«Κάτσε να σου πω. Οταν φύγω… Μη σουφρώνεις. Ολοι θα αναχωρήσουµε κάποτε. Οταν λοιπόν φύγω, άσε τους άλλους να πράξουν τα δέοντα. Εσύ θα κάνεις αυτό που θα σου πω: θα πάρεις ένα µπουκάλι ούζο και θα περιχύσεις το χώµα στον τάφο µου. Συνεννοηθήκαµε; Μην το ξεχάσεις!». Ηµουν δεν ήµουν οκτώ χρόνων όταν ο παππούς µου (από τη µεριά του πατέρα) µού ανέθεσε το «ιερό» καθήκον.
Ετσι ήταν ο παππούς: περιγελούσε τον θάνατο γιατί στη ζωή τα είχε δει όλα. Τη σφαγή στη Σµύρνη (ως στρατιώτης), δύο παγκοσµίους πολέµους (µε τους Γερµανούς να έχουν επιτάξει το σπίτι κατά τη διάρκεια της Κατοχής και εκείνον να έχει γλιτώσει παρά τρίχα το απόσπασµα), τον πρώιµο θάνατο της γιαγιάς µου που τον άφησε να κηδεµονεύει πέντε ορφανά.
Με διαπεραστικά µπλε µάτια, ψηλός και ασκητικός, έµοιαζε να βγήκε από µυθιστόρηµα του Καζαντζάκη. Δεν µιλούσε πολύ. Γι’ αυτό κι εγώ καιροφυλακτούσα να πάει 11.00 το πρωί προτού τρυπώσω στο περιβόλι του. Ηταν η ώρα του ούζου. Τον εύρισκα στο ξύλινο κιόσκι που είχε φτιάξει µόνος του, καθόµουν απέναντί του και περίµενα. Στον δίσκο, ένα ψηλό ποτήρι µε δύο δάχτυλα ούζο. Το έπινε σκέτο, µονοµιάς, µε ένα ηδονικό «ααα » στο τέλος. Αµέσως µετά, έπινε όλο το νερό που υπήρχε σε ένα άλλο ποτήρι. Τα µεζεδάκια (συνήθως δυο-τρεις ελιές, ίσως λίγο τυρί και σε εξαιρετικές περιπτώσεις γαύρος µαρινάτος) τα άφηνε για µένα.
Μου άρεσε η αλµυρή αψάδα αυτών των µεζέδων. Αλλά πιο πολύ µού άρεσε η επίδραση του ούζου στον παππού: λυνόταν η γλώσσα του και έπιανε να λέει ιστορίες. Τις έχω ακόµη στα αφτιά µου αυτές τις ιστορίες, όπως έχω και τις θύµησες αγαπηµένων φίλων ανά την Ελλάδα µε τους οποίους βρισκόµαστε πάντα για ουζοκατάνυξη. Κλείνω τα µάτια και ξανακούω τις ιστορίες του Βαγγέλη και τα γέλια της Μπέτυς γύρω από τους µερακλίδικους ψαροµεζέδες του «Σωτήρη» στα Φάρσαλα. Οµοίως ακούω τις ιστορίες του Ντίνου από το «Κυκλάµινο» στον Κοσµά Κυνουρίας, που πάντα έχουν να κάνουν µε τον όµορφο τόπο του. Ξαναβλέπω τον τεσσάρων και κάτι χρόνων γιο µου στην «παραλία του καραβιού», να βουτά βρεγµένο παξιµάδι στον µαριναρισµένο γαύρο, µεζέ ούζου, και µπουκωµένος να αποφαίνεται: «Μαµά, ο µπαµπάς λέει καλύτερες ιστορίες από σένα!».
Οσο για τον παππού, έφυγε πλήρης ηµερών, όταν ήµουν πρωτοετής. Την εποµένη, µε τον πατέρα πήραµε ένα µπουκάλι ούζο, από αυτό που προτιµούσε, και ανηφορίσαµε στο κοιµητήριο. Κάναµε τη σπονδή. Φεύγοντας κοίταξα τη φωτογραφία του. Είµαι βέβαιη ότι µου έκλεισε το µάτι.