστικό. Ή ακόμη καλύτερα: Επαναστατικό. Γιατί δεν δοκιμάζετε να τα γκρεμίσετε όλα;» ρωτάει τον κάθιδρο Ανδρα που περνάει αρχικά τις μέρες του κάνοντας γυμναστική.
Η αλήθεια είναι πως ο Ανδρας θα προσπαθήσει να κάνει μια καινούργια αρχή. Χωρίς θέρμανση, χωρίς υπάρχοντα και με μηδαμινές υποχρεώσεις, θα επιχειρήσει να αντλήσει δύναμη από μέσα του. Με οδηγό το ένα και μοναδικό βιβλίο που του άφησε η σύζυγός του, τον «Ανθρωπο που συρρικνώνεται» του Τζακ Αρνολντ, θα βυθιστεί σταδιακά στον κόσμο της φαντασίας. Ούτε αυτή θα τον σώσει όμως. Μέρα με τη μέρα ο Ανδρας ταυτίζεται με τον ήρωα του μυθιστορήματος, τον Σρινκ, που γίνεται ολοένα και μικρότερος, μικροσκοπικός, απειροελάχιστος. Οσο κι αν νομίζει ότι αλλάζει προς το καλύτερο, όσο κι αν επισκέπτεται τη γυναίκα του αναζητώντας επιβεβαίωση, τόσο οι δυνάμεις του τον προδίδουν.
Ο άνθρωπος δεν μπορεί να ξαναρχίσει από το μηδέν, να ξαναγεννηθεί από τις στάχτες του. Ο συγγραφέας μάς αφήνει περίτεχνα να το πιστέψουμε, να νομίσουμε ότι η απαλλαγή από τα περιττά, από το υλικό βασίλειό μας, θα φέρει την απελευθέρωση, την εσωτερική αναζήτηση, τον επαναπροσδιορισμό των αξιών, μια νέα θέαση των πραγμάτων. Είναι όμως πολύ αργά για εμάς, για όλους εμάς που μεγαλώσαμε ταυτίζοντας το έχειν με το είναι. Ο Ανδρας δεν μπορεί να διαγράψει τον πρότερο βίο του, τις αντιλήψεις του, τον τρόπο που έμαθε να ορίζει τον εαυτό του μέσα σε έναν κόσμο «επιτυχημένων» και «αποτυχημένων». Το τέλος θα τον βρει εξουθενωμένο, διαλυμένο, ένα μόριο ύπαρξης που πνίγεται μέσα στις σελίδες ενός βιβλίου απροσπέλαστου, καταδικασμένο να διατρέχει τα γιγάντια γράμματα με τα αχυρένια ποδαράκια του, ψάχνοντας νόημα σε λέξεις που αδυνατεί να συλλάβει με τα κουκκιδίσια μάτια του, έναν αγώνα μάταιο και τραγικό, μέχρι τελικής πτώσης.
Αυτό το εξαιρετικά ενδιαφέρον και σύγχρονο γαλλικό κείμενο επέλεξε ο Βασίλης Μαυρογεωργίου για να εγκαινιάσει το νέο θέατρο Skrow, σε μια συνοικία που ως τώρα στερούνταν παρόμοιους χώρους, το Παγκράτι. Η πρωτοβουλία αξιέπαινη, φαίνεται όμως πως η ενασχόληση με τα πρακτικά ζητήματα του εγχειρήματος λειτούργησε εις βάρος της σκηνοθετικής πνοής. Η συμβολική, σουρεαλιστική, καφκική διάσταση του κειμένου δεν παίρνει σάρκα και οστά, δεν μετουσιώνεται σε ολοκληρωμένη σκηνική εικόνα και ατμόσφαιρα, δεν μας εντάσσει στο εφιαλτικό σύμπαν ενός ανθρώπου που αποσυντίθεται ψυχικά και συναισθηματικά. Αντ’ αυτού έχουμε μια στρέιτ, αναμενόμενη, προσέγγιση, που υπηρετείται οπτικά από μια υπερυψωμένη σκηνή με λιγοστά έπιπλα, ενώ στο φόντο δεσπόζει ο (φυσικός) βράχος του χώρου. Εντυπωσιακό, δίχως άλλο, σκηνικό πλεονέκτημα, που δεν εντάσσεται όμως στη σκηνογραφία, στη γενικότερη αισθητική σύλληψη, αλλά προβάλλει διαρκώς ως ντεκόρ-αφορμή για εύκολους συνειρμούς: γερός σαν βράχος; μέριασε βράχε να διαβώ; βράχο-βράχο τον καημό μου; κ.ο.κ.
Απολαυστικός ο Θανάσης Δόβρης στον ρόλο του Εκκαθαριστή, κατάφερε μέσα από την ερμηνεία του να αναδείξει αυτή τη λεπτή ισορροπία μεταξύ μαύρης κωμωδίας και απειλής, να πλάσει έναν ήρωα που εμπνέει τη φαντασία του θεατή και διατηρεί το μυστήριό του μέχρι τέλους. Ο Νίκος Ορφανός, αντιθέτως, έπλασε έναν μονοδιάστατο Ανδρα: οι εναλλαγές μεταξύ «πραγματικού» και «φανταστικού», ενώ προσφέρουν τόσο πλούσιο πεδίο δοκιμών για τον ηθοποιό, εδώ μένουν ανεκμετάλλευτες, υπηρετούνται από αυτονόητες κινήσεις και στεγνό λόγο, αδούλευτο, που δεν αντικατοπτρίζει την αγωνία του ήρωα, τις εξάρσεις και τις μεταπτώσεις του. Συμπαθής, τέλος η Δανάη Επιθυμιάδη ως σύζυγος του Ανδρα, ζεστή και γήινη παρουσία που αποχωρεί έχοντας εξαντλήσει τις αντοχές της.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ