Όταν ο Σερ Άρθουρ Έβανς ανακάλυψε στις αρχές του εικοστού αιώνα τα απομεινάρια του πολιτισμού που ο ίδιος βάφτισε «Μινωικό» έμεινε έκθαμβος. Προσπαθώντας να δώσει μια εξήγηση ως προς την προέλευση ενός τόσο προηγμένου πολιτισμού θεώρησε ότι οι Μινωίτες ήταν απόγονοι των προηγμένων Αιγυπτίων. Η ιδέα του Εβανς παραμένει ακόμη και σήμερα σε ισχύ, αν και κατά καιρούς υπήρξαν και άλλες προτάσεις.
Η τελική απάντηση σε αυτό το αρχαιολογικό ζήτημα δίνεται σήμερα όχι από την αρχαιολογική σκαπάνη, αλλά από τη γενετική. Ομάδα ερευνητών με επικεφαλής τον καθηγητή Ιατρικής και Επιστημών Γονιδιώματος του Πανεπιστημιου Washington κύριο Γεώργιο Σταματογιαννόπουλο ανέλυσε δείγματα DNA από σκελετούς που βρέθηκαν σε σπηλιά στο οροπέδιο Λασιθίου στην Κρήτη τα οποία συνέκρινε με δείγματα από άλλους 135 σύγχρονους και αρχαίους ανθρώπινους πληθυσμούς.
Όπως αναφέρουν οι ερευνητές στο άρθρο τους που δημοσιεύεται στο σημερινό τεύχος της επιθεώρησης «Nature Communications», ο Μινωικός πολιτισμός αναπτύχθηκε κατά την Εποχή του Χαλκού από αυτόχθονες κατοίκους της Κρήτης, οι οποίοι ήταν απόγονοι των πρώτων ανθρώπων που αποίκισαν το νησί, 9.000 χρόνια περίπου πριν από σήμερα.
Το DNA αποκαλύπτει
Για τη μελέτη χρησιμοποιήθηκε το μιτοχονδριακό DNA, δηλαδή το DNA που υπάρχει στα κυτταρικά οργανίδια που ονομάζονται μιτοχόνδρια και τα οποία αποτελούν τα εργοστάσια παραγωγής ενέργειας του κυττάρου. Τα μιτοχόνδρια μεταβιβάζονται στους απογόνους μέσω της μητέρας. Διαπιστώθηκε ότι το μιτοχονδριακό DNA των Μινωιτών δεν έφερε ομοιότητες με αυτό των Αιγυπτίων ή των άλλων αφρικανικών πληθυσμών. Αντίθετα, εντοπίστηκαν μεγάλες γενετικές ομοιότητες με τους σύγχρονους και αρχαίους ευρωπαϊκούς πληθυσμούς. Τέλος, η ανάλυση έδειξε το υψηλότερο ποσοστό συγγένειας των Μινωιτών με τον σύγχρονο πληθυσμό της Κρήτης αλλά και σύγχρονων Ελλήνων από την υπόλοιπη χώρα.
Σύμφωνα με τον κ Σταματογιαννόπουλο το σενάριο της καταγωγής των Μινωιτών έχει ως εξής: «Πριν από περίπου 9.000 χρόνια, υπήρξε εκτεταμένη μετανάστευση ανθρώπων της Νεολιθικής Εποχής από περιοχές της Ανατολίας που αντιστοιχούν σήμερα σε μέρη της Τουρκίας και της Μέσης Ανατολής. Τότε έφτασαν στην Κρήτη και οι πρώτοι κάτοικοι του νησιού. Η ανάλυση μιτοχονδριακού DNA που πραγματοποιήσαμε και η σύγκριση με άλλους πληθυσμούς, δείχνει ότι οι Μινωίτες έχουν την ισχυρότερη γενετική συσχέτιση με πληθυσμούς της Νεολιθικής Εποχής καθώς και με αρχαίους αλλά και σύγχρονους Ευρωπαίους και ιδιαίτερα με τον πληθυσμό της Κρήτης. Σύμφωνα με τα αποτελέσματά μας, ο Μινωικός πληθυσμός αναπτύχθηκε πριν από 5.000 χρόνια στην Κρήτη από προγόνους που κατοικούσαν στο νησί ήδη και είχαν φτάσει εκεί 4.000 χρόνια νωρίτερα».
Ο έλληνας καθηγητής σημείωσε επίσης ότι «οι γενετικές αναλύσεις παίζουν έναν ολοένα και πιο σημαντικό ρόλο στην πρόβλεψη και στην προστασία της υγείας του ανθρώπου. Η μελέτη μας υπογραμμίζει το γεγονός ότι η ανάλυση του DNA μπορεί να μας βοηθήσει όχι μόνο να έχουμε ένα πιο υγιές μέλλον αλλά να κατανοήσουμε και την ιστορία μας. Παρόμοιες έρευνες θα μας βοηθήσουν να ανακαλύψουμε τις γενετικές σχέσεις μεταξύ Μινωιτών και Μυκηναίων και μεταξύ των ελληνικών φυλών της Κλασσικής Ελλάδας».
Καρπός συνεργασίας
Η εργασία είναι καρπός μιας πολυπληθούς ομάδας επιστημόνων διαφορετικών ειδικοτήτων. Υπεύθυνοι για τη στατιστική ανάλυση των δεδομένων η οποία βασίστηκε σε εξαιρετικά προηγμένους αλγορίθμους είναι η κυρία Περιστέρα Πάσχου, επίκουρη Καθηγήτρια στο Τμήμα Μοριακής Βιολογίας και Γενετικής του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης, και ο κ. Πέτρος Δρινέας, καθηγητής στο Τμήμα Επιστήμης Υπολογιστών του Πανεπιστημίου Rensselaer στις ΗΠΑ.
Ο κ. Μανώλης Μιχαλοδημητράκης, καθηγητής Ιατροδικαστικής και Τοξικολογίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης συντόνισε την αναγνώριση και συλλογή των αρχαίων οστών που χρησιμοποιήθηκαν για την εξαγωγή του DNA. Ο αρχαιολόγος δρ. Βασιλάκης και η ανθρωπολόγος δρ McGeorge παρείχαν τα οστά που αποτέλεσαν το αντικείμενο της έρευνας. Μεγάλη ήταν η συμβολή του εκλιπόντος αρχαιολόγου Νίκου Παπαδάκη, ο οποίος ως διευθυντής της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας Αγίου Νικολάου υπήρξε θερμός υποστηρικτής της μελέτης, η οποία ξεκίνησε πριν από δέκα και πλέον χρόνια.