Ο Τζων Μπάνβιλ έχει πολλούς εαυτούς. Γνωρίζει πολλά για «την ασυναρτησία και την πολυσχιδή φύση αυτού που θεωρείται ο ατομικός εαυτός». Το δηλώνει ευθύς εξαρχής: «Μεγαλώνοντας διαπίστωσα ότι δεν υπάρχει ένα σταθερό φως που καίει μέσα μου το οποίο μπορώ να αποκαλέσω “ο εαυτός μου”». Τι περίεργο όμως. Διαβάζοντας τα κείμενά του, αποκομίζεις την αίσθηση ότι γράφει διαρκώς το ίδιο βιβλίο. «Κάθε συγγραφέας γράφει στην ουσία ένα βιβλίο» έχει ειπωθεί ως σχόλιο στις ιδιαίτερες εμμονές που έχει αναπόφευκτα κάθε λογοτέχνης. Στην περίπτωση του Μπάνβιλ, η ρήση αποκτά άλλες διαστάσεις. Για παράδειγμα, στο τελευταίο του πόνημα, το «Αρχαίο φως» (κυκλοφορεί στις 5 Ιουνίου από τις εκδόσεις Καστανιώτη), οι βασικοί ήρωές του είναι γνωστοί στους αναγνώστες των βιβλίων του. Οπως ο Αλεξ Κλιβ, πρωταγωνιστής στα προγενέστερα «Η έκλειψη» και «Σάβανο». Ο Αλεξ, ως 15χρονος έφηβος που ερωτεύεται και αποπλανεί ή, πιο σωστά, υποκύπτει στην αποπλάνηση της 35χρονης μητέρας του φίλου του.
Μην εξαπατάστε. Η απαγορευμένη αγάπη μοιάζει να είναι η αφορμή για να μιλήσει ο Μπάνβιλ για τα θέματα που αγαπά να αναπαράγει στα βιβλία του. Οπως τον χρόνο και τη μνήμη, «τους υπερδραστήριους διακοσμητές εσωτερικού χώρου, που μετατοπίζουν συνεχώς τα έπιπλα, αλλάζουν διακόσμηση στα δωμάτια», ανασυνθέτοντας τελικά μια τελείως επιλεκτική μεταφορά της ιστορίας στο παρόν. Ή την αναζήτηση ενός πανούργου alter ego, την υιοθέτηση μιας άλλης ταυτότητας ή ενός άλλου εαυτού, αν προτιμάτε. Οπως έκανε και ο ίδιος το 2006, όταν άρχισε να υπογράφει και ως Μπέντζαμιν Μπλακ, για να δώσει διέξοδο σε εκείνη την πτυχή της προσωπικότητάς του που ήθελε να γράφει αστυνομικά μυθιστορήματα. «Υποθέτω ότι υπάρχει κάτι πολύ βαθιά στον ψυχισμό μου που έλκεται από τη διπλοπροσωπία και τη διττότητα. Αλλά δεν μπορώ στ’ αλήθεια να εξηγήσω το γιατί. Καταντά πολύ βαρετό να είσαι ένα πράγμα όλη την ώρα».
Ο Τζων Μπάνβιλ, που μιλάει στο πλαίσιο αυτής της συνέντευξης, πάντως, είναι ένας ελαφρώς βαριεστημένος τύπος ο οποίος ακούγεται παραδομένος στη μεσημεριανή ιρλανδική ραστώνη. Ισως από ένα ανοιχτό παράθυρο ατενίζει ένα κομμάτι του ουρανού. Για την ποιητική φλέβα του Μπάνβιλ αυτή είναι η ζωή, συναρπαστική μέσα στην εκ πρώτης άποψης αέναη στατικότητά της. «Το φως είναι θεσπέσιο εδώ», θα πει, «μου αρέσει πολύ που βρίσκομαι εδώ, επάνω σε αυτόν τον πλανήτη, αν και το βιώνω ως μια παράξενη εμπειρία. Ο ουρανός πάντα με συναρπάζει. Είναι σαν να ατενίζουμε το άπειρο. Κοιτάς τους άλλους ανθρώπους και είναι ένα διαρκές μυστήριο. Και αυτές είναι οι λιγότερο συναρπαστικές πτυχές που μπορώ να σκεφτώ από την εμπειρία της ζωής. Γι’ αυτό κάνω τέχνη. Για να μπορώ να ερμηνεύσω τον κόσμο πρώτα απ’ όλα για τον εαυτό μου και μετά, αν είμαι τυχερός, και για κάποιους άλλους ανθρώπους. Δεν θα έπρεπε να λέω ότι “ερμηνεύω”, αλλά ότι “απεικονίζω“ τον κόσμο. Η ποίηση προσπαθεί να συλλάβει την ουσία τού να είσαι ζωντανός σε αυτή τη Γη και του τι σημαίνει να είσαι άνθρωπος».
Συγγραφέας ρυθμού… μπαρόκ
«Είσαι όποιος είσαι όταν κανείς δεν σε κοιτάζει» είχε πει κάποτε ο Στίβεν Φράι, ένας όχι τόσο επιτυχημένος βρετανός συνάδελφός του, ο οποίος όμως γνωρίζει δυο-τρία πράγματα για το έρεβος της ανθρώπινης ψυχής. Φαντάζομαι ότι ο Τζων Μπάνβιλ ξυπνάει το πρωί, κοιτάζεται διεξοδικά, σχεδόν εμμονικά, στον καθρέφτη – περίπου όπως ο ήρωάς του, Αλεξ Κλιβ, στην «Εκλειψη» –, παρατηρεί και την απειροελάχιστη αλλαγή στο πρόσωπό του. Είναι πλέον 67 χρόνων. Πηγαίνει στο γραφείο του, αφότου φτιάξει τσάι, ποτέ δεν πρέπει να χρησιμοποιεί φακελάκια – αν αποτολμήσει κανείς να προσδώσει αυτοβιογραφική χροιά στην επαναλαμβανόμενη αναφορά στα βιβλία του –, κάθεται στο γραφείο του και γράφει. Γράφει, γράφει, γράφει.
«Η τέχνη είναι σαν το σεξ: όταν την κάνεις, τίποτε άλλο δεν μετράει» έχει πει. Αφήνεται να τον παρασύρει η αόρατη δύναμη που καθοδηγεί τις πράξεις του. Γιατί εκείνος δηλώνει ότι δεν έχει τον πλήρη έλεγχο. «Οταν ξεκινούσα παλαιότερα να γράφω, ένιωθα πιο σίγουρος για τις προθέσεις μου. Ομως, όσο μεγαλώνω, τόσο μεγαλώνει η σύγχυσή μου, οπότε αφήνω τα πράγματα να συμβούν ενστικτωδώς» λέει μουρμουρίζοντας, λες και περιμένει οι λέξεις να αρθρωθούν από μόνες τους, χωρίς τη δική του συνδρομή.
Κάποτε, πάντως, όταν μπορούσε να τον «κοιτάζει» η πρώτη του σύζυγος, είχε ομολογήσει ότι ο δημοσιογράφος και κριτικός λογοτεχνίας σε ιρλανδικές και αμερικανικές εφημερίδες ο οποίος έκανε το άλμα προς τη συγγραφή τη δεκαετία του’70 αγωνιούσε μαρτυρικά για να βρει τις σωστές λέξεις που γίνονταν οι περίτεχνες προτάσεις των βιβλίων του. Υστερα από μια μέρα δουλειάς, έμοιαζε «με δολοφόνο που είχε μόλις επιστρέψει από ένα αιμοσταγές έγκλημα». Εκείνος διοχέτευε αυτή τη φρενίτιδα στο προς έκθεση έργο του, σε άλλο ένα μικρό τουβλάκι το οποίο θα συνέβαλλε στην ανέγερση του «καθεδρικού ναού μπαρόκ τεχνοτροπίας, που είναι τα βιβλία του», σύμφωνα με μια πολύ επιτυχημένη περιγραφή του περιοδικού «Paris Review». Ενας ναός «γεμάτος με περίτεχνες διαβάσεις, που συχνά μπορεί να είναι εξουθενωτικός για τον μέσο τουρίστα».
Οι 5.000 αναγνώστες του – στην προ Μπούκερ εποχή – ήταν σκληροπυρηνικοί βιβλιόφιλοι, όλα κι όλα. Και, σύμφωνα με τον Μπάνβιλ, το αυτό εξακολουθούν να είναι, τίποτε εξάλλου δεν αλλάζει δραστικά με το πέρασμα του χρόνου. «Ο Μπόρχες είχε πει ότι όταν άρχισε να εκδίδει τη δουλειά του είχε επτά αναγνώστες, τους φίλους δηλαδή στους οποίους έδινε τις ιστορίες του. Και μετά άρχισε να κυκλοφορεί δουλειά του σε περιοδικά, οι επτά έγιναν εβδομήντα, και όταν κυκλοφόρησαν βιβλία του έγιναν 7.000. “Ποιοι είναι αυτοί οι άνθρωποι;” αναρωτιόταν. Δεν μπορείς να στοχεύεις στο μεγάλο αναγνωστικό κοινό.
Δεν έχω ιδέα ποιος θα διάβαζε τα βιβλία μου. Συχνά μάλιστα αναρωτιέμαι γιατί να θέλουν να το κάνουν. Ξέρετε, κάθομαι στο δωμάτιό μου δύο, τρία, τέσσερα χρόνια και επινοώ μια φανταστική ιστορία. Είναι ξεκάθαρη και κατανοητή, αλλά εξακολουθεί να είναι μια επινοημένη ιστορία, αποτέλεσμα του εγκλεισμού ενός ανθρώπου μέσα σε ένα δωμάτιο. Συχνά σκέφτομαι ότι δεν είναι τρόπος αυτός για να περνάει τη ζωή του ένας ενήλικος. Τις χρειαζόμαστε, όμως, τις ιστορίες για να εξηγούμε στον εαυτό μας και στους υπόλοιπους τον κόσμο γύρω μας. Oταν άρχισα να γράφω λογοτεχνία, πολύ λίγος κόσμος ενδιαφερόταν για το διάβασμα. Στις μέρες μας είναι μόδα, αλλά και πάλι είναι μόλις μερικές χιλιάδες οι άνθρωποι που διαβάζουν ουσιαστικά. Μπορεί να αγοράζουν βιβλία, να τα ξεφυλλίζουν, αλλά είναι πολύ λίγοι οι αληθινοί αναγνώστες. Είναι μάλλον εξίσου σπάνιοι με τους πραγματικούς συγγραφείς».
Η βαριά σκιά του Τζόις
«Είναι ωραίο να βλέπεις ένα έργο τέχνης να κερδίζει το Μπούκερ» είχε δηλώσει όταν του απονεμήθηκε το σημαντικότατο βραβείο για το βιβλίο του «Η θάλασσα» το 2005. Είχε προκαλέσει σάλο με την αλαζονεία του. Γιατί τελικά είσαι όποιος είσαι και όταν όλος ο κόσμος σε κοιτάζει. Ο Μπάνβιλ είχε στο μεταξύ χωρίσει και τα μυστικά της συγγραφής του είχαν μεταβιβαστεί στα χέρια της εχέμυθης, όπως έχει αποδειχτεί μέχρι στιγμής, δεύτερης συζύγου, οπότε έχει πλέον μόνο τον εαυτό του για να αποδίδει ευθύνες για τα επικοινωνιακά του ατοπήματα. Κάποιοι θα προτιμούσαν να τον αποκαλέσουν «ειλικρινή». «Η τέχνη είναι δύσκολη υπόθεση. Και όπως σας είπα, την κάνω πρωτίστως για τον εαυτό μου» του αρέσει να λέει.
Παλαιότερα, ο λογοτεχνικός του ήρωας, Αλεξ Κλιβ, δήλωνε: «Υπάρχει μέσα μου κάπου βαθιά, όπως πρέπει να υπάρχει μέσα στον καθένα – έτσι τουλάχιστον ελπίζω, γιατί δεν θα ήθελα να το νιώθω μόνο εγώ – υπάρχει, λοιπόν, ένα κομμάτι που αδιαφορεί για οτιδήποτε εκτός από τον εαυτό του». Να κάποιες περιπτώσεις όπου ο Μπάνβιλ επιλέγει να μη μασάει τα λόγια του. Γεννημένος στο Γουέξφορντ της Ιρλανδίας, από νωρίς ονειρευόταν να δραπετεύσει από την ασφυκτική ατμόσφαιρα της μικρής πόλης. Αρχικά πέταξε μέσα από τις ιρλανδικές αερογραμμές στις οποίες εργάστηκε. Και μετά ήρθε η λογοτεχνία. «Η λογοτεχνία ήταν ένας τρόπος να βρω τον δρόμο μου στον κόσμο. Το να μεγαλώνεις σε μια μικρή πόλη σού δίνει μια αίσθηση αρχαιότητας. Οταν κοιτάζω πίσω, 60 χρόνια πριν, στην παιδική μου ηλικία, είναι σαν κοιτάζω σε έναν αρχαίο κόσμο. Mου μοιάζει με Μεσαίωνα. Και αυτό είναι σημαντικό για έναν καλλιτέχνη». Το στοιχείο της αρχαιότητας είναι έκδηλο στο έργο του Μπάνβιλ. Γι’ αυτό και η Ελλάδα, η αρχαία Ελλάδα, με την πληθώρα των θεών της, συχνά πυκνά κάνει ένα μικρό πέρασμα από τις σελίδες των βιβλίων του.
Ενας λόγος παραπάνω, η ανεπίσημη «αδελφοποίηση» ανάμεσα σε Ελληνες και Ιρλανδούς. «Ω, ναι. Εχουμε πολλές ομοιότητες» συναινεί. «Είμαστε γεννημένοι θύματα. Πάντα πιστεύουμε ότι κάποιος μάς καταδιώκει. Οταν είχα έρθει στην Ελλάδα τελευταία φορά, όλοι παραπονιόμασταν – Ελληνες και Ιρλανδοί – για την κατάσταση στις χώρες μας. Μου αρέσουν οι Ελληνες. Συνδυάζουν την κατήφεια με το χιούμορ. Πάντα παραπονιούνται και πάντα γελάνε. Γελάνε με τα προβλήματά τους. Είναι μια πολύ οικεία αίσθηση. Τα ίδια κάνουμε και οι Ιρλανδοί. Επειτα είναι και το παρελθόν που μας βαραίνει.
Εμείς οι Ιρλανδοί έχουμε μια λογοτεχνική παράδοση την οποία συγκροτούν είτε πλήρως αποτυχημένοι συγγραφείς είτε σπουδαίοι γίγαντες οι οποίοι μάς ρίχνουν τη σκιά τους σαν αγάλματα. Ο Τζόις, ο Γέιτς, ο Μπέκετ, ο Σο είναι τόσο σημαντικοί, που είναι πολύ δύσκολο να σταθείς επάξια απέναντί τους. Είναι σαν να μας λένε: “Κοίτα τι έχω κάνει! Εσύ τι πρόκειται να κάνεις, ανθρωπάκο;”. Το να είσαι Ιρλανδός έχει τις δυσκολίες του. Εχετε το ίδιο πρόβλημα στην Ελλάδα. Πολύ θα ήθελα να έρθω ξανά. Ταξιδεύω πολύ, όμως, και αναγκάζομαι να ακυρώνω υποχρεώσεις. Μια φίλη με έφερνε τις προάλλες στο σπίτι ύστερα από ένα πάρτι για μια βιβλιοπαρουσίαση. Παραπονιόταν για το πάρτι, οπότε της λέω: “Γιατί αποδέχτηκες την πρόσκληση;”. “Μου είχε έρθει η πρόσκληση πριν από μήνες και είπα ναι γιατί νόμιζα ότι θα είχα πεθάνει μέχρι τότε…” μου είπε. Αυτό κάνω κι εγώ. Αποδέχομαι προσκλήσεις γιατί σκέφτομαι ότι μέχρι να έρθει η ώρα να πάω κάτι θα έχει συμβεί. Τελικά, όμως, τίποτε δεν συμβαίνει»…
*Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 26 Μαΐου 2013