Οι διαδηλώσεις στην Τουρκία, που συνεχίζονται μαζικά για πέμπτη ημέρα, δεν έχουν βεβαίως ως αιτία τα δέντρα του πάρκου Γκεζί. Αν το ζήτημα ήταν απλώς να μην ξεριζωθούν τα δέντρα αυτά –για να ανεγερθεί στη θέση τους το ομοίωμα οθωμανικών στρατώνων, που υπήρχαν εκεί στο παρελθόν, προκειμένου να φιλοξενήσουν σήμερα ένα εμπορικό κέντρο -, θα είχε λυθεί προ πολλού. Και οι διαδηλωτές που άρχισαν να συγκεντρώνονται για πρώτη φορά την Κυριακή 28 Μαρτίου, ύστερα από ένα κάλεσμα #occupygezi στο Twitter, θα είχαν πάει προ πολλού στα σπίτια τους.
Ενας λόγος για την κλιμάκωση της υπόθεσης είναι η πολύ σκληρή στάση της Αστυνομίας όταν επενέβη για να εκκενώσει το πάρκο την Παρασκευή. Αστυνομικοί έβαλαν φωτιές στις σκηνές που είχαν στήσει οι καταληψίες του Γκεζί, δακρυγόνα και σπρέι πιπεριού χρησιμοποιήθηκαν κατά κόρον, φοιτητής νοσηλεύτηκε με τραύματα στα γεννητικά όργανα από αστυνομικά κλομπ, γιατρός μπήκε ως ασθενής στο νοσοκομείο όπου εργαζόταν γιατί τραυματίστηκε κατά τη ρίψη δακρυγόνου από αστυνομικό και κούρδος βουλευτής νοσηλεύτηκε για τον ίδιο λόγο. Κατόπιν όλων αυτών, την επομένη, το Σάββατο, διαδηλώσεις ξέσπασαν σε 60 τουρκικές πόλεις.
Πολύ σύντομα η διαδήλωση στην πλατεία Ταξίμ εξελίχθηκε σε κάτι πολύ μεγαλύτερο από την προστασία ενός πάρκου. Οι δρόμοι πλημμύρισαν με φιλοδυτικούς διανοουμένους, παλαιού τύπου κεμαλιστές, μέλη της κοσμικής αστικής μεσαίας τάξης, δεξιούς εθνικιστές, Κούρδους…
Η αστυνομική βαρβαρότητα ήταν βεβαίως η αφορμή. Και δεν συνέτειναν καθόλου προς την εκτόνωση οι δηλώσεις του πρωθυπουργού Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν ότι «αν πρόκειται για κοινωνικό κίνημα, όταν αυτοί μαζεύουν 20.000, θα μαζέψω 200.000. Και όταν μαζεύουν 100.000, θα φέρω ένα εκατομμύριο κόσμο από το κόμμα μου».
Η βαθύτερη αιτία είναι η αντίθεση προς την πολιτική του Ερντογάν. Ο τρόπος με τον οποίο χειρίστηκε την ανάπλαση του πάρκου Γκεζί, που εντάσσεται στο πλαίσιο της γενικότερης ανάπλασης της πλατείας Ταξίμ στο κέντρο της Κωνσταντινούπολης, είναι ενδεικτικός του στυλ της διακυβέρνησής του. Πατερναλιστικός, με την αλαζονεία εκείνου που ξέρει καλύτερα, δεν διαβουλεύτηκε με κανέναν για το πάρκο και την ανέγερση ενός εμπορικού κέντρου αμφίβολου γούστου.
Πολλοί φιλελεύθεροι διανοούμενοι Τούρκοι που κάποτε ψήφισαν το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) του Ερντογάν (επειδή παραμέρισε τους στρατηγούς-πασάδες από την εξουσία –βήμα εκδημοκρατισμού της χώρας -, έπαιξε ισχυρό ρόλο στην περιοχή όπως στην κρίση της Συρίας, νοικοκύρεψε την οικονομία που σήμερα αναπτύσσεται με ρυθμό κοντά στο 5% κτλ.) έχουν αρχίσει να ασφυκτιούν λόγω της συντηρητικής ισλαμικής ατζέντας που προωθεί ο Ερντογάν όπως η απαγόρευση του αλκοόλ (σε μια χώρα που έχει έντονη κοσμική παράδοση).
Η αντίδραση των Τούρκων στη μετριοπαθή ισλαμική πολιτική του Ερντογάν ήταν αναμενόμενη. Οπως και η απόφαση που, όπως όλα δείχνουν, έχει πάρει ο πρωθυπουργός να προδώσει τους φιλελεύθερους ψηφοφόρους του ήταν επίσης αναμενόμενη κάποια στιγμή. Αυτό που εξέπληξε τους πάντες, ακόμη και τους ίδιους τους διαδηλωτές, ήταν η γρήγορη και βίαιη κλιμάκωση των διαδηλώσεων. Η τουρκικής καταγωγής συγγραφέας Ελίφ Σαφάκ αναλύει στον «Guardian» τους τρεις λόγους που κατά τη γνώμη της συνέβαλαν στην κλιμάκωση της έντασης: η αδύναμη κεμαλική αντιπολίτευση, η ανάμειξη της κυβέρνησης στον τρόπο ζωής των πολιτών και η φίμωση κάθε αντίθετης φωνής.
«Πρώτον, η Τουρκία δεν έχει ένα σταθερό, εξελιγμένο κόμμα στην αντιπολίτευση. Αυτό παραμένει ένα ουσιαστικό μειονέκτημα καθώς ο λαός δεν διαθέτει εναλλακτικές πολιτικές διεξόδους για να διοχετεύσει τις απόψεις και τις απογοητεύσεις του. Ο,τι δεν μπορεί να εκφραστεί συσσωρεύεται και σιγοβράζει, μόνο και μόνο για να ξεσπάσει όταν και όπου μπορεί» γράφει.
Ο δεύτερος λόγος που εντοπίζει η Σαφάκ είναι ότι «όσο το Λαϊκό Ρεπουμπλικανικό Κόμμα (CHP) της αξιωματικής αντιπολίτευσης συρρικνωνόταν εμφανώς, η κυβέρνηση κέρδιζε υπερβολική δύναμη και εξουσία. Η έλλειψη αξιοκρατίας και διαφάνειας περιορίζει την εμπιστοσύνη του κόσμου στο καθεστώς. Πρόσφατες πολιτικές, όπως ο περιορισμός στην πώληση αλκοόλ και μια ανακοίνωση στο μετρό της Αγκυρας που προειδοποιεί τους επιβάτες να μη φιλιούνται δημοσίως, πυροδότησαν την ανησυχία ότι η κυβέρνηση αναμειγνύεται στον τρόπο ζωής των πολιτών και προσπαθεί να διαμορφώσει την κοινωνία κατά το γούστο της».
Ο τρίτος λόγος είναι ότι, ενώ η κυβέρνηση Ερντογάν «υπήρξε αποτελεσματική όσον αφορά το να περιοριστεί ο ρόλος του στρατού στα αμιγώς στρατιωτικά ζητήματα και με αυτή την έννοια συνέβαλε στην πρόοδο της δημοκρατίας, υπήρξε αναποτελεσματική στην προστασία της ελευθερίας του λόγου και του Τύπου. Συγγραφείς και δημοσιογράφοι συνεχίζουν να δικάζονται για τα σχόλιά τους και κατηγορούνται ότι προσβάλλουν το έθνος ή τις θρησκευτικές αξίες. Τα μέσα ενημέρωσης χάνουν την ποικιλία τους και πολλές επικριτικές φωνές έχουν σπρωχθεί στο περιθώριο, ενώ η αυτολογοκρισία είναι συνηθισμένη».

HeliosPlus