Αν η φράση «Πασάς στα Γιάννενα» έχει σήμερα τη σημασία της καλοζωίας και της ξεγνοιασιάς, στα τέλη του 18ου – αρχές του 19ου αιώνα η αναφορά της και μόνο μπορούσε να προκαλέσει τρόμο σε χιλιάδες ανθρώπους. Γιατί ο Αλή Πασάς των Ιωαννίνων, ο επονομαζόμενος και Λέων της Ηπείρου, δεν ήταν ούτε σαν τους άλλους ανθρώπους ούτε καν σαν άλλους ηγεμόνες. Ο μισός ελλαδικός χώρος ταρασσόταν συθέμελα όταν εκείνος θύμωνε. Οι εχθροί του δεν έβρισκαν έλεος, αλλά ούτε και οι φίλοι. Ακόμη και η Υψηλή Πύλη στην Κωνσταντινούπολη τον υπολόγιζε και τον φοβόταν, ενώ στην Ευρώπη γεννιόταν ο θρύλος του.

«Ο μοναδικός κολοσσός που έχει ο 19ος αιώνας να αντιπαραθέσει στον Ναπολέοντα Βοναπάρτη είναι ο Αλή Πασάς των Ιωαννίνων»
έγραφε ο Βίκτωρ Ουγκό το 1829. «Ο Αλή Πασάς είναι το ρομαντικότερο τέρας που γέννησε η Ιστορία και μία από τις ωραιότερες φρικαλεότητες που γέννησε η φύση» είχε προφθάσει να γράψει ο γάλλος δημοσιογράφος Ζορζ Χόφμαν το 1822. Ενα συναρπαστικό μυθιστόρημα η ζωή του, που δεν ιστορήθηκε μόνο σε γραπτά κείμενα αλλά και μέσα από εκατοντάδες απεικονίσεις-πορτρέτα του ίδιου και των ανθρώπων που βρέθηκαν κοντά του.
Μια πινακοθήκη τα έργα της οποίας επιχείρησε να συλλέξει ο κ. Αναστάσιος Παπασταύρου, πρώην δήμαρχος των Ιωαννίνων, ώστε να περιληφθούν για πρώτη φορά σε δύο τόμους, που με τίτλο «Αλή Πασάς. Από λήσταρχος ηγεμόνας» (εκδόσεις Απειρατάν) μεταφέρουν τον αναγνώστη στον σκοτεινό, γεμάτο ραδιουργίες και εγκλήματα κόσμο της αυλής του Αλή Τεπενενλή. Και ο ίδιος ο συγγραφέας άλλωστε χαρακτηρίζει το έργο του ως «αληπασάδικη πινακοθήκη»! Πώς αλλιώς, αφού ο Αλή Πασάς υπήρξε, μαζί με τον Μάρκο Μπότσαρη, το πιο πολυζωγραφισμένο πρόσωπο στην Ελλάδα του 19ου αιώνα.
Εργα διάσημων ζωγράφων της εποχής του αλλά και πολλά μεταγενέστερα είναι τα πορτρέτα του Αλή Πασά. Η μορφή του αλλά και σκηνές από τη ζωή του συναντώνται όπου μπορεί να φανταστεί κανείς: από ζωγραφικούς πίνακες μέχρι απλοϊκά ιχνογραφήματα λαϊκών καλλιτεχνών, κεντήματα, τραπουλόχαρτα, ξυλόγλυπτα, πορσελάνες, χαλιά, κουτιά για καπνό, κοσμήματα, φιγούρες του Καραγκιόζη και αφίσες. Πρόκειται για όλα τα παρεπόμενα ενός θρύλου, έστω και τόσο αμφιλεγόμενου. Γιατί ο Αλή Πασάς κυβέρνησε το κράτος του επί 33 χρόνια με σιδηρά πυγμή, σκληρότητα και αυταρχικότητα, έχοντας απόλυτη δικαιοδοσία ζωής ή θανάτου στους υπηκόους του, την οποία πολύ συχνά χρησιμοποιούσε.
Οι αντιφάσεις


Οπως αναφέρει ο συγγραφέας, «όλη η ζωή του ήταν μια αντίφαση. Σούβλιζε ανθρώπους και ταυτόχρονα προσκυνούσε τα λείψανα του πατρο-Κοσμά. Κατέστρεφε ολόκληρα χωριά και παράλληλα έχτιζε χριστιανικές εκκλησίες. Αγαπούσε την πρώτη γυναίκα του, όμως προξένησε τον θάνατό της. Ντυνόταν πολυτελώς, ενίοτε όμως και με ρούχα ζητιάνου. Ηταν αμόρφωτος αλλά υποστήριζε την ελληνική παιδεία. Ηταν ατρόμητος στη μάχη αλλά έτρεμε τις βροντές και τις αστραπές. Λοιδορούσε τους γιους του αλλά τους έχτιζε παλάτια. Ηταν ακόλαστος αλλά και άτεγκτος σε θέματα ηθικής, δίκαιος αλλά και ιδιοτελής, φιλάργυρος αλλά και γαλαντόμος».
Στα πορτρέτα του οι ζωγράφοι βάζουν όλη τη δεξιοτεχνία τους αλλά ελάχιστοι αποτυπώνουν τον πραγματικό Αλή, αυτόν που έμεινε στην Ιστορία. Με την περιποιημένη λευκή και μακριά γενειάδα του, συχνά με την περίφημη πίπα στο χέρι ή με ναργιλέ και τον μανδύα του με τη γούνα ολόγυρα, μοιάζει στα περισσότερα από αυτά ένας καλοκάγαθος, υπέρβαρος γέρων. Η μεγάλη γαμψή μύτη σχεδόν αποσιωπάται και εκείνο το βλέμμα που άστραφτε λέγοντας πολύ περισσότερα από όσα τα χείλη σπανίως ξεχωρίζει.
Ολα τα συγγενικά του πρόσωπα, από τη θηριώδη Χάμκω, τη μάνα του, και την αιμοβόρα αδερφή του Χαϊνίτσα, τους γιους του, τις γυναίκες τους και τις δικές του, το χαρέμι με τις οδαλίσκες, τους ευνοούμενους αλλά και τους αντιπάλους του έχουν θέση σε αυτή την εικονογραφημένη ιστορία. Μαζί και οι έλληνες οπλαρχηγοί, οι κυνηγημένοι Σουλιώτες και τα θύματά του, ανώνυμα και επώνυμα όπως η κυρά Φροσύνη, ο έρωτάς του γι’ αυτήν και ο πνιγμός της στη λίμνη. Απειρα εξάλλου φαίνεται να είναι τα πορτρέτα της Βασιλικής, του τελευταίου μεγάλου έρωτα του Αλή –εκείνος ήταν 65 ετών κι εκείνη 15 –όλα υμνητικά της εξαιρετικής ομορφιάς της.
Η μεγαλομανία


Η μεγαλομανία του δεν είχε όρια, το ίδιο και η μεγάλη ροπή του στην πολυτέλεια και στη χλιδή, την οποία «πλήρωναν» σε μεγάλο βαθμό οι υποτελείς του. Για παράδειγμα, είχε αγοράσει τρεις πανάκριβες άμαξες, από την Ευρώπη φυσικά. Εκανε τις αγορές του σε κοσμήματα και πολύτιμους λίθους, πολυτελή υφάσματα, περίτεχνους καθρέφτες, κρύσταλλα και πορσελάνες από τα καλύτερα μαγαζιά της εποχής, που βρίσκονταν βεβαίως στη Ρώμη, στην Τεργέστη, στη Βενετία, στο Παρίσι, στο Λιβόρνο αλλά κυρίως στη Βιέννη. Και αυτό γιατί στην πρωτεύουσα της Αυστροουγγαρίας ο οικονομικός διαχειριστής του Σταύρος Ιωάννου διατηρούσε τραπεζικό κατάστημα, διευθυντής του οποίου ήταν ο γιος του, μετέπειτα εθνικός ευεργέτης Γεώργιος Σταύρου, ο οποίος εκτελούσε τις παραγγελίες που έστελνε ο πατέρας του.
Τον Απρίλιο του 1814 αγόρασε από τον κοσμηματοπώλη Νάιλιγκ της Βιέννης «μίαν πέτραν δακτυλίδι μπριλάντι καράτια 17» πληρωμένο κατά το ήμισυ από τον Αλή και κατά το άλλο ήμισυ από τον φόρο τομαριών.
Τον Αύγουστο του 1817 αγοράζει ιατρικά και «μουσική». Τον επόμενο χρόνο αναθέτει στον γιατρό Λουκά Βάγια να φέρει από τη Βιέννη γκιούλεσι (ροδέλαιο), μολύβι, κεντητό χρυσό και άλλες πραμάτειες που εξοφλήθηκαν με τον γεωργικό φόρο της Ζίτσας.
Για λογαριασμό του γιου του Μουχτάρ παραγγέλνει πάλι στη Βιέννη «μία δαμπακέρα με κολλημένον καπάκι μαλαματένιο, με σμάλτον και επάνω διαμάντια, να κοστάρει έως γρόσια δύο χιλιάδες» και για τον ίδιο «μίαν χασάν (κάλυμμα ράχης αλόγου) ωσάν του κατή (δικαστή), να είναι πλουσιωτέρα κατά πάντα και να έχει κλόσια». Το πλήθος αυτών λαφυραγωγήθηκε μετά τη δολοφονία του στη Νήσο της Παμβώτιδας το 1822, έχουν απομείνει όμως αρκετά προσωπικά του αντικείμενα στην Ελλάδα και στο εξωτερικό.
Με την άκρατη επιθυμία του να γνωρίζει καινούργια πράγματα συνδέεται εξάλλου το περιστατικό με ένα αερόστατο, η επίδειξη του οποίου στα Γιάννενα το 1803 στους γάμους του γιου του Σαλήχ κατέληξε σε πλήρη αποτυχία, αφού πήρε φωτιά και έγινε στάχτη. Παρών ο ποιητής Ιωάννης Βηλαράς, που εξιστόρησε το γεγονός ως εξής: «Πού είστε κόσμος! Συναθροισθήτε/ Ολοι όπου είσθε συναχθήτε/ Μεγάλον θαύμα για να ιδήτε/ Γυρίζει η σφαίρα επάνω κάτω/ Κ’ ευθύς ανάπτει από τον πάτο/ Ανακατεύονται ευθύς οι βλάχοι/ Πηδούν φωνάζουν σαν βατράχοι».
Οι θηριωδίες


Ο Αλή Πασάς βαρύνεται με γενοκτονίες, δολοφονίες και θηριωδίες κάθε είδους. Μια ζωή γεμάτη αίμα, αποτρόπαιες πράξεις, βασανισμούς, εξανδραποδισμούς, λεηλασίες και φρικαλεότητες, όπως όταν έριχνε καταδικασμένους σε θάνατο στο κλουβί με τη λεοπάρδαλη που διατηρούσε στα Γιάννενα, ενώ ο ίδιος παρακολουθούσε το θέαμα. Κατά τη διάρκεια του πολέμου με τους Σουλιώτες 20 ως 30 άτομα αποκεφαλίζονταν κάθε τόσο στους δρόμους των Ιωαννίνων.
Ο περιηγητής Τόμας Σμαρτ Χιουζ γράφει ότι άκουσε στη Λευκάδα να παρομοιάζουν τον Αλή με τον μυθικό τύραννο της Ηπείρου Εχετο, που συνήθιζε να κόβει τη μύτη και τα αφτιά των αντιπάλων του και να τα δίνει στα σκυλιά του –αν και ο Αλή ήταν παρασάγγας θηριωδέστερος: κατά τον Χιουζ πάλι, ανάμεσα στο παζάρι των Ιωαννίνων και στο κάστρο βρισκόταν ένας δρομάκος όπου γίνονταν οι πλέον αποτρόπαιες εκτελέσεις προς παραδειγματισμό: «Εκαιγαν ανθρώπους σε σιγανή φωτιά, τους παλούκωναν, τους έγδερναν ζωντανούς, έκοβαν χέρια και πόδια και άφηναν το θύμα σε αυτή την κατάσταση να ξεψυχήσει».
Ο ίδιος φρόντιζε, φυσικά, τον εαυτό του μέχρι υστερίας. Γιατί παρ’ ότι εξαιρετικής κράσης –μόνο στα γεράματά του υπέφερε από ελαφρά αρθρίτιδα -, ήταν κατά φαντασίαν ασθενής! Δεν υπήρχε άλλος ηγεμόνας της εποχής του με περισσότερους γιατρούς, οι οποίοι αμείβονταν με παχυλότατους μισθούς και υψηλά προνόμια, όπως να ντύνονται πλούσια, να κυκλοφορούν στην πόλη καβάλα στο άλογο αλλά και να κρατούν… αλεξιβρόχιο.
Κατάσκοποι


Με όλα αυτά δεν είναι περίεργο που ο Αλή Πασάς ενέπνευσε τη λογοτεχνία και τη μουσική στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, με έμμετρα θεατρικά έργα όπως του Ραγκαβή, του Βαλαωρίτη, του Βερναρδάκη κ.ά., ευρωπαϊκά μελοδράματα, τραγωδίες και όπερες που παρουσιάστηκαν στις μεγαλύτερες σκηνές του κόσμου.«Η Υψηλότης του είναι 60 ετών, πολύ παχύς και όχι ψηλός, αλλά με ωραίο πρόσωπο, φωτεινά γαλάζια μάτια και άσπρη γενειάδα… Η εμφάνισή του δείχνει οτιδήποτε άλλο εκτός από τον αληθινό του χαρακτήρα, γιατί είναι ένας αμείλικτος τύραννος, ένοχος για τις πιο φριχτές ωμότητες, πολύ γενναίος και στρατηλάτης ώστε να αποκαλείται «Οθωμανός Βοναπάρτης». Αλλά όσο πετυχημένος άλλο τόσο βάρβαρος είναι αφού ψήνει τους αντιπάλους του» γράφει ο λόρδος Μπάιρον το 1809 σε μια επιστολή του προς τη μητέρα του ύστερα από τη γνωριμία του με τον Αλή. Εναν χρόνο αργότερα θα συναντούσε στην Τρίπολη και τον γιο του, Βελή Πασά, διοικητή τότε του Μοριά, γενόμενος μάλιστα αποδέκτης υπερβολικών και επιλήψιμων εκφράσεων «φιλίας» εκ μέρους του, όπως αναφέρει σε γράμματά του.
Ο Αλής διατηρούσε τουλάχιστον τέσσερα χαρέμια στα Γιάννενα με 300 γυναίκες, ένα στο Τεπελένι με 60 και άλλα δύο μικρότερα στην Πρέβεζα και στην Κόνιτσα. Αποκαλούσε τις κοπέλες των χαρεμιών «οι τσούπρες μου» ή «οι βαγιοπούλες μου» και γνώριζε τα ονόματα όλων. Η αρπαγή νεαρών κοριτσιών από τα σπίτια τους σε όλη την επικράτεια, όπως επίσης αγοριών για τη διατήρηση ανδρικού χαρεμιού δίπλα στο γυναικείο, γινόταν από έμπιστους ανθρώπους του. Είχε οργανώσει άλλωστε ένα σκληρό αστυνομικό κράτος και ένα μοναδικό στην αυτοκρατορία δίκτυο καταδοτών και παρακολουθήσεων. Παρ’ ολίγον μάλιστα να καταλήξει «Γανυμήδης» (ή γιουσουφάκι, όπως λεγόταν) στο χαρέμι αγοριών του Αλή και ο μετέπειτα συνιδρυτής της Φιλικής Εταιρείας Αθανάσιος Τσακάλωφ.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ