Ας υποθέσουμε ότι το υπουργείο Παιδείας έπαιρνε μια ακόμη απόφαση. Ας υποθέσουμε ότι μετέτρεπε την υποχρεωτική παρουσία στο σχολείο σε προαιρετική. Μόνο για τις δυο τελευταίες τάξεις του λυκείου. Ας υποθέσουμε ότι ο μαθητής είχε επιλογή μελέτης κατά μόνας (δηλαδή με προγυμναστή) με εξέταση από σχολικό επιθεωρητή στο τέλος κάθε μήνα.
Ας φανταστούμε μια τάξη λυκείου στην περίπτωση που εφαρμοζόταν τέτοια απόφαση. Πώς θα ήταν λοιπόν η τάξη του δημοσίου σχολείου; Μάλλον αδειανή. Οι μαθητές πάνε στο σχολείο για να κοινωνικοποιηθούν και στα φροντιστήρια για να παπαγαλίσουν την ύλη των εισαγωγικών εξετάσεων.
Ας αντιστρέψουμε το ερώτημα των συνδικαλιστών της εκπαίδευσης, που αρνούνται να διδάξουν δυο επιπλέον ώρες την εβδομάδα. Ας αντιστρέψουμε το ερώτημα που τίθεται σε συσχετισμό με τις περικοπές των μισθών τους. Από μια άλλη οπτική: τι θα προσφέρει στην κοινωνία καθένας από τους καθηγητές που θα δουλέψει παραπάνω;
Η συζήτηση γίνεται ως τώρα για την ανατροπή στη ζωή των διδασκόντων, για τις πιθανές μεταθέσεις, για τον κόπο της προετοιμασίας του μαθήματος και της διόρθωσης γραπτών. Εντούτοις το ουσιαστικό ερώτημα είναι ποιες υπηρεσίες παρέχουν οι καθηγητές του δημοσίου, οι συνυπαίτιοι στην ανάπτυξη της παραπαιδείας.
Πέρα από την επικείμενη απεργία και τις εντάσεις της ημέρας θα πρέπει όλες οι πλευρές να αναλύσουν τι είναι αυτό που δεν πάει καλά στο σχολείο ώστε να παιδιά να πρέπει να πληρώνουν μαθήματα κάπου έξω για να επιτύχουν στις εξετάσεις ή να μάθουν τα βασικά. Γιατί δεν μαθαίνουν έστω μια ξένη γλώσσα στα 9 χρόνια υποχρεωτικής εκπαίδευσης; Θεωρείται δεδομένο και το αποδέχονται όλοι οι γονείς, εδώ και δεκαετίες, ότι ο μαθητής πάει στο σχολείο για τις απουσίες. Τούτο φυσικά έχει ένα οικονομικό κόστος που βαρύνει τις οικογένειες.
Σύμφωνα με στοιχεία της Κομισιόν (2011), οι γονείς στην Ελλάδα δαπανούν κάθε χρόνο 950 εκατ. ευρώ για συμπληρωματική εκπαίδευση, δηλαδή φροντιστήρια και ιδιαίτερα μαθήματα. Η χώρα κατέχει τα πρωτεία στην Ευρώπη.
Δαπανά περισσότερα από τα διπλά συγκριτικά με χώρες με πολύ μεγαλύτερο πληθυσμό: στην Ισπανία η παραπαιδεία κοστίζει 450 εκατ. ευρώ και στην Ιταλία 420. Ουσιαστικά λοιπόν το ελληνικό κράτος συντηρεί ένα σχολείο που δεν έχει εκπαιδευτικά αποτελέσματα και οι γονείς πληρώνουν από την τσέπη τους για να γίνει αληθινό μάθημα.
Με αυτά τα δεδομένα καταλαβαίνουμε γιατί οι συνδικαλιστές αδιαφορούν για την αγωνία των εξεταζομένων. Δεν έχουν προετοιμάσει οι ίδιοι τους μαθητές τουλάχιστον όχι με την ιδιότητα του κρατικού υπαλλήλου. Οι καθηγητές του δημόσιου σχολείου δεν έχουν πρωταγωνιστικό ρόλο επειδή οι μαθητές δεν τους εμπιστεύονται στη διάρκεια της χρονιάς.
Μπαίνουν, βγαίνουν στην τάξη για να περνούν οι ώρες. Αδιάφορο αν είναι πέντε ώρες, έντεκα ώρες, είκοσι ώρες. Είναι χαμένες ώρες. Δεν χρειάζεται να μιλήσει κανείς για πεφωτισμένους δασκάλους που δίνουν την ψυχή τους. Οι δαπάνες της παραπαιδείας αποδεικνύουν ότι αποτελούν εξαίρεση.