Άρχισα να γράφω αυτό το κείμενο πριν από οχτώ χρόνια, αλλά είχα κάποιον δισταγμό και δεν το έδωσα τότε στη δημοσιότητα. Όμως, χωρίς να διορθώσω ούτε μία λέξη από αυτά που είχα γράψει στο κάπως μακρινό 2005, και αφού συμπληρώσω κάποια πράγματα, αποφάσισα να το θέσω τώρα στη διάθεση και στην κρίση σας. Κρίνοντας εκ των πραγμάτων, νιώθω μετανιωμένος για εκείνη την απόφασή μου… Φυσικά και δεν πιστεύω ότι θα είχε αλλάξει κάτι, αλλά θεωρώ ότι είναι καθήκον κάθε πολίτη να καταθέτει δημόσια τις απόψεις του και να φωνάζει για ό,τι στραβό υποπίπτει στην αντίληψή του, βοηθώντας έτσι στη διαμόρφωση της κοινής γνώμης και πιέζοντας, στο μέτρο του δυνατού, αυτούς που κατέχουν τα πόστα και παίρνουν τις αποφάσεις που μας αφορούν.
Με τίτλο «η Εκπαίδευση σε πορεία με…αυτόματο πιλότο», είχα γράψει: Ένας μύθος λέει ότι πριν μερικά χρόνια, οι κάτοικοι ενός δυσπρόσιτου ορεινού χωριού είχαν το μόνιμο πρόβλημα ότι δεν στέριωνε δάσκαλος στο σχολείο τους. Όποιος και αν πήγαινε, έβαζε το «μέσον» που είχε, έπαιρνε απόσπαση και σε λίγες μέρες έφευγε. Τα παιδιά έμεναν αγράμματα, οι γονείς δεν είχαν κανέναν τρόπο να τα βοηθήσουν, τα απασχολούσαν σε δουλειές για να μην περιφέρονται άσκοπα εδώ κι εκεί, και δεν ήταν καθόλου αισιόδοξοι ότι κάτι θα μπορούσε να αλλάξει τη μοίρα τους και τη μοίρα των παιδιών τους.
Κάποτε διορίστηκε στο χωριό αυτό ένας νεαρός δάσκαλος, ένα φτωχόπαιδο με πολλή όρεξη για δουλειά και για κοινωνική προσφορά. Ο δάσκαλος πήγε στο χωριό και σε μερικές μέρες κατάφερε να βάλει τα παιδιά σε μια σειρά. Πήραν βιβλία και τετράδια, πήγαιναν στο σχολείο πρωί και απόγευμα, έγραφαν και διάβαζαν, απήγγειλαν ποιήματα και έπαιζαν σκετς στις σχολικές γιορτές και στις εθνικές επετείους. Όλοι στο χωριό ήταν χαρούμενοι και ευχαριστούσαν τον Θεό που τους λυπήθηκε και τους έστειλε αυτόν τον δάσκαλο.
Αφού πέρασε αρκετό χρονικό διάστημα και όλα έδειχναν να έχουν πάρει τον δρόμο τους, ένα μεσημέρι, καθώς ο δάσκαλος έκανε μάθημα, πήγε στο σχολείο κάποιος σταλμένος από τον Πρόεδρο της Κοινότητας για να καλέσει τον δάσκαλο στο καφενείο του χωριού. Είχαν μαζευτεί πολλοί εκεί, έτρωγαν έναν λαγό που είχαν σκοτώσει στο κυνήγι και έπιναν κρασί. Ο δάσκαλος ευχαρίστησε για την πρόσκληση και είπε ότι θα πήγαινε στο καφενείο μόλις τελείωνε το μάθημα. Όμως, όταν πήγε εκεί, ο Πρόεδρος και οι υπόλοιποι είχαν φάει τον λαγό, είχαν πιει τα κρασιά τους και είχαν πάει για ύπνο.
Μετά από μερικές μέρες, η ίδια ιστορία επαναλήφθηκε. Ο δάσκαλος συνέχισε το μάθημά του, άργησε να πάει και πάλι είχε φύγει από το καφενείο ο Πρόεδρος και η παρέα του. Δεν πρόλαβε να περάσει μια βδομάδα και στον δάσκαλο ήρθε ένα χαρτί που τον έστελνε να διδάξει σε κάποιο άλλο χωριό. Ο φουκαράς στενοχωρήθηκε, αφού είχε δεθεί συναισθηματικά με τα παιδιά, όπως και αυτά μαζί του, ένιωθε την αγάπη των κατοίκων του χωριού, του κακοφάνηκε και απόρησε κιόλας, αφού δεν είχε ζητήσει να φύγει και δεν είχε βάλει κανένα «μέσον».
Όμως, δεν μπορούσε να κάνει κι αλλιώς, δημόσιος υπάλληλος ήταν, έπρεπε να φύγει. Μάζεψε τα λίγα πράγματά του και κατέβηκε στην πλατεία του χωριού για να πάρει το λεωφορείο της άγονης γραμμής. Όλο το χωριό κατέβηκε να τον ξεπροβοδίσει, να τον ευχαριστήσει για ό,τι πρόλαβε να κάνει για τα παιδιά και να καταφερθεί εναντίον αυτών που αποφάσισαν να τον πάρουν από το χωριό τους.
Όταν ήρθε το λεωφορείο και ο δάσκαλος πάτησε το ένα πόδι στο σκαλοπάτι για να επιβιβαστεί, τον συγκράτησε με το χέρι ο Πρόεδρος και του ψιθύρισε κάτι.
– Για να μη φύγεις με την απορία, να ξέρεις ότι εγώ ζήτησα να φύγεις, του είπε.
– Γιατί, Πρόεδρε; Θεώρησες προσβολή που δεν άφησα το μάθημα για να έρθω στο καφενείο, τις δύο φορές που με κάλεσες, ρώτησε ο δάσκαλος.
– Όχι, δάσκαλε. Αλλά, αν εσύ έμενες μερικά χρόνια στο χωριό, εγώ δεν θα έβγαινα ποτέ ξανά Πρόεδρος, απάντησε εκείνος.
Πριν μερικά χρόνια, συμμετείχα σε μία αντιπροσωπεία της Ομοσπονδίας Εκπαιδευτικών Φροντιστών Ελλάδας στο Υπουργείο Παιδείας, όπου είχαμε μία ενδιαφέρουσα συζήτηση με τον υπουργό Γεράσιμο Αρσένη. Χρησιμοποίησα τον παραπάνω μύθο αντί προλόγου, για να ρωτήσω τον υπουργό: μήπως πίσω από τα χάλια της Εκπαίδευσης και τις επιλογές της πολιτικής ηγεσίας του Υπουργείου Παιδείας κρύβεται κάποια σκοπιμότητα; Μήπως αυτοί που μας κυβερνούν δεν θέλουν να είναι μορφωμένος και σωστά εκπαιδευμένος ο ελληνικός λαός, αφού τον μορφωμένο και τον σκεπτόμενο άνθρωπο δεν μπορείς να τον έχεις «του χεριού σου» και είναι πολύ δύσκολο να τον κοροϊδέψεις;
Τότε, η βασική μου ένσταση ήταν: γιατί η μεταρρύθμιση, που προωθούσε το Υπουργείο Παιδείας, έπρεπε να αφορά μόνον το Λύκειο και όχι το Δημοτικό και το Γυμνάσιο. Έχοντας υπηρετήσει νυχθημερόν και επί 24 χρόνια (που έχουν γίνει 32 πλέον), χειμώνα και καλοκαίρι, τη Μέση Εκπαίδευση από το πόστο του καθηγητή φροντιστηρίου, νομίζω ότι δεν έχω απλώς το δικαίωμα, αλλά έχω και την υποχρέωση να διατυπώσω δημόσια την άποψή μου και να εκφράσω την ανησυχία μου και την αγωνία μου.
Ξεκαθαρίζω ότι είμαι απολύτως αντίθετος σε κάθε μορφή λαϊκισμού, καθώς επίσης ότι απεχθάνομαι οτιδήποτε γίνεται χωρίς προγραμματισμό και οργάνωση, χωρίς συγκεκριμένους στόχους και χωρίς επεξεργασμένη μελέτη των τρόπων με τους οποίους θα επιτευχθούν οι στόχοι αυτοί. Επίσης, ότι δεν με επηρεάζει καθόλου «ποιος» κάνει ή δεν κάνει κάτι, αλλά «αυτό» που κάνει ή δεν κάνει. Σε απλά ελληνικά, δεν επιτρέπω στον εαυτό μου να επηρεάζεται από πολιτικές ή άλλες σκοπιμότητες, από συμπάθειες ή αντιπάθειες, όταν ασχολούμαι με τόσο σοβαρά θέματα.
Πιστεύω ακράδαντα ότι δεν είναι καθόλου δύσκολο να καταλάβουν οι κρατούντες πως δεν μπορεί να υπάρξει πρόοδος χωρίς συνεχή και αντικειμενική, όχι επιεική και εικονική, αξιολόγηση των πάντων. Θεωρώ ότι θα πρέπει κάποιος να μην βλέπει πίσω από το δάχτυλό του και να είναι εντελώς άσχετος με το χώρο της Εκπαίδευσης, για να μην ξέρει ότι τα γνωστικά κενά των μαθητών στα βασικά μαθήματα, τοκίζονται και ανατοκίζονται, με αποτέλεσμα να λειτουργούν σαν τροχοπέδη στην εξέλιξή τους. Πόσο υποκριτές και πόσο επικίνδυνοι μπορεί να είναι αυτοί που συντάσσουν εκθέσεις προς τους διοικητικούς και τους πολιτικούς προϊσταμένους τους και «τα βλέπουν όλα ρόδινα», τη στιγμή που τα πράγματα πάνε από το κακό στο χειρότερο;
Ακούγομαι σαν αισχρός κινδυνολόγος και το ξέρω… Όπως ξέρω και ότι οι βιαστικοί, οι «ξερόλες» και οι αμέσως ή εμμέσως θιγόμενοι θα σπεύσουν και θα πουν: «πάλι καλά που το κατάλαβες». Όμως, το κακό δεν είναι αυτό… Το χειρότερο είναι ότι ανάμεσα σ’ αυτούς βρίσκονται και πολλοί από αυτούς που προσκαλούνται και συμμετέχουν σε δημόσιους και εθνικούς διάλογους για την Παιδεία, στους οποίους δεν ασχολούνται ποτέ με την έκταση και με το περιεχόμενο της διδακτέας ύλης, ούτε με την εξάμηνη διάρκεια του σχολικού έτους, αλλά κατατρίβονται με τις υλικοτεχνικές υποδομές και με τα διατιθέμενα κονδύλια, λες και πριν από 25-30 χρόνια είχαμε καλύτερες υποδομές και περισσότερα κονδύλια. Όμως, τότε υπήρχε ουσιώδης έλεγχος της γνώσης, υπήρχε επανεξέταση όσων δεν διέθεταν επαρκείς γνώσεις, υπήρχε συχνά και επανάληψη της ίδιας τάξης. Υπάρχει άραγε σήμερα κάτι από όλα αυτά;
Απολύτως τίποτα… Μόνον μεγάλες κουβέντες ότι «η Εκπαίδευση είναι λαϊκό αγαθό» και ωραία συνθήματα ότι «δεν πρέπει να υπάρχουν φραγμοί και ταξικές διακρίσεις στη μόρφωση». Ότι καίγονται και τα χλωρά μαζί με τα ξερά, ότι προάγονται, από τη μία τάξη στην άλλη, πολλά παιδιά που δεν έμαθαν όσα είναι εντελώς απαραίτητα για να συνεχίσουν, δεν το βλέπει κανένας. Ότι αυτά τα παιδιά φαίνεται να ευνοούνται προσωρινά, αλλά καταδικάζονται να μείνουν αγράμματα για όλη τη ζωή τους, ότι αυτά τα παιδιά κινδυνεύουν να κλείσουν τον κύκλο της εννιάχρονης υποχρεωτικής Εκπαίδευσης χωρίς να ξέρουν ούτε τα βασικά πράγματα, χωρίς να έχουν βελτιώσει στοιχειωδώς τον τρόπο που σκέφτονται, χωρίς να έχουν κανέναν επαγγελματικό προσανατολισμό και χωρίς ουσιαστικό προβληματισμό για το μέλλον τους, δεν το βλέπει κανένας. Και όταν βρεθεί κάποιος να μιλήσει για όλα αυτά, ψάχνουμε να βρούμε ποια κίνητρα έχει, γιατί το κάνει και τι μπορεί να επιδιώκει.
«Έλα μωρέ, για την πάρτη του νοιάζεται… Σιγά μην τον έπιασε ο πόνος για τα παιδάκια του κόσμου… Κατάργησε το ΠΑ.ΣΟ.Κ. τις εισαγωγικές εξετάσεις για το Λύκειο και καθιέρωσε την ενισχυτική διδασκαλία, ήρθε μετά ο Καραμανλής και κατάργησε τις πανελλήνιες εξετάσεις της Β’ Λυκείου, ελάττωσε και τα μαθήματα που εξετάζονται στις πανελλήνιες εξετάσεις της Γ’ Λυκείου, οπότε κάνουν πιο λίγα φροντιστήρια τα παιδιά και γι’ αυτό τα λέει…»
Μακάρι να ήταν έτσι και, δυστυχώς, δεν είναι. Ευτυχώς, δεν σκεφτόμαστε όλοι με τον ίδιο τρόπο και δεν λειτουργούμε όλοι με ιδιοτελή κίνητρα. Υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι που «δεν έχουν ψηλά τη μύτη» και κοιτάζουν δίπλα τους, που δεν έχουν μπερδέψει τις ιδεολογίες με τα ιδεολογήματα, που δεν μασάνε τα λόγια τους και δεν επιτρέπουν στον εαυτό τους να λειτουργεί με βάση τη σκοπιμότητα. Όσο και αν ακούγεται ή αν είναι εγωιστικό, ένας από αυτούς τους ανθρώπους αισθάνεται την υποχρέωση να εκπέμψει «S.O.S.» Νιώθει ότι έχει καθήκον να κάνει κάτι και ότι είναι εγκληματικό να σφυρίζει αδιάφορα… Το θεωρεί ως ελάχιστη υποχρέωση απέναντι στα παιδιά, αφού αυτά είναι τα πραγματικά θύματα αυτής της κατάστασης, είναι αυτά που χωρίς να φταίνε, καλούνται «να πληρώσουν τη νύφη». Είναι όπως όταν περνάει κάποιος από μία διασταύρωση και, ενώ έχει προτεραιότητα, πετάγεται ο άλλος και τον σκοτώνει. Δεν λέει κάτι που είχε δίκιο, αφού είναι πλέον νεκρός !
Αυτά έγραψα πριν από οχτώ χρόνια, όταν ακόμα η οικονομική κρίση ήταν άγνωστος όρος και δεν φαίνονταν με γυμνό μάτι στον ορίζοντα. Όμως, η κοινωνική κρίση και η κρίση αξιών υπήρχε και φώναζε τόσο δυνατά που κόντευε να σπάσει τα…τύμπανα των αυτιών μας. Οι καλοί μαθητές είχαν αποχτήσει τον διόλου τιμητικό τίτλο του «φυτού», οι «ψευτόμαγκες» έκαναν κουμάντο στα σχολεία και κέρδιζαν άνετα τις εκλογές για τα μαθητικά συμβούλια, οι δημαγωγοί επικρατούσαν στις τοπικές και στις εθνικές εκλογές, οι περισσότεροι Έλληνες έψαχναν για κάποια θέση και όχι για κάποια δουλειά… Ο συναγωνισμός και η άμιλλα δεν αφορούσαν πλέον τις γνώσεις και τις ικανότητες, αλλά τις σχέσεις και τις γνωριμίες, η αξιοκρατία μπήκε στο περιθώριο, στο χωριό σε θαύμαζαν όταν έπαιρνες ένα ακριβό αυτοκίνητο και όχι όταν έγραφες ένα καλό βιβλίο, κοινωνικά καταξιωμένοι ήταν αυτοί που είχαν χοντρό πορτοφόλι και τραπεζικές καταθέσεις, αυτοί που είχαν πολυτελή σπίτια και αυτοκίνητα μεγάλου κυβισμού, αυτοί που φορούσαν ωραία ρούχα και παπούτσια επώνυμων κατασκευαστών, αυτοί που είχαν διασυνδέσεις με πρόσωπα τα οποία κατείχαν θέσεις στην εξουσία και στα υψηλά κλιμάκια των κομματικών ιεραρχιών…
Ποιος νοιάζονταν για τους φουκαράδες, που μαζεύονταν στις πλατείες για να σηκώσουν τις κομματικές σημαίες και να χειροκροτήσουν, που συνωστίζονταν στα πολιτικά γραφεία και στα εκλογικά κέντρα για να χαιρετίσουν τους διεκδικητές της εξουσίας, ελπίζοντας ότι θα μπορέσουν να πάρουν και αυτοί ένα…κόκκαλο για να γλείψουν, βάζοντας σε κάποια θέση τα παιδιά τους. Ποιος έσκαγε για τα χωράφια που έμεναν ακαλλιέργητα, για τους αγροτικούς συνεταιρισμούς που πήγαιναν κατά διαόλου, για τις μαζικές εισαγωγές προϊόντων βασικής διατροφής, για τα παιδιά που έμεναν αγράμματα… Άλλωστε, οι γονείς έβλεπαν καλούς βαθμούς στους ελέγχους, τόσο καλούς όσο οι ίδιοι δεν είχαν φανταστεί ποτέ για τους εαυτούς τους !
Τι σημασία έχει που κάποιοι φωνάζαμε ότι γεμίσαμε με…αγράμματους αριστούχους και οσονούπω θα αποκτήσουμε και αγράμματους πτυχιούχους, ότι η ποιότητα της Εκπαίδευσης υποβαθμίζεται συνεχώς και σε όλες τις βαθμίδες, ότι η αντιγραφή και η συναλλαγή πάει σύννεφο, ότι το σύστημα δεν προάγει την κριτική σκέψη των παιδιών και ότι, αν δεν αλλάξουμε αμέσως πορεία, θα έρθει η καταστροφή… Αυτοί που κρατούσαν το μαχαίρι και το πεπόνι, όπως και οι παρατρεχάμενοί τους, βρήκαν αμέσως τη λύση: μας φόρεσαν την ταμπέλα του «καταστροφολόγου», μας έδειξαν με το δάχτυλο και απέστρεψαν το βλέμμα τους… Όποιοι έβλεπαν την ωμή πραγματικότητα και έλεγαν αλήθειες ήταν δυσάρεστοι, όπως είναι ο καθρέφτης που δείχνει τις ασχήμιες μας και, επειδή δεν θέλουμε να τις παραδεχτούμε, βρίσκουμε την εύκολη λύση σπάζοντας τον καθρέφτη !
Δεν είμαι καθόλου ευτυχής που δικαιώθηκα, όταν μιλώντας από επίσημο βήμα τον Μάρτιο του 1999 έλεγα ότι: «εξελίσσεται σε κυρίαρχη αντίθεση αυτή που υπάρχει ανάμεσα στους εργαζόμενους, οι οποίοι μοχθούν στο σήμερα και αγωνιούν για το αύριο, και σ’ αυτούς που δήθεν εργάζονται, που αμείβονται πολύ καλά και «εκ του ασφαλούς», που δεν δίνουν πουθενά λογαριασμό και δεν δέχονται κανέναν έλεγχο» και συμπλήρωνα, λέγοντας ότι: «το πρόβλημα της απασχόλησης των νέων ανθρώπων είναι κυρίαρχο και ότι η ελληνική κοινωνία «παίζει με τα δεύτερα», αφού το καλύτερο ανθρώπινο δυναμικό της και στις πιο παραγωγικές ηλικίες βυθίζεται στην ανεργία, στην υποαπασχόληση και στην ετεροαπασχόληση.»
Πριν από έναν χρόνο, είχα απασχολήσει ξανά τις στήλες των τοπικών εφημερίδων, με δύο κείμενα που αφορούσαν στα θέματα και στα βαθμολογικά αποτελέσματα των Πανελλαδικών Εξετάσεων. Αυτές τις μέρες και, ειδικά, μετά τις εξετάσεις στα μαθήματα της Φυσικής και των Μαθηματικών της Θετικής και της Τεχνολογικής Κατεύθυνσης, είμαστε θεατές ξανά στο ίδιο έργο. Ατέλειωτη γκρίνια και πολλή κουβέντα για τις κακές επιδόσεις των μαθητών στις εξετάσεις. Όμως, η απορία μου παραμένει για πολλά χρόνια αναλλοίωτη: με την ουσία και με τις αιτίες του προβλήματος, θα ασχοληθούμε κάποτε;
«Δεν αρκεί να δώσεις ένα ψάρι στον πεινασµένο… είναι καλύτερα να του μάθεις να ψαρεύει» λέει μία κινέζικη παροιμία. Επιμένω ότι, βλέποντας μόνον τα αποτελέσματα, δεν πρόκειται ποτέ να λύσουμε κανένα πρόβλημα. Αν δεν ασχοληθούμε σοβαρά με τις αιτίες και δεν δούμε ολόκληρη τη δομή του εκπαιδευτικού μας συστήματος, που είναι γεμάτο από στρεβλώσεις, δεν πρόκειται να αλλάξει τίποτα. Αν εμείς, οι μεγάλοι, δεν αλλάξουμε νοοτροπία και δεν κάνουμε όλα όσα πρέπει, προκειμένου τα παιδιά να αγαπήσουν τη γνώση και την εργασία, να τα βοηθήσουμε για να αξιοποιήσουν τις πνευματικές τους ικανότητες και να αναλάβουν πρωτοβουλίες, όσο θα επιμένουμε στις αναχρονιστικές εκπαιδευτικές μεθόδους και θα αποθεώνουμε την παπαγαλία, όσο θα πιέζουμε την προσωπικότητα των παιδιών και δεν θα την αφήνουμε να αναδειχθεί, όσο θα προσπαθούμε να αντικαταστήσουμε τη δικιά τους σκέψη με «προκάτ» μεθόδους και με έτοιμες λύσεις, όσο θα ενδιαφερόμαστε μόνον για την ύλη και για τα μαθήματα που εξετάζονται στις Πανελλήνιες Εξετάσεις και θα αδιαφορούμε για τη συνολική τους κατάρτιση και για την ευρύτερη μόρφωσή τους, όσο θα εξακολουθούμε να πιστεύουμε ότι τα γράμματα μαθαίνονται σε 1-2 χρόνια, θα είμαστε απλώς «αλάργα νυχτωμένοι»…