ΤΟ ΒΗΜΑ – The Project Syndicate
Στις αρχές του 2010, μια ομάδα από άνδρες (και λίγες γυναίκες) με σκούρα κοστούμια προσγειώθηκε στην Αθήνα. Ανήκαν σε έναν παγκόσμιο θεσμό, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, και σε δύο περιφερειακούς, την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
Η αποστολή τους ήταν να διαπραγματευθούν τους όρους και τις προϋποθέσεις μιας οικονομικής διάσωσης για την Ελλάδα. Λίγους μήνες αργότερα, αυτό που έγινε γνωστό ως «τρόικα» πήγε στην Ιρλανδία, μετά στην Πορτογαλία και αργότερα στην Κύπρο.
Η προσπάθεια αυτή ήταν βέβαιο ότι θα είχε ευρείες επιπτώσεις. Η τρόικα διαπραγματεύθηκε αυτό που κατέληξε να είναι το μεγαλύτερο πακέτο χρηματοδοτικής συνδρομής όλων των εποχών: τα δάνεια προς την Ελλάδα από το ΔΝΤ και τους Ευρωπαίους εταίρους θα ανέλθουν σε 240 δισ. ευρώ, ή 130% του ΑΕΠ της χώρας το 2013 – πολύ περισσότερα, με απόλυτους και σχετικούς όρους, από όποια έχει λάβει ποτέ άλλη χώρα. Τα δάνεια προς την Ιρλανδία (85 δισ. ευρώ) και την Πορτογαλία (78 δισ. ευρώ) είναι επίσης σημαντικά μεγαλύτερα από εκείνα που συνήθως δίνει το ΔΝΤ.
Επιπλέον, η συνεργασία μεταξύ των τριών θεσμικών οργάνων είναι άνευ προηγουμένου.
Η οικονομική προσαρμογή είναι αναγκαστικά πιο αργή μέσα σε μια νομισματική ένωση από ό,τι είναι για τις χώρες με το δικό τους νόμισμα, διότι, ακόμη και για πολύ ευέλικτες οικονομίες, οι τιμές αλλάζουν πιο αργά από την συναλλαγματική ισοτιμία. Επομένως, χρειάζεται περισσότερος χρόνος για να έχουμε το ίδιο αποτέλεσμα, κάτι που απαιτεί να μένουν οι χώρες στην εντατική για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα – και με υψηλότερο κόστος.
Αυτό δεν οφείλεται στην έλλειψη δημοσιονομικής εξυγίανσης. Αντίθετα, οι ελληνικές αρχές έχουν κάνει περισσότερα από ό, τι προβλέπεται σε αυτό το μέτωπο. Αλλά η κατάρρευση του ΑΕΠ συνεπάγεται αναγκαστικά αύξηση του ποσοστού του χρέους, οδηγώντας τη χώρα σε ένα σπιράλ ύφεσης, καθώς η συρρίκνωση της οικονομίας οδηγεί αναγκαστικά σε περαιτέρω περικοπές δαπανών.
Θα μπορούσε η τρόικα να τα είχε πάει καλύτερα; Δεν ήταν υπεύθυνη για τις υπάρχουσες νομισματικές συνθήκες – μια νομισματική ένωση με μια κεντρική τράπεζα επικεντρωμένη στην σταθερότητα των τιμών. Αλλά η διστακτική απάντηση των Ευρωπαίων αξιωματούχων στην κρίση αύξησε τις δυσκολίες.
Οι παρατεταμένες διαμάχες σχετικά με τους όρους και τις προϋποθέσεις της οικονομικής συνδρομής και το παράλογα υψηλό επιτόκιο που καθορίστηκε αρχικά στα επίσημα δάνεια πρόσθεσαν βάρη σε χώρες που ήταν ήδη υπό πίεση.
Επιπλέον, η τρόικα έκανε δύο μεγάλα λάθη. Πρώτον, η μείωση του ελληνικού χρέους αναβλήθηκε για πάρα πολύ καιρό. Από τη στιγμή που κατέστη σαφές ότι δεν ήταν βιώσιμο, το χρέος θα έπρεπε να είχε μειωθεί γρήγορα.
Δεύτερον, η τρόικα βάσισε τα προγράμματά της σε υπερβολικά αισιόδοξες προβλέψεις. Υποτίμησε τις συνέπειες της δημοσιονομικής εξυγίανσης και των πιστωτικών περιορισμών, υποτιμώντας τη συρρίκνωση της απασχόλησης και υπερεκτιμώντας τις εξαγωγές και τα έσοδα από τις ιδιωτικοποιήσεις.
Πρέπει να επιβιώσει η τρόικα; Τα τρία συμμετέχοντα ιδρύματά της έχουν διαφορετικές αποστολές και διαφορετικούς ρόλους. Ηταν ίσως αναπόφευκτο ότι αρχικά εργάστηκαν από κοινού, αλλά υπάρχουν λόγοι να αμφισβητούμε μια τέτοια προσέγγιση τώρα.
Επιχειρησιακά και οικονομικά, το ΔΝΤ έχει γίνει πολύ πιο ενεργό στην Ευρώπη από όσο κρίνουν βιώσιμο οι παγκόσμιοι μέτοχοί του. Θα πρέπει να γίνει ένας καταλυτικός δανειστής η συμμετοχή του οποίου στα προγράμματα της ευρωζώνης εξακολουθεί να είναι επιθυμητή, αλλά όχι απαραίτητη – κάτι που του δίνει την δυνατότητα να διαφωνήσει και να φύγει.
Η ΕΚΤ βρίσκεται επίσης σε μια περίεργη θέση, αλλά για διαφορετικούς λόγους. Δεδομένου ότι είναι η κεντρική τράπεζα της ευρωζώνης, και όχι πιστωτικό ίδρυμα, δεν έχει έναν σαφή ρόλο στις διαπραγματεύσεις για λογαριασμό των πιστωτών. Αν παραμείνει στην τρόικα, η συμμετοχή της θα πρέπει να είναι ως επί το πλείστον σιωπηλή.
Πέρα από τις ευρωπαϊκές ιδιαιτερότητες, το πείραμα της τρόικας απαντά σε ένα ερώτημα μεγάλης σημασίας σε άλλα μέρη του κόσμου: Μπορεί το ΔΝΤ να συνεργάζεται με περιφερειακούς θεσμούς; Η απάντηση είναι ναι – αλλά όχι εύκολα. Η τρόικα έχει αποδειχθεί λειτουργική, και η Ευρώπη θα αντιμετώπιζε δυσκολίες στην υπό όρους παροχή βοήθειας σε χώρες της ευρωζώνης χωρίς την συμμετοχή και την στήριξη του ΔΝΤ.
Αλλά η συνεργασία αποδείχθηκε δύσκολη, έστω και επειδή κάθε συμμετέχων θεσμός έχει κανόνες και περιορισμούς που δεν συμφιλιώνονται εύκολα μεταξύ τους.
* Ο Ζαν Πιζανί Φερί είναι διευθυντής του Bruegel, κέντρου ανάλυσης οικονομικής πολιτικής με επιρροή στις Βρυξέλλες, και καθηγητής Οικονομικών στο πανεπιστήμιο Paris-Dauphine