Η Ελλάδα έχει αρχίσει να παράγει καλά νέα, τα οποία δεν καταγράφονται στα τηλεοπτικά ρεπορτάζ, σημειώνει η στρατηγική αναλύτρια για τις αγορές της JP Morgan Asset Management, Μαρία Πάολα Τόσι, σε άρθρο της στην εφημερίδα Financial Times.
Ο δείκτης μετοχών του Χρηματιστηρίου της Αθήνας είχε την καλύτερη επίδοση στην Ευρώπη στον τελευταίο χρόνο, καθώς σχεδόν διπλασιάσθηκε από τον Μάιο του 2012, αναφέρει στην αρχή του άρθρου της η αναλύτρια.
«Ο δείκτης καταναλωτικής εμπιστοσύνης στην Ελλάδα, που καταρτίζει το ΙΟΒΕ, βρίσκεται κοντά στο υψηλό διετίας. Ελληνικές επιχειρήσεις μπόρεσαν να εκδώσουν ομόλογα στις αγορές κεφαλαίων. Η κυβέρνηση προβλέπει την ύπαρξη πρωτογενούς πλεονάσματος στον προϋπολογισμό φέτος και την επιστροφή στην ανάπτυξη το 2014», σημειώνει η κ. Τόσι, προσθέτοντας:
«Αυτά έχουν επιτρέψει στην Ελλάδα να συμμετάσχει στο ράλι «ανάληψης κινδύνου» τους τελευταίους μήνες. Οι αποδόσεις των 10ετών ελληνικών ομολόγων βρίσκονται τώρα πολύ κάτω από το 10%. Ο οίκος Standard & Poor’s αναβάθμισε το αξιόχρεο της Ελλάδας στην κατηγορία B- με σταθερή προοπτική, ενώ είχε κατατάξει προηγουμένως τη χώρα στην κατηγορία της επιλεκτικής χρεοκοπίας. Ο οικονομολόγος Γουίλεμ Μπούιτερ, ο οποίος είχε λανσάρει τον όρο «Grexit», δήλωσε την περασμένη εβδομάδα ότι μία έξοδος της Ελλάδας από την ευρωζώνη, αν και είναι ακόμη πιθανή, δεν είναι πλέον στο βασικό του σενάριο».
Η αρθρογράφος σημειώνει ότι είναι γεγονός πως η αγορά εργασίας παραμένει αδύναμη.
«Στο τέλος του 2012, το ποσοστό ανεργίας αυξήθηκε στο 24%, που σαφώς εμποδίζει την αποκατάσταση της εγχώριας ζήτησης. Ωστόσο, το μέσο κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος υποχώρησε 14% από το υψηλό επίπεδο του 2009. Το αποτέλεσμα αυτής της υποχώρησης, σε συνδυασμό με την ασθενή εγχώρια ζήτηση, ήταν μία συνεχής βελτίωση του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, το οποίο μειώθηκε τον Σεπτέμβριο του 2012 στο 5% του ΑΕΠ από 16% που ήταν το 2009», αναφέρει η κ. Τόσι.
«Εάν το ονομαστικό ΑΕΠ της Ελλάδας αυξηθεί σύμφωνα ή περισσότερο από τις εκτιμήσεις, το δημοσιονομικό έλλειμμα θα μηδενισθεί σταδιακά τα επόμενα χρόνια», καταλήγει η αρθρογράφος, προσθέτοντας ότι «δεν πρέπει να υποβαθμίζουμε τους κινδύνους, που παραμένουν σημαντικοί, αλλά αυτό που προκύπτει είναι ότι μερικές φορές η πραγματικότητα είναι καλύτερη από αυτή που υπονοούν οι δραματικοί τίτλοι των ειδήσεων».