Οι πυροσβέστες ως εμπρηστές: Όταν τη νύχτα της 10ης Μαίου 1933 οι ναζιστές φοιτητές επιχείρησαν να κάψουν στην πλατεία του Βερολίνου Όπερνπλατς (σήμερα πλατεία Αουγκούστ Μπέμπελ) τα λεγόμενα «αντιγερμανικά» βιβλία, είχαν οικτρή αποτυχία.
Το μνημείο στην πλατεία Μπέμπελ.Οι επισκέπτες μπορούν να δουν, μέσα από μία γυάλινη πλάκα, σειρές από άδεια ράφια βιβλιοθηκών
Μια δυνατή βροχή έκανε αδύνατη την ανάφλεξή τους. Η λύση ήρθε από την Πυροσβεστική, η οποία προσφέρθηκε αφιλοκερδώς να τα περιλούσει με βενζίνη και να τους ρίξει το πρώτο αναμμένο σπίρτο. Λίγα αργότερα δεκάδες χιλιάδες συγγράμματα είχαν γίνει παρανάλωμα του πυρός.
Ανάμεσα στους συγγραφείς τους ήταν ο Καρλ Μαρξ, ο Σίγκμουντ Φρόιντ, ο Τόμας Μαν και πολλοί άλλοι – συνολικά 94. Ο υπουργός προπαγάνδας Γιόζεφ Γκέμπελς, που ήταν ο αρχιεμπρηστής, δεν παρέλειψε να τονίσει στο λόγο του, ότι η φωτιά αποτελεί σύμβολο εξαγνισμού και ότι επομένως, ο εμπρησμός τέτοιων βιβλίων αποκαθιστά την καθαρότητα της γερμανικής φυλής. Οι 70000 ακροατές του τον αποθέωσαν.
Σήμερα, ακριβώς ογδόντα χρόνια μετά, οι Βερολινέζοι ξαναγυρίζουν στον τόπο του εγκλήματος για να καταδικάσουν, αλλά κυρίως για να καταλάβουν την αποτρόπαιη αυτή πράξη. Στις σχετικές εκδηλώσεις τόσο στην πλατεία Αουγκούστ Πλατς, όσο και σε άλλα σημεία της πόλης, αναμένεται να συμμετάσχουν πολλές χιλιάδες άτομα.
Η αναδρομή στο παρελθόν δεν σταματά βέβαια εδώ. Με αφορμή τα 80 χρόνια από την ανάρρηση του Χίτλερ στην εξουσία (31 Ιανουαρίου 1933), το Βερολίνο έχει μετατραπεί για ένα ολόκληρο χρόνο σε ανοικτή πόλη – στη μνήμη, στην κριτική, στο διάλογο.
Συνολικά διοργανώνονται εντός της χρονιάς 520 μικρές και μεγάλες εκδηλώσεις σε κλειστούς χώρους, αλλά προπαντός στους δρόμους. Μια από τις πιο εντυπωσιακές είναι σίγουρα η αναπαράσταση της μεταφοράς των κρατουμένων αντιπάλων του ναζισμού (Κομμουνιστών, Σοσιαλδημοκρατών, Εβραίων, Ρομά, ομοφυλόφιλων, κλπ.), από τις φυλακές στους σιδηροδρομικούς σταθμούς, από όπου οδηγούνταν στη συνέχεια με τα τρένα στα στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Εκθέματα που μπορούν να δούν οι επισκέπτες στο Μουσείο του Βερολίνου «Η Τοπογραφία του Τρόμου»
Εξ ίσου εντυπωσιακή είναι και μια περιφερόμενη έκθεση (άρχισε μπροστά στην Πύλη του Βραδεμβούργου και έχει τώρα μεταφερθεί στη Νήσο των Μουσείων) από δεκάδες διαφημιστικές κολόνες με τα πορτρέτα πασίγνωστων επιστημόνων και καλλιτεχνών, που αναγκάστηκαν λόγω των ναζί να εγκαταλείψουν την πόλη. Η λίστα αρχίζει με τον Άλμπερτ Αϊνστάιν και τη Λίζε Μάιτνερ (την πρώτη καθηγήτρια φυσικής σε γερμανικό πανεπιστήμιο, που της «έκλεψαν» το νόμπελ επειδή ήταν Εβραία και γυναίκα), και καταλήγει στον Άρνολντ Σένεμπεργκ και τη Νέλη Σαξ.
«Έχουμε μετατρέψει ολόκληρη την πόλη σε χώρο συζήτησης, στην οποία καλούνται να συμμετάσχουν οι πάντες, ντόπιοι και ξένοι» λέει ο καθηγητής της ιστορίας Μίχαελ Βιλντ, που ανήκει στην οργανωτική επιτροπή των εκδηλώσεων.
Ένας από τους στόχους των διοργανωτών είναι να αναδείξουν τη απίστευτη ζωντάνια και ποικιλία που χαρακτήριζε τη βερολινέζικη ζωή την εποχή του μεσοπολέμου. Τότε που η γερμανική πρωτεύουσα ήταν η τέταρτη μεγαλύτερη πόλη στον κόσμο (τέσσερα εκατομμύρια κάτοικοι) και συγχρόνως, δίπλα στη Νέα Υόρκη και το Παρίσι, η πιο πρωτοποριακή. Μια έκθεση στο Historisches Museum είναι ειδικά αφιερωμένη στο κατάντημά της μετά τη νίκη των ναζιστών. Ο τίτλος της: «Κατεστραμμένη πολυμορφία».
Ένας άλλος στόχος είναι η ανίχνευση των αιτιών του φασισμού, καθώς και οι επιπτώσεις του μέχρι σήμερα. Αυτό είναι το θέμα για δεκάδες επιστημονικές ημερίδες, καθώς και για πάμπολλες talk´s show στην τηλεόραση και το ραδιόφωνο.
Όλα αυτά αποτυπώνονται φυσικά και στην εξωτερική όψη της πόλης. Τα αποτυπώματα είναι μάλιστα τόσο πολλά, που θα έπρεπε να είναι κανείς «στραβός» για να τα παραβλέψει. Σε αυτά συγκαταλέγονται, δίπλα στις αναμνηστικές επιγραφές στα κτίρια, και οι αμέτρητες μπρούτζινες πινακίδες διαστάσεων 10χ10 εκατοστών στα κράσπεδα των πεζοδρομίων μπροστά στα σπίτια των γνωστών και άγνωστων θυμάτων του ναζισμού. Η χρηματοδότησή τους γίνεται από συγγενείς, γνωστούς, ή «θαυμαστές» των θυμάτων. Το όνομά τους: «Πέτρες για τρακάρισμα» (Stolpersteine). Επιγραφές που καλούν τον περαστικό να «σκοντάψει» σε αυτές – όχι να τις αποφύγει.
Συνέντευξη με τον διευθυντή του βερολινέζικου μουσείου, Αντρέας Ναχάμα
Ο διευθυντής του βερολινέζικου μουσείου «Τοπογραφία του τρόμου» Αντρέας Ναχάμα μιλά στο «Βήμα» για την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία πριν 80 χρόνια, καθώς και τον πατέρα του, τον Εστρόνγκο Νάχαμα, που καταγόταν από τη Θεσσαλονίκη
O ιστορικός Μίχαελ Βιλντ δήλωσε τις προάλλες, ότι ο Χίτλερ έκανε φριχτά πράγματα, αλλά ότι έδωσε στους Γερμανούς και ένα θετικό μήνυμα. Είστε της ίδιας άποψης;
Δεν ξέρω τι είπε ο Βιλντ και τι εννοούσε με αυτό. Εγώ προσωπικά νομίζω, ότι αυτό που άρχισε στο Βερολίνο στις 30 Μαρτίου του 1933, ήταν το τέλος της δημοκρατίας, πρώτον στη Γερμανία και ύστερα, με την έναρξη του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, και στην Ευρώπη. Η συνέπεια ήταν να μη μείνει οικογένεια στην Ευρώπη χωρίς θύματα. Ο απολογισμός του ήταν σκέτη καταστροφή. Από θετικό μήνυμα ούτε ίχνος.
Η κοσμοθεωρία αυτή ταυτίζεται συνήθως με τον αντισημιτισμό. Αλλά, αν υποθέσουμε για μια στιγμή ότι δεν είχε κανένα αντισημιτικό στοιχείο: Θα ήταν έτσι λιγότερη κακή;
Ο εθνικοσοσιαλισμός δεν ήταν μόνο αντισημιτικός. Στρεφόταν εξ ίσου κατά των Ρομά, κατά των ασθενών, των ομοφυλόφιλων και όλων εκείνων, που είχαν άλλο μοντέλο ζωής, ή σκέψης από το δικό τους. Η αφετηρία του ήταν ο ρατσισμός: Πάνω βρισκόταν η κυρίαρχη άρια φυλή, και κάτω οι άλλες κοινωνικά πιο αδύναμες ομάδες. Έτσι παραβίαζε ένα θεμελιώδη νόμο της μοντέρνας κοινωνίας: την ισότητα των ανθρώπων. Με αυτό γύριζε την ανθρωπότητα αιώνες πίσω.
Είχε η ιδεολογία της λαϊκής κοινότητας (Volksgemeinschaft), η οποία προπαγανδιζόταν και εφαρμοζόταν τότε, κάτι το θετικό;
Θόλωνε μόνο τα μυαλά με τον ισχυρισμό, ότι αποσκοπούσε στην ισότητα όλων. Αν όμως κάποιος ήταν διαφορετικός, η ισότητα σταματούσε. Οι εθνικοσοσιαλιστές δεν είχαν το παραμικρό έλεος μαζί του.
Ποιος είναι ο στόχος του μουσείου σας;
Να δείξει, πως έγινε δυνατό να καταρρεύσει η δημοκρατία της Βαϊμάρης μέσα σε τόσο λίγο χρονικό διάστημα. Στην Ιταλία, η κατάρρευση κράτησε 5 χρόνια, στη Γερμανία μόνο πέντε μήνες.
Και ποια είναι η εξήγησή γι αυτό;
Ένας λόγος ήταν η παγκόσμια οικονομική κρίση, που προκάλεσε την καθίζηση της δημοκρατίας της Βαϊμάρης, ένας άλλος η διάσπαση των δημοκρατικών δυνάμεων. Έτσι μπόρεσε να επιβληθεί εύκολα ο Χίτλερ, παρόλο που στις εκλογές, το Μάρτιο του 1933, δεν είχε συγκεντρώσει την απόλυτη πλειοψηφία. Αυτό δείχνει κατά άλλα και τη θεμελιακή αλλαγή που έγινε μεταπολεμικά. Παρόλο που οι νεοναζί συνεχίζουν να τρομοκρατούν και να δολοφονούν, οι δημοκράτες διατηρούν ένα αρραγές μέτωπο που δεν τους αφήνει περιθώρια για πολιτική ανέλιξη.
Που γίνεται σήμερα περισσότερη έρευνα για τη ναζιστική εποχή – στη Γερμανία, ή στο εξωτερικό;
Παντού. Πολλές ενδιαφέρουσες έρευνες έρχονται από το εξωτερικό, όπως, για παράδειγμα, το βιβλίο του «Το τέλος» του Ίαν Κέρσαου. Οι ξένοι ιστορικοί δίνουν πάντως το βάρος στη γενική εικόνα του ναζισμού, ενώ οι ντόπιοι ασχολούνται κυρίως με ιδιαίτερες πλευρές του, για παράδειγμα με τη Γκεστάπο, τα Ες-Ες, ή την τοπική δράση των Εθνικοσοσιαλιστών.
Η εξέγερση της νεολαίας του 68 στρεφόταν και κατά της λήθης, της σιωπής που είχε επιβάλει η γενιά των θυτών για τα εγκλήματα της στον πόλεμο. Έδωσε αυτό νέα ορμή και στην ιστοριογραφία;
Και ναι, και όχι. Η γενιά του 68 ασχολήθηκε σε πρώτη γραμμή με τις θεωρίες περί φασισμού, όχι με την πρακτική του. Γι αυτό και δεν επηρέασε πολύ την κοινή γνώμη. Αυτό έγινε τη δεκαετία του 80, όταν προβλήθηκε και σε εμάς μια αμερικανική κινηματογραφική σειρά για το Ολοκαύτωμα. Πολύς κόσμος συγκλονίστηκε βλέποντας την και ήθελε να μάθει περισσότερα για τα γεγονότα. Οι ιστορικοί ανταποκρίθηκαν χρησιμοποιώντας μια νέα μεθοδολογική αρχή, που μας ήρθε τότε από τη Σουηδία και έλεγε: «Σκάβε εκεί που βρίσκεσαι». Το αποτέλεσμα ήταν μια πλημμυρίδα μονογραφιών, οι οποίες δεν θέτουν πάντως υπό αίρεση τα έργα γενικού χαρακτήρα, αλλά, αντίθετα, τα συμπληρώνουν.
Ως γιος έλληνα Εβραίου έχετε κοσμοπολιτικό φόντο. Επηρεάζει αυτό τον τρόπο που βλέπετε το ναζισμό;
Ασφαλώς. Αυτά που έμαθα από τον πατέρα μου, που πέρασε από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, σφράγισαν τη στάση μου.
Σας μιλούσε πολύ γι αυτά;
Δυστυχώς πολύ λίγο. Μιλούσε περισσότερο με τους γιους μου, κι από αυτούς έχω μάθει μερικά πράγματα γι αυτόν. Για παράδειγμα, ότι υπηρέτησε στον ελληνικό στρατό ως ασυρματιστής στο αλβανικό μέτωπο και ότι εκεί έμαθε πώς πρέπει να συμπεριφερθεί σε περίπτωση που θα τον έπιαναν αιχμάλωτο. Μόνο χάρη σε αυτό, έλεγε, μπόρεσε να επιζήσει στο Άουσβιτς.
Σε συνέντευξη που του πήρα το 1995 έδειχνε φοβερά ανήσυχος για τα πογκρόμ των νεοναζί κατά των ξένων, που γίνονταν τότε στη Γερμανία. Τι θα έλεγε σήμερα ενόψει της δίωξης των μεταναστών στην Ελλάδα από τους Χρυσαυγίτες;
Θα μιλούσε σίγουρα για φοβερή τραγωδία βλέποντας μια κατεχόμενη από τους ναζί χώρα να βγάζει τώρα από τα σπλάχνα της ένα μεγάλο ρατσιστικό και φασιστικό κίνημα. Εγώ πάντως νομίζω, ότι αν επανέλθει κάποτε η οικονομική σταθερότητα, θα εξασθενίσει και το φαινόμενο του φασισμού. Όμως προφήτης δεν είμαι, γι αυτό και δεν μπορώ να είμαι σίγουρος γι αυτό.
Εστρόνγκο Ναχάμα
Νούμερο 116155
Θρήσκευμα εβραϊκό, υπηκοότητα ελληνική. Αν και πολιτογραφήθηκε Γερμανός τη δεκαετία του 50, ο θεσσαλονικιός Εστρόνγκο Ναχάμα (1918-2000) είχε κρατήσει το ελληνικό του διαβατήριο. Αλλά και την ελληνοεβραϊκή του κουλτούρα, η οποία ήταν και η μοναδική που είχε μέχρι το 1943, προτού ο ίδιος και η οικογένειά του μεταφερθούν από τους ναζί στο Άουσβιτς. Κουλτούρα που ξαναζωντάνευε αμέσως, μόλις ερχόταν σε επαφή με τους πρώην συμπατριώτες του. Όπως τότε, το 1995, όταν ο υπογράφων τον συνάντησε στη συναγωγή του Βερολίνου στην οδό Pestalozzistrasse, αριθμός 12-14: Λίγα λεφτά μετά τη συνάντηση άρχισε αυθόρμητα να τραγουδά ελληνικά – πρώτα, το δημώδες «εγέρασα μωρέ παιδιά, σαράντα χρόνια κλέφτης» και ύστερα το προπολεμικό σουξέ του Θόδωρου Παπαδόπουλου «Θα σε εκδικηθώ με όποιον και θάσαι, θα σε εκδικηθώ, να με θυμάσαι» με την υπέροχη μπάσα φωνή του.
Ο Εστρόνγκο Ναχάμα ήταν ο μοναδικός από την οικογένειά του που βγήκε ζωντανός από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης – το Άουσβιτς, όπου έφερε το νούμερο κρατούμενου 116155, και το Σάξενχάουζεν.
Όταν, μετά τον πόλεμο, ξαναγύρισε στην πατρική του πόλη, δεν βρήκε κανένα να τον περιμένει. Το οικογενειακό του σπίτι είχε καταληφθεί από έλληνες Χριστιανούς, που έκαναν πως δεν καταλαβαίνουν. Και το ελληνικό κράτος δεν έκανε τίποτα για να τον αποζημιώσει, ή να τον κρατήσει στην πατρίδα.
Η παραμονή του στο Βερολίνο, όπου είχε γίνει ήδη δεκτός ως κάντωρ στη συναγωγή της πόλης, μετατράπηκε έτσι σε μονόδρομο. Ο Εστρόνγκο Ναχάμα εκμεταλλεύθηκε την ευκαιρία για να καλλιεργήσει περαιτέρω το μουσικό του ταλέντο. Σύντομα εξελίχθηκε σε σπουδαίο βαρύτονο και ταυτόχρονα στο σημαντικότερο κάντορα της Γερμανίας. Οι εμφανίσεις του στις συναγωγές αποτελούσαν μεγάλα μουσικά γεγονότα. Παράλληλα έδινε συναυλίες στις σημαντικότερες μουσικές αίθουσες της Ευρώπης, του Ισραήλ και των Ηνωμένων Πολιτειών.
Η σχέση του με την Ελλάδα παρέμεινε μέχρι το τέλος αμφιλεγόμενη: Από τη μια είχε καλές αναμνήσεις από τη νιότη του, από την άλλη πικρές από τη μεταπολεμική εποχή, λόγω της συμπεριφοράς που του επιφύλαξαν οι συμπολίτες του όταν γύρισε στη Θεσσαλονίκη. Στις τελευταίες ανήκαν και τα «καψόνια» που του έκανε το ελληνικό προξενείο στο Βερολίνο, όποτε πήγαινε εκεί για να ανανεώσει το ελληνικό του διαβατήριο. Μέχρι τότε δεν σκεπτόταν καθόλου να επανεγκατασταθεί στην Ελλάδα. Το 1995 όμως, ύστερα από τις δολοφονικές επιθέσεις των νεοναζιστών κατά των μεταναστών στο Ρόστοκ/Λιχτχάγκεν και στο Σόλιγκεν, δήλωνε αποφασισμένος να μετακομίσει στην αρχική του πατρίδα. «Φοβάμαι εδώ για μένα και για την οικογένειά μου. Ich habe Angst, φοβάμαι» φώναζε πότε στα ελληνικά και πότε στα γερμανικά. Τελικά βέβαια δεν βρήκε το κουράγιο να κάνει πράξη την απόφασή του.
Η Θεσσαλονίκη έμεινε έτσι άπιαστο όνειρο. Και οι χριστιανοί Έλληνες συνεχίζουν να τον αγνοούν – είτε από ιδιοτέλεια, είτε από ωχαδερφισμό, και πάντως σαν να μην υπήρξε ποτέ δικός τους Θεσσαλονικιός.