Παρά το κλίμα κοινής γραμμής που φαινόταν να επικρατούσε στην συνέντευξη Τύπου που έδωσαν στο Λευκό Οίκο, οι διαφορές του Μπαράκ Ομπάμα με τον Ταγίπ Ερντογάν σε ό,τι αφορά την προσέγγιση των χωρών τους για σειρά κρίσιμων ζητημάτων έγιναν περισσότερο εμφανείς την Παρασκευή: σε παρεμβάσεις του ο Ταγίπ Ερντογάν υπερασπίστηκε μία δυναμικότερη παρέμβαση στη Συρία αλλά (εκ νέου μάλιστα) και την πρόθεσή του να ταξιδέψει στη Γάζα και τη Δυτική Όχθη, παρά τις εκπεφρασμένες αντιρρήσεις των ΗΠΑ.
Το Συριακό, που εξελίσσεται σε μείζον πρόβλημα για τη Μέση Ανατολή λόγω του κινδύνου διάχυσης του εμφυλίου, φαίνεται να κυριάρχησε στις πολύωρες συνομιλίες της Πέμπτης, με τις δύο πλευρές να εκφράζουν διαφορετικές στάσεις. Στις δημόσιες δηλώσεις του οι δύο πλευρές περιορίστηκαν στην διατύπωση της θέσης ότι πρέπει να κλιμακωθεί η πίεση προς τον Άσαντ και να στηριχτεί η αντιπολίτευση.
Περισσότερο προσεκτικές οι ΗΠΑ, δηλώνουν ότι θα περιμένουν να υπάρξουν σαφείς αποδείξεις για τη χρήση χημικών όπλων (ως τώρα υπάρχουν ενδείξεις, είπε ο Ομπάμα) πριν αποφασίσουν τις επόμενες κινήσεις τους. Η Τουρκία, αντίθετα, που βλέπει τη σύρραξη να μαίνεται στα νότια σύνορά της και σταδιακά απομακρύνθηκε από τον Άσαντ, ζητά δυναμικότερη παρέμβαση.
Ο Ερντογάν φαίνεται ότι έθεσε ζήτημα ζώνης απαγόρευσης πτήσεων στη Συρία, ένα μέτρο, που αν εφαρμοστεί, που θα είναι το προανάκρουσμα στρατιωτικής επέμβασης από τη Δύση στη Συρία—αυτό άλλωστε έγινε το 2011 και στη κανταφική Λιβύη.
Την Παρασκευή, πάντως, ο τούρκος πρωθυπουργός σε συζήτηση στο Brookings Institution επισήμανε ότι μόνο το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ –όχι η Τουρκία και οι ΗΠΑ από κοινού– είναι εκείνο που θα αποφασίσει αν θα οριστεί η ζώνη. Αυτό πάντως θα μπορούσε να συζητηθεί στη σύνοδο στην Γενεύη με τη συμμετοχή των ΗΠΑ και της Ρωσίας.
Επανέλαβε δε ότι η Τουρκία συγκεντρώνει και αυτή στοιχεία που δείχνουν ότι γίνεται χρήση χημικών όπλων, και ιδίως σαρίν. Αυτό είναι (θεωρητικά τουλάχιστον) για τις ΗΠΑ και για χώρες της Δύσης η κόκκινη γραμμή που θα δικαιολογούσε στρατιωτική επέμβαση.
Αναφερόμενος στο Μεσανατολικό, ο Ερντογάν υποστήριξε στο Brookings ότι οι ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις μεταξύ ισραηλινών και παλαιστινίων θα γίνουν εφικτές μόνο εφόσον συμφιλιωθούν πρώτα οι παλαιστίνιοι της Φάταχ με εκείνους της Χαμάς που ελέγχουν τη Λωρίδα της Γάζας. «Αν δεν καταλήξουμε σε αυτήν τη συμφιλίωση, τότε δεν νομίζω ότι θα υπάρξει λύση από τις ισραηλινοπαλαιστινιακές συνομιλίες», είπε.
«Όσο για εμάς στην Τουρκία, νομίζω ότι μπορούμε να κάνουμε πολλά γιατί μπορούμε να μιλήσουμε με τη Χαμάς, μπορούμε να μιλήσουμε με την Φάταχ. Θέλουμε να συμφωνήσουν», είπε υπενθυμίζοντας ότι παλαιότερα είχε πει στον ειδικό απεσταλμένο του Κουαρτέτου για τη Μέση Ανατολή, τον Τόνι Μπλερ, ότι η Χαμάς πρέπει να βρίσκεται στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων για την ειρήνευση στην περιοχή.
Δεν ήταν μόνο αυτά τα δύο ζητήματα για τα οποία οι δύο ηγέτες φέρονται να διαφώνησαν στις συνομιλίες τους.
Οι συνομιλίες για το ελεύθερο εμπόριο που πρόκειται να αρχίσουν μεταξύ των ΗΠΑ και της ΕΕ «θα περιθωριοποιήσουν εντελώς» την Τουρκία και θα εμποδίσουν την οικονομική της άνοδο, προειδοποίησε ο Ερντογάν. Σε επιστολή του μάλιστα προ μηνών, ο Ερντογάν είχε ζητήσει να υπάρξει και ανάλογη συμφωνία μεταξύ της Τουρκίας και των ΗΠΑ.
Στη συνέντευξη ο Ομπάμα συμφώνησε στην ανάγκη εμβάθυνσης των οικονομικών σχέσεων των δύο πλευρών, αλλά δεν ανέφερε τίποτα για συζητήσεις περί διμερούς συμφωνίας. Θα συσταθεί πάντως επιτροπή σε υψηλό επίπεδο.
Η Τουρκία με την ΕΕ έχει αυτή τη στιγμή τελωνειακή συμφωνία και είναι σε εξέλιξη οι ενταξιακές συνομιλίες που έχουν καλύψει ζητήματα μάλλον χαμηλής πολιτικής, χωρίς να λείπουν τα σημεία τριβής. Θεωρείται όμως αρκετά δύσκολο να συμμετάσχει στις συνομιλίες ΗΠΑ και ΕΕ.
Πάντως, σε κάθε περίπτωση, οι συνομιλίες ΗΠΑ και ΕΕ, που αρχίζουν τον Ιούλιο, αναμένεται να ολοκληρωθούν σε ένα με δύο χρόνια, ενώ και από την ευρωπαϊκή πλευρά υπάρχουν άλλου τύπου προσκόμματα που θα μπορούσαν να καθυστερήσουν την συμφωνία, όπως η πολιτιστική εξαίρεση που ζητά μετ’επιτάσεως η Γαλλία.
Εν τω μεταξύ, η σύζυγος του τούρκου πρωθυπουργού, Εμινέ Ερντογάν, έγινε δεκτή στο Τζορτζτάουν όπου συμμετείχε σε συνάντηση με θέμα «Ο ρόλος της γυναίκας την οικοδόμηση της ειρήνης και στην ανάπτυξη».
Στην ομιλία της ζήτησε να υπάρχει αλληλεγγύη για την επίλυση των προβλημάτων της Τουρκίας με τους γείτονές της και επισήμανε ότι «κανένας δεν μπορεί να λύσει τα προβλήματα των γυναικών εκτός από τις ίδιες τις γυναίκες».
Όπως σημειώνει η Hurriyet, ο ιρανικής καταγωγής καθηγητής Φατχαλί Μογκχαντάμ έδωσε δώρο στη σύζυγο του πρωθυπουργού το βιβλίο του «Η ψυχολογία της δικτατορίας».