Την περασμένη Πέμπτη έδωσε μια διάλεξη-περφόρμανς στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών με αφορμή την πολύ επιτυχημένη έκθεσή του «Video Portraits», η οποία θα φιλοξενείται ως τις 7 Ιουλίου στον εκθεσιακό χώρο της Στέγης. Ο κρυπτογραφικός κ. Ρόμπερτ Γουίλσον μάς έδειξε πολλές εικόνες και μίλησε για το μεγάλο πάθος του, τη δημιουργική διαδικασία, που έχει ως αποτέλεσμα τα εντυπωσιακά, άψογα εκτελεσμένα, φορμαλιστικά έργα του: μια επιλεκτική ξενάγηση στην πλούσια εργογραφία του, από το «Deaf Man Glance» («Το βλέμμα του κωφού») ως τη σκηνοθεσία της όπερας «Madama Butterfly».
Τον Ιούλιο δίνει και πάλι το παρών με την πολυαναμενόμενη παράστασή του «The Old Woman» («Η γριά») του ρώσου συγγραφέα Δανιήλ Χαρμς, με τους Μιχαήλ Μπαρίσνικοφ και Γουίλεμ Νταφόε να πρωταγωνιστούν –αν και η συγκεκριμένη νουβέλα διασκευάστηκε με συνεργασία και των τριών.
Πολλοί καλλιτέχνες προσπαθούν να αποκαλύπτουν όσο λιγότερα γίνεται για τον εαυτό τους για να μην προκαλούνται συνειρμοί ανάμεσα στη δουλειά και στο έργο τους. Εσείς γιατί επιλέγετε να εκτεθείτε;
«Εδωσα την ομιλία στη Στέγη για να εξηγήσω την προέλευση της δουλειάς μου. Αν είχα σπουδάσει θέατρο, δεν θα έκανα αυτό που έκανα στην Αθήνα. Το θέατρο προέκυψε όμως από τις εμπειρίες της ζωής μου και σε αυτή τη φάση αισθάνομαι ότι θα ήθελα να τις μοιραστώ και με άλλους ανθρώπους».
Πώς είναι να συνεργάζεστε με τόσο ετερόκλητους καλλιτέχνες όπως ο Μπαρίσνικοφ και ο Νταφόε από τη μία και ο Τομ Γουέιτς από την άλλη, ιδίως όταν ο τελευταίος θεωρείται τρόπον τινά «βασιλιάς του αυτοσχεδιασμού»;
«Επέλεξα να δουλέψω με τον Μπαρίσνικοφ και τον Γουίλεμ Νταφόε στο «The Old Woman» γιατί είναι πολύ διαφορετικοί ο ένας από τον άλλον. Η δουλειά μου είναι πάντα διαφορετική, ανάλογα με τους συνεργάτες μου. Προσπαθώ να επιλέγω πάντα πολύ ετερόκλητους συνέταιρους. Μόλις ολοκλήρωσα τον «Πίτερ Παν» με το μουσικό συγκρότημα CocoRosie και αυτό το καλοκαίρι θα αρχίσω να ετοιμάζω το έργο «Μπόνι και Κλάιντ» με τον Τομ Γουέιτς, ενώ ταυτόχρονα δουλεύω μια όπερα του Πουτσίνι».
Τι καινούργιο θα φέρει αυτή η παράσταση στη δουλειά σας; Η κριτική που συνήθως σας ασκείται είναι ότι επαναλαμβάνετε έναν αυστηρό φορμαλισμό.
«Ενας τρόπος με τον οποίο μπορούμε να μάθουμε είναι η επανάληψη. Οταν παρουσίασα την πρώτη δουλειά μου για το θέατρο, στο Παρίσι το 1971 –μια παράσταση επτά ωρών χωρίς διαλόγους -, ο Τσάρλι Τσάπλιν ήρθε να τη δει δύο φορές. Μετά τη δεύτερη φορά μια νεαρή ηθοποιός τον ρώτησε πώς κατάφερε να κάνει τη σκηνή με τους ψύλλους στην ταινία του «Τα φώτα της ράμπας» και εκείνος της απάντησε: «Αγαπητή μου, είναι κάτι που έκανα επί 45 συναπτά έτη». Είναι αλήθεια, μπορεί κανείς να το δει σε πολλές από τις ταινίες του. Στο είδος του βοντβίλ τα νούμερα επαναλαμβάνονταν ξανά και ξανά. Κοιτάξτε τους μεγάλους ζωγράφους, τον Ρέμπραντ, τον Ματίς: ορισμένα μοτίβα επαναλαμβάνονται ξανά και ξανά στους πίνακές τους. Μπορείς να ξεκινήσεις να παίζεις Μότσαρτ όταν είσαι δύο χρόνων και μπορείς να παίζεις το ίδιο κομμάτι όταν είσαι 82 χρόνων. Η διαδικασία της μάθησης είναι αέναη. Ποτέ μη φοβάσαι να επαναλαμβάνεις τον εαυτό σου, είναι ένας τρόπος να μαθαίνεις. Κάθε φορά που επαναλαμβάνεις τον εαυτό σου, είναι πάντα μια εντελώς διαφορετική εμπειρία. Αυτό που παραμένει αμετάβλητο είναι η αλλαγή. Κάθε στιγμή, αν ακούς προσεκτικά, θα είναι εντελώς διαφορετική από εκείνη που προηγήθηκε και από αυτήν που έπεται».
Θα επιθυμούσατε να σκηνοθετήσετε ένα άλλο ελληνικό έργο;
«Ναι, θα ήθελα. Ισως ένα σύγχρονο. Μου αρέσουν οι Ελληνες και η κουλτούρα τους και μου αρέσει πολύ το φως στην Ελλάδα».
Τι μάθατε από τη συνεργασία σας με τους έλληνες ηθοποιούς και τη μέθοδο δουλειάς τους;
«Είναι πολύ ανοιχτοί σε νέες εμπειρίες και σε άλλους τρόπους σκέψης και κατανόησης του θεάτρου. Κατανοούν σε βάθος τους κλασικούς συγγραφείς και μπορούν να κάνουν σύγχρονα πράγματα».
Πολλά ακούστηκαν για το μεγάλο κόστος της «Οδύσσειας» και για την αμοιβή σας –δεδομένης της κρίσης που μαστίζει τη χώρα. Τι θα απαντούσατε σε αυτές τις επικρίσεις;
«Νομίζω ότι αυτά που ακούστηκαν περί του κόστους παραγωγής της «Οδύσσειας» άγγιξαν τα όρια της υπερβολής. Αυτό είναι το συνηθισμένο κόστος για μια δική μου δουλειά η οποία εξελίσσεται μέσα σε μια περίοδο πολλών χρόνων. Οι αμοιβές μου πηγαίνουν στο The Watermill Center στο Λονγκ Αϊλαντ, έναν οργανισμό που στηρίζει τη δουλειά νέων και ανερχόμενων καλλιτεχνών. Τα χρήματα που έχω κερδίσει από τη δουλειά μου στο θέατρο, στην όπερα, στις εκθέσεις κτλ. πηγαίνουν πάντα εκεί. Εγώ παίρνω έναν πολύ «σεμνό» μισθό. Μόλις πρόσφατα απέκτησα το δικό μου διαμέρισμα στη Νέα Υόρκη, το οποίο είναι και γραφείο μου και απασχολεί δώδεκα ανθρώπους».

Γόνος συντηρητικών βαπτιστών του Νότου
Ο Ρόμπερτ Γουίλσον γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Γουάκο των ΗΠΑ, μια πόλη γνωστή για τη «σφαγή» του 1993, όταν, μετά από επίθεση της αστυνομίας στο αρχηγείο εγκληματικής παραχριστιανικής σέχτας, βρήκαν τον θάνατο περισσότερα από 70 μέλη της, περίπου 25 από τα οποία ήταν παιδιά. Σε ποιο βαθμό έχει διαμορφώσει την προσωπικότητα και τη δουλειά του η αμερικανική Ιστορία, εθνική αλλά και τοπική;

«Αποτελεί μια διαρκή υπενθύμιση της καταγωγής μου. Προέρχομαι από μια πολύ συντηρητική κοινότητα βαπτιστών του αμερικανικού Νότου όπου θεωρούνταν αμαρτία το να φοράει μια γυναίκα παντελόνι, ήταν αμαρτία το να χορεύεις σε κοινωνικές περιστάσεις, ήταν αμαρτία το να πηγαίνεις στο θέατρο. Ο πατέρας μου ήταν δικηγόρος και δήμαρχος της πόλης και δεν τον ενδιέφεραν η τέχνη και ο πολιτισμός. Προερχόταν από μια πολύ ευκατάστατη οικογένεια και ήταν ένα κακομαθημένο πλουσιόπαιδο. Η μητέρα μου, από την άλλη, καταγόταν από μια φτωχή οικογένεια, μεγάλωσε σε ορφανοτροφείο και ούτε εκείνη την ενδιέφεραν η τέχνη και ο πολιτισμός. Ημουν πάντα πολύ διαφορετικός και από τους δυο τους».

πότε & πού:
Η παράσταση «The Old Woman» θα παρουσιαστεί στις 18-21 Ιουλίου στην Κεντρική Σκηνή της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών, στο πλαίσιο του Ελληνικού Φεστιβάλ

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ